Στα… ραντάρ του Eurogroup επανέρχεται το ελληνικό χρέος, καθώς κλείνει η περίοδος ανοχής κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η Κομισιόν ετοιμάζεται να προχωρήσει σε νέα ανάλυση βιωσιμότητας, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα οικονομικά και δημοσιονομικά δεδομένα. Την ίδια ώρα, αρχίζει η ευρωπαϊκή «μάχη» ανάμεσα στις χώρες που πιέζουν για να επανέλθουν από το 2023 οι αυστηροί κανόνες για τη μείωση του χρέους και στην ομάδα των χωρών, στην οποία εντάσσεται και η Ελλάδα, που θεωρούν ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι «νεκρό».
Ενδεικτική της έμφασης που δίνουν πλέον οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, το οποίο ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ με την πανδημία, είναι η απάντηση που έδωσε χθες ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ σε ερώτηση που τέθηκε στη συνέντευξη Τύπου μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Eurogroup. Όταν ερωτήθηκε ποια θα είναι τα δυσκολότερα σημεία στη 12η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, ο Γερμανός τεχνοκράτης ανέφερε πρώτη την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.
Ο μεγάλος φόβος στις Βρυξέλλες για το ελληνικό χρέος, το οποίο βρίσκεται σήμερα «υπό έλεγχο» κυρίως χάρη στις τεράστιες αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, που κρατούν πολύ χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού, είναι ότι η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη στις μακροοικονομικές συνθήκες και πολύ εύκολα, με μια αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, μια νέα ύφεση ή τη χαλάρωση της δημοσιονομικής προσπάθειας, μπορεί να βρεθεί με χρέος που θα χαρακτηρίζεται «μη βιώσιμο» με βάση τα ευρωπαϊκά κριτήρια, δηλαδή οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους θα ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ ετησίως.
Ο πρώην επικεφαλής του ευρωπαϊκού τομέα του ΔΝΤ, Πόουλ Τόμσεν, που ήταν και ο «επόπτης» της Ελλάδας για μεγάλη χρονική περίοδο στη διάρκεια των μνημονίων, έχει προβλέψει ανοικτά ότι η Ελλάδα οδηγείται σε νέα αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους και σε μνημόνιο, ενώ έχει χαρακτηρίσει ως «ανοησίες» τις αναλύσεις βιωσιμότητας των Ευρωπαίων, εννοώντας ότι δεν έχουν καθαρά τεχνοκρατικό χαρακτήρα αλλά επηρεάζονται από πολιτικά κριτήρια.
Επιδείνωση λόγω πανδημίας
Πάντως, ακόμη και στις εκθέσεις της Κομισιόν, η κατάσταση με το ελληνικό χρέος φαίνεται να χειροτερεύει σοβαρά με την πανδημία. Η τελευταία πλήρης ανάλυση της Κομισιόν έγινε τον Νοέμβριο του 2020 και η ουσιαστική επικαιροποίησή της θα γίνει αυτόν τον Νοέμβριο, με τη 12 αξιολόγηση. Στην ανάλυση του περασμένου Νοεμβρίου, η Κομισιόν είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, παρά την επιδείνωση των οικονομικών και δημοσιονομικών παραμέτρων, το χρέος παραμένει βιώσιμο, καθώς έχουν βελτιωθεί πολύ οι συνθήκες χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους, μετά την παρέμβαση της ΕΚΤ (ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την πανδημία).
Όμως, ενώ στην αμέσως προηγούμενη ανάλυση υπολογιζόταν ότι οι ανάγκες χρηματοδότησης, που δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ, το 2020 θα αντιστοιχούσαν σε 7,9% του ΑΕΠ, λόγω της πανδημίας εκτινάχθηκαν πάνω από το 20%. Πάνω από το κρίσιμο όριο του 15% είχε αυξηθεί η εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών για το 2021 και το 2022, ενώ για το 2023 διαμορφώνονταν στο 12,7%, ποσοστό υπερδιπλάσιο από την προηγούμενη πρόβλεψη.
Αντίστοιχα, οι εκτιμήσεις για το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εμφανίζονται πολύ αυξημένες, με κυριότερο πρόβλημα ότι κρίσιμο έτος 2030, όταν θα λήγει η συμφωνία για την αναδιάρθρωση του χρέους που έγινε με τους Ευρωπαίους το 2018, το χρέος θα ξεπερνά το 160%, ενώ αναμενόταν να έχει μειωθεί λίγο κάτω από το 112% του ΑΕΠ. Σε αυτή τη μεγάλη απόκλιση, τη μεγαλύτερη συμβολή θα έχει η μικρότερη από το αναμενόμενο ανάπτυξη της περιόδου, αλλά και η σωρευτική επίδραση των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα είναι μικρότερα από την αρχική εκτίμηση.
Η επόμενη ανάλυση βιωσιμότητας θα είναι μια αρκετά δύσκολη άσκηση με αβέβαιο αποτέλεσμα. Άγνωστο είναι με ποιες παραδοχές για τα πλεονάσματα των επόμενων ετών θα καταρτισθεί η έκθεση, καθώς η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι θα επιδιώξει μείωση του μεσοπρόθεσμου στόχου που είχε συμφωνηθεί το 2018. Άγνωστο είναι, επίσης, ποιοι υπολογισμοί θα γίνουν για την ανάπτυξη των επόμενων ετών με την προσθήκη των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Επίσης, με ενδιαφέρον αναμένονται οι παραδοχές για τα επιτόκια δανεισμού, που σήμερα είναι εξαιρετικά χαμηλά.
Η ευρωπαϊκή «μάχη» για το Σύμφωνο Σταθερότητας
Πέρα από τις δυσκολίες της επόμενης αξιολόγησης, η κυβέρνηση παρακολουθεί με αγωνία την εξέλιξη της ευρωπαϊκής «μάχης» για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, η οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν την επόμενη άνοιξη, ώστε να υπάρχει η βάση για να καταρτίσουν οι κυβερνήσεις τα μεσοπρόθεσμα προγράμματά τους για την περίοδο από το 2023 και μετά, όταν δηλαδή θα έχει λήξει η προσωρινή αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων.
Από τη συνεδρίαση του Eurogroup τον Σεπτέμβριο έχει αρχίσει και τυπικά η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και ήδη έχουν χαραχθεί οι γραμμές της αντιπαράθεσης. Η ομάδα της λιτότητας, στην οποία περιλαμβάνονται οκτώ χώρες με επικεφαλής την Αυστρία, χωρίς προς το παρόν να συμμετέχει η Γερμανία, έχει στείλει επιστολή όπου τονίζει ότι από 2023 πρέπει να αρχίσει και πάλι η «μάχη» για τη μείωση του χρέους και να προχωρήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν επιθυμεί αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας, ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα επέτρεπε μόνο μικρές τροποποιήσεις.
Από πλευράς της Ελλάδας, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης έχει τονίσει ότι αναγκαίες οι αλλαγές στο Σύμφωνο και ιδιαίτερα στον κανόνα για το ρυθμό μείωσης του χρέους, ο οποίος ορίζει ότι οι χώρες πρέπει να μειώνουν το χρέος τους κάθε χρόνο κατά το 1/20 (5%) της υπέρβασης του ορίου 60%. Δηλαδή, για μια χώρα όπως η Ελλάδα, αυτό θα σήμαινε ότι η μείωση θα έφθανε το 7% του ΑΕΠ, καθώς το χρέος φθάνει το 200% και η διαφορά, που θα πρέπει να μειωθεί κατά 5%, είναι 140% του ΑΕΠ. Προφανώς, για την Ελλάδα, όπως και για την Ιταλία, σε μικρότερο βαθμό, τέτοια ένταση στην προσπάθεια μείωσης του χρέους θα σήμαινε ακραία και πολιτικά μη ανεκτή λιτότητα.
Τέλος, κρίσιμος παράγοντας για το βαθμό που θα «σφίξει» η οικονομική πολιτική μετά την πανδημία θα είναι και ο μεσοπρόθεσμος στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα, που θα πρέπει να συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους πριν την επόμενη άνοιξη. Η κυβέρνηση επιδιώκει ο στόχος να μειωθεί κοντά στο 1,5% του ΑΕΠ, ή και χαμηλότερα, αλλά αυτοί οι υπολογισμοί δεν γίνονται εν κενώ. Ο στόχος θα καθορισθεί σε συνάρτηση με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, γεγονός που ενισχύει ακόμη περισσότερο τη σημασία της ανάλυσης, που θα γίνει στο πλαίσιο της 12ης αξιολόγησης.