Η συνθήκη ανασφάλειας που χαρακτηρίζει το εργασιακό τοπίο διακρίνει πλέον τους νέους σε βαθμό που στιγματίζει την μέχρι τώρα πορεία τους και τις ευκαιρίες που μπορεί να έχουν στο μέλλον. Επιπλέον, η αναγκαιότητα της εργασίας καθιστά τους ίδιους ευάλωτους απέναντι σε συνθήκες εκμετάλλευσης, τις οποίες πρέπει να ανεχτούν προκειμένου να βιοποριστούν, αξιοποιώντας τις όποιες δυνατότητες ή σπουδές κατέχουν σε ένα πλαίσιο για το οποίο δεν προετοιμάστηκαν καταλλήλως και γνωρίζοντας ότι η σύνταξη τους θα εξαρτάται από ιδιώτες.
Στοιχείο αυτής της αβέβαιης κατάστασης, ιδίως με τις πρόσφατες αλλαγές στα εργασιακά και τη γενικότερη οικονομική κρίση τα τελευταία χρόνια, είναι η διαρκής υποτίμηση των τίτλων και των προσόντων των νέων. Όταν τα πανεπιστήμια παράγουν περισσότερους φοιτητές από όσες θέσεις εργασίας, κάποιοι θα αναγκαστούν να δουλέψουν αλλού.
Κάπως έτσι, χάνεται η αντιστοιχία εκπαίδευσης – εργασίας με αποτέλεσμα μερικοί να βρίσκονται σε πόστα, για τα οποία δεν πληρώνονται επαρκώς και σύμφωνα με τις δεξιότητες τους, ενώ άλλοι δουλεύουν σε θέσεις χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα ή να έχουν λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση. Τα πτυχία συνεπώς αχρηστεύονται και η εργασία γίνεται αν όχι δυσεύρετη, σίγουρα άνιση, γεγονός που καθιστά πολλούς προσωρινά απασχολούμενους.
Πέρα από αυτό, όμως, οι συμβάσεις στον εργασιακό χώρο διαρκούν λιγότερο και η μονιμοποίηση είναι εξαιρετικά δύσκολο να επέλθει οπουδήποτε. Τα πάντα μένουν αόριστα και οι νέοι μπορεί να βγαίνουν στο εξωτερικό όπου τα πράγματα είναι σχετικά πιο ευνοϊκά, αλλά η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει το μέλλον συνιστά μια ολόκληρη εμπειρία από μόνη της από την οποία είναι δύσκολο αρχικά να διαφύγει κανείς.
Κανείς δεν μπορεί να καθορίσει το μέλλον σε ένα εργασιακό περιβάλλον όπου η σύμβαση λήγει σε λίγους μήνες και ο νέος εργαζόμενος εξαρτάται από την πιθανότητα ανανέωσης της, ή όταν ο μισθός και οι όροι εργασίας αλλάζουν ανά κυβέρνηση. Οι εργαζόμενοι της νέας γενιάς είναι σχεδόν ανακυκλώσιμοι εννοώντας ότι στην παρούσα κατάσταση ακόμα και αν κάποιοι απολυθούν, υπάρχουν πάντα εφεδρικοί υπάλληλοι πρόθυμοι να δεχτούν ό, τι δε μπορούν να αλλάξουν, ακριβώς λόγω της σχέσης κυριαρχίας που αναπαράγει η κοινωνικό-οικονομική δομή του κράτους.