Ενώ διανύουμε τον αστερισμό του Κορωνοϊού και του λήθαργου ενός μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και δυσαρέσκειας των πολιτών, ήρθε μια απρόσμενη πρωτοβουλία, μιας ρηξικέλευθης πρότασης του Συνδέσμου Γουνοποιών Καστοριάς. να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της κοινωνίας των γουναράδων. Εδώ και χρόνια ακούμε για Μουσείο Γούνας αλλά Μουσείο δεν βλέπουμε. Έτσι λοιπόν σε μία δύσκολη συγκυρία κατατίθεται μια σημαντική πρόταση από τον ιστορικό φορέα των γουναράδων τον Σ.Γ.Κ., του οποίου η σημαντικότητα και η σημασία θα εκτιμηθεί και θα αποδώσει σε βάθος χρόνου. Μπορεί να είναι μία πρόταση που δεν συνδέεται άμεσα με την επιχειρηματικότητα, είναι όμως ένα έργο με στρατηγικό βάθος, του οποίου τα αποτελέσματα θα διαφανούν εφόσον ολοκληρωθεί και γίνει σωστή επικοινωνιακή διαχείριση όλου του έργου.
Είναι γεγονός ότι η ιστορία αυτού του τόπου βρίθει από ιστορικά γεγονότα, φυσικό κάλλος και προϊόντα, ιστορικά και πολιτισμικά δρώμενα κ.λπ., τα οποία εάν αξιοποιηθούν έξυπνα και ορθολογικά, μπορούν να παράγουν πλούτο και ευημερία για όλη την ευρύτερη περιοχή. Ο κλάδος της γούνας, αυτή η ζωηφόρος πηγή πλούτου δεν αξιοποιήθηκε ορθολογικά και με προοπτική βάθους, με αποτέλεσμα σήμερα να γίνεται όλο και περισσότερο επιτακτική η ανάγκη για κινήσεις στρατηγικής σημασίας.
Πριν από δέκα χρόνια περίπου δημοσιεύσαμε ένα άρθρο στον τοπικό τύπο και σε ιστοσελίδες με τίτλο: «Η διατήρηση της βιοτεχνίας και οικοτεχνίας της γούνας ως κοινωνικό και οικονομικό αντίβαρο, της βιομηχανικής τυποποίησης». Ήταν ένα άρθρο με απόψεις της Εύας Σικελιανού για την ελληνική κλωστοϋφαντουργία την περίοδο του μεσοπολέμου το οποίο κατέληγε ως εξής; «…… Αν θελήσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα από τα παραπάνω, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι, οι διατυπωμένες αυτές σκέψεις αν και έγιναν πριν 80 περίπου χρόνια παραμένουν επίκαιρες και μπορούν να εφαρμοστούν ακόμη και σήμερα, καθότι η ιστορία επαναλαμβάνεται όχι πάντα ως φαρσοκωμωδία, αλλά ως γεγονός σκληρής πραγματικότητας. Το συμπέρασμα λοιπόν που βγαίνει από τα προαναφερθέντα είναι ότι, η βιοτεχνία της γούνας και κυρίως η ΄΄ χειροτεχνία ΄΄ των κομματιαστών, μπορεί να γίνει ένας σημαντικότατος πώλος έλξης ποιοτικού τουρισμού, με το πνεύμα και το σκεπτικό της λαϊκής παράδοσης και πολιτισμού, της συζύγου του Άγγελου Σικελιανού».
Αναφέρω τα παραπάνω για να καταδείξω την σημαντικότητα κάποιων πραγμάτων που δεν τα βλέπουμε ενώ είναι μπροστά μας ή δεν τα αξιοποιούμε επειδή δεν γνωρίζουμε πως. Επομένως η κίνηση αυτή για την ίδρυση ενός Μουσείου, Ιστορικού Αρχείου ή όπως αλλιώς ονομαστεί, το οποίο θα αποσκοπεί συν τοις άλλοις στην διάσωση και διατήρηση της τεχνογνωσίας της τέχνης της γούνας, μπορεί να εξελιχθεί σε ένα τέτοιας στρατηγικής σημασίας πλεονέκτημα που θα αποδώσει σε βάθος χρόνου, ανυπολόγιστης αξίας σε οικονομικό και πολιτισμικό κεφάλαιο. Ένα τέτοιου είδους εγχείρημα θα αποτελέσει επίσης μεταξύ άλλων, πηγή έμπνευσης για κάθε ανήσυχο και ψαγμένο γουναρά να αναβιώσει και να δημιουργήσει προϊόντα που χρησιμοποιήθηκαν άλλες εποχές, καθότι γνωρίζουμε ότι η μόδα και οι συνήθειες επανέρχονται, νοσταλγώνται και επανασχεδιάζονται.
Πέραν όμως των παραπάνω πλεονεκτημάτων ένα τέτοιο εγχείρημα θα βοηθήσει να αναδείξει την προσφορά των γουναράδων της Δυτικής Μακεδονίας στην ανακύκλωση (επεξεργασία χορδά), την ευεργεσία, τον πατριωτισμό, και την κοινωνική ευθύνη που καλλιέργησαν στο διάβα των αιώνων. Θα είναι μια προσπάθεια που θα βοηθήσει να κατανοήσει το ευρύ κοινό ότι οι γουναράδες, δεν βλάπτουν αλλά απεναντίας στηρίζουν και βοηθούν στην ανάπτυξη της οικολογικής συνείδησης.
Λίγα λόγια για τον όρο «Μουσείο» (όπως αναφέρεται στο διαδίκτυο)
Καταρχάς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι αν και ο όρος υπάρχει από την αρχαιότητα, όταν σήμαινε ιερός χώρος αφιερωμένος στη λατρεία των Μουσών, σε κάθε εποχή λαμβάνει μία διαφορετική σημασία ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες Κατά την ελληνιστική εποχή, το Μουσείο είχε την έννοια του ερευνητικού ινστιτούτου, ενώ κατά τη ρωμαϊκή, του χώρου όπου διεξάγονταν φιλοσοφικές συζητήσεις. Στην Αναγέννηση ο όρος αναφερόταν σε συγκεκριμένη συλλογή, ενώ στο Διαφωτισμό είχε πολλές σημασίες, όπως εγκυκλοπαιδική συλλογή, ιδιωτικός χώρος μελέτης και δημοσιευμένος κατάλογος περιγραφής μίας συλλογής. Στα μέσα του 18ου αιώνα Μουσείο ονομαζόταν το κτίριο που προοριζόταν για τη φύλαξη ιδιωτικών συλλογών, ενώ κατά τον 19ο αιώνα, ο χαρακτήρας του έγινε σιγά– σιγά δημόσιος, με αποκορύφωμα το να αποτελέσει ένα δημόσιο ίδρυμα ανοιχτό στο ευρύ κοινό και από το β’ μισό του 20ου αιώνα να είναι ένα πολυδιάστατο πολιτιστικό κέντρο και ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας.
Σήμερα έχουν δοθεί διάφοροι σύγχρονοι ορισμοί για τη σημασία του Μουσείου. Ένας από τους πληρέστερους και τους πιο διαδεδομένους ορισμούς είναι αυτός που έχει δοθεί από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων το 1987. Σύμφωνα με το ορισμό αυτό, το Μουσείο είναι ένα ίδρυμα μόνιμο και μη κερδοσκοπικό, το οποίο βρίσκεται στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της και είναι ανοιχτό στο κοινό. Το Μουσείο αποκτά, συντηρεί, μελετά, γνωστοποιεί και εκθέτει τις υλικές μαρτυρίες του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του, με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία.
Από τα παραπάνω βλέπουμε ότι η λέξη, ο όρος ή ο ορισμός του ΜΟΥΣΕΙΟΥ, έχει μια δυναμική και αλλάζει ανάλογα με τις εποχές και την εξέλιξη της κοινωνίας. Το μουσείο λοιπόν εξελίσσεται, έτσι διαβάζουμε ότι, το πιο γνωστό Μουσείο στην αρχαιότητα ήταν του Πτολεμαίου Σωτήρα στην Αλεξάνδρεια τον 3ο αιώνα π.Χ.. Στη ρωμαϊκή περίοδο το Μουσείο αναφέρεται κυρίως σε χώρο για φιλοσοφικές συζητήσεις. Στην Αναγέννηση εμφανίζονται οι απαρχές του σύγχρονου μουσείου. Ο όρος μουσείου χρησιμοποιείται στη Φλωρεντία τον 15ο αιώνα. Το 16ο και 17ο αιώνα στην Ευρώπη αναπτύσσονται οι προθήκες αντικειμένων. Κατά το 18ο αιώνα έχουμε την εξάπλωση των επιστημονικών μεθόδων για την ταξινόμηση και μελέτη των συλλογών, το 19ο δημιουργούνται μουσεία λαογραφίας, εθνογραφίας και τοπικής ιστορίας. Στις μέρες μας το μουσείο δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τρόπο παρουσίασης και ερμηνείας, αναγνωρίζοντας ότι η επικοινωνία είναι μία από τις πιο σημαντικές λειτουργίες του.
Η εξέλιξη των μουσείων στην Ελλάδα ξεκινά με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και είναι συνδεδεμένη με την προστασία των αρχαιοτήτων. Το πρώτο μουσείο ήταν το Εθνικό Μουσείο της Αίγινας το 1829. Στα τέλη του 19ου αιώνα αναγνωρίζεται ο ρόλος της βυζαντινής, υστεροβυζαντινής και νεότερης περιόδου, ως το ενδιάμεσο διάστημα που συνδέει ιστορικά και πολιτιστικά την αρχαιότητα με τη σύγχρονη Ελλάδα. Τον 20ο αιώνα έχουμε μεγάλη άνθηση σε αρχαιολογικά μουσεία, λαογραφικά, μουσεία ιστορικού ενδιαφέροντος, ναυτικά και σε Βυζαντινά. Ιδιαίτερη άνθηση τις τελευταίες δεκαετίες γνωρίζουν τα μουσεία έργων νεότερης τέχνης και το άνοιγμα των ελληνικών μουσείων προς το κοινό παίρνει κυρίως τη μορφή εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Επομένως καιρός είναι τον 21ο αιώνα να υπάρξει στην Καστοριά μια άλλη παγκόσμια μοναδικότητα που θα ακούει στο όνομα ΜΟΥΣΕΙΟ της ΤΕΧΝΗΣ της ΓΟΥΝΑΣ, και θα έχει υλοποιηθεί, από το ιστορικότερο σωματείο της περιοχής τον Σύνδεσμο Γουνοποιών Καστοριάς ΄΄ Προφήτης Ηλίας ΄΄ του οποίου η ιστορία μπορεί νομικά να ξεκινά από το 1915, ιστορικά όμως είναι πολύ ποιο παλιά αφού υπήρχε συντεχνία των γουναράδων, ήδη από τον 19ο αιώνα στην Καστοριά όπως μας πληροφορούν διάφορες ιστορικές πηγές.
Σίγουρα ένα Ιστορικό Μουσείο θα έπρεπε να στεγάζεται σε ένα αρχοντικό και κατά προτίμηση στην περιοχή Ντολτσό εκεί που απέμεινε και αναπνέει ο ιστορικός και πολιτισμικός πνεύμονας της πόλης. Προκειμένου όμως ένα τέτοιο Μουσείο να μην έχει την τύχη του αρχαιολογικού Μουσείου που όχι μόνο δεν βρίσκεται στην παλαιά πόλη της Καστοριάς, αλλά σε άλλο Δήμο, ας ευχηθούμε ότι το εν λόγω εγχείρημα θα καλύψει τις ανάγκες και τις προσδοκίες όλων εκείνων που ανησυχούν μεν έστω και ετεροχρονισμένα.
Πέραν αυτών όμως η άποψη των οραματιστών αυτού του έργου είναι ότι, επειδή ένα Μουσείο που θα αναφέρεται στην Τέχνης της Γούνας, θα αποτελεί ένα εμβληματικό έργο ιστορικής σημασίας, μοναδικό σε όλο τον κόσμο, που θα γίνει στον τόπο που η γούνα και η ιστορία της έρχεται από πολύ μακριά, χρειάζεται ένα σύγχρονο χώρο όπως γίνεται και σε άλλα Μουσεία, π.χ. της Ακρόπολης κ.λπ. Δεν μπορεί ένα σύγχρονο θεματικά Μουσείο, μεταξύ άλλων εκπαιδευτικό και διαδραστικό, το οποίο θα αξιοποιεί όλα τα σύγχρονα εργαλεία της τεχνολογίας και ψηφιακής καινοτομίας να μην βρίσκεται σε ένα χώρο σύγχρονο και λειτουργικό.
Η γούνα είναι βιομηχανικό προϊόν, το οποίο εξελίσσεται. Άρα χρειάζεται ένα σύγχρονο χώρο, στον οποίο θα διαμορφώνεται και θα εξελίσσεται η παρουσίαση και τα εκθέματα, ανάλογα με τις συνθήκες και τις απαιτήσεις των καιρών.
ΣΥΝΟΨΗ.
Σίγουρα για το εγχείρημα αυτό θα υπάρξουν αντίθετες γνώμες, κριτικές και επικριτικές, ίσως ακόμη εμπάθεια και σκοπιμότητα. Όλα αυτά είναι θεμιτά και αυτονόητα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αρκεί ο φωνές αυτές να είναι καλοπροαίρετες, αμόλυντες άφθορες άχραντες (κατά τη ρήση του Ευαγγελίου) και να είναι ή ήταν, εξίσου ηχηρές και ακριβοδίκαιες και στις περιπτώσεις όπως:
- Του πνευματικού κέντρου που ακόμη δεν υπάρχει.
- Της φιλαρμονικής που δεν έχει δικό της χώρο.
- Της βιβλιοθήκης που δεν στεγάζεται σε ένα αρχοντικό ή νεοκλασικό κτίριο και δεν είναι ψηφιοποιημένη.
- Της οικίας του λόγιου μας Αθανάσιου Χριστόπουλου που καταρρέει.
- Της καθαριότητας στην βιτρίνα της πόλης και της λίμνης.
- Στην κατάρρευση των αρχοντικών και νεοκλασικών κτιρίων.
- Στο ότι το αρχαιολογικό μουσείο δεν βρήκαμε χώρο να το στεγάσουμε στην Καστοριά.
- Της κατάρρευσης των κληροδοτημάτων του Δήμου.
- Και σε ένα σωρό άλλων βασικών και στρατηγικής σημασίας παραλήψεων ων ουκ έστιν αριθμός, ζωτικής σημασίας, για την αναζωογόνηση και ευημερία της περιοχής μας.
Εν κατακλείδι ευχόμαστε ο Σ. Γ. Καστοριάς (Διοίκηση, Εργαζόμενοι και Συνεργάτες) να υλοποιήσουν σύντομα το έργο αυτό, να το διαχειριστούν και να το επικοινωνήσουν με τον κατάλληλο τεχνοκρατικό τρόπο, ώστε να πετύχει στον στρατηγικό του στόχο, ο οποίος πιστεύουμε ότι θα προσφέρει στο κλάδο ένα σημαντικό πλεονέκτημα καίριας σημασίας, για την ευημερία της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας.
*Οικονομολόγος, Δρ. του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Τέως Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Δυτ. Μακεδονίας και νυν Πανεπιστημίου, με συγγραφικό έργο και αρθρογραφία σχετικά με τον κλάδο της γούνας, την τοπική ιστορία, ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά, και όχι μόνο.