Θέμα ανισοτήτων σε μία περίοδο που δεν έχει δοθεί σε όλους τους πολίτες η δυνατότητα να εμβολιασθούν, αποτελεί η στρατηγική των προνομίων, που ήδη υφαίνεται και συζητείται τις τελευταίες ημέρες, δηλώνει η καθηγήτρια Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθηνά Λινού.
Μιλώντας στο CNN Greece, η κ. Λινού υποστηρίζει ότι δεν έχουν δοθεί ίσες ευκαιρίες για εμβολιασμό κατά της COVID-19 σε όλους τους πολίτες για να μπορούμε να μιλάμε για πολιτική προνομίων.
Προσθέτει δε ότι η ίδια προτιμά να μιλά για κίνητρα και όχι για προνόμια. Η λέξη προνόμια άλλωστε, σε μια ευνομούμενη Πολιτεία, κρύβει μία έννοια ανισότητας και έλλειψης δικαιοσύνης, αναφέρει, σημειώνοντας, όταν δεν έχει δοθεί σε κάποιον πολίτη η ευκαιρία να εμβολιαστεί, είναι σαν να τιμωρείται και από πάνω.
Μεταξύ λοιπόν αυτών των κινήτρων και εφόσον δοθεί η δυνατότητα σε όλους να εμβολιαστούν, θα μπορούσαν να είναι κάποια μέτρα που σχετίζονται με τα ταξίδια, όπως να μην πραγματοποιούν, για παράδειγμα, οι εμβολιασμένοι self test όταν πρόκειται να ταξιδέψουν.
Ένα άλλο κίνητρο για τους εμβολιασμένους που θα μπορούσε επίσης να δοθεί, σύμφωνα με την κ. Λινού, είναι οικονομικό ή ακόμη και τιμητικό, όπως μία κονκάρδα, όπως συμβαίνει και στις ΗΠΑ, με τη λογική ότι συμβάλλουμε όλοι μαζί στον έλεγχο της πανδημίας.
Ένα άλλο ζήτημα το οποίο πρέπει να μας απασχολήσει, επισημαίνει η συνομιλήτριά μας, είναι η διαχείριση των προσφύγων, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη νόμιμα χαρτιά και οι οποίοι απαραιτήτως πρέπει και αυτοί να εμβολιαστούν.
Σε μία περίοδο που οι εμβολιασμοί, εμφανίζουν ένα μικρό φρενάρισμα σε μία συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα και την ώρα που κανονικά πρέπει να κινητοποιηθούμε ακόμη περισσότερο, προκειμένου να κτίσουμε το περίφημο τείχος ανοσίας, η καθηγήτρια Λινού υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να σκεφθούμε και άλλες τεχνικές επικοινωνίας, προκειμένου να προσελκύσουμε τους πολίτες.
Να θυμίσουμε, όπως τόνισε στην ενημέρωση της Παρασκευής ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ Γκίκας Μαγιορκίνης, το ορόσημο για το τείχος ανοσίας στην Ελλάδα, είναι η εμβολιαστική κάλυψη να αγγίξει το 60% σε όλες τις ηλικίες, εκτός από τα παιδιά. Τότε μόνο, θα αρχίσουμε να είμαστε προστατευμένοι.
«Να μην οδηγηθούμε σε διχασμό» για τους εμβολιασμούς
Σχολιάζοντας τη διστακτικότητα κάποιων ηλικιακών ομάδων ή συγκεκριμένων επαγγελματιών, η κ. Λινού, επαναλαμβάνει ότι απαιτείται αφενός στοχευμένη ενημέρωση, αφετέρου εκπαίδευση. Όπως ειδική εκπαίδευση απαιτείται και για τους υγειονομικούς, για να μην πάμε στην αντίπερα όχθη, όπου κάποιοι θα μιλούν για διχασμό, σημειώνει.
Μάλιστα στην συνέχεια η καθηγήτρια Λινού αναφέρεται και σε μία μελέτη που υλοποιήθηκε στην Ευρώπη σε 5.500 λειτουργούς υγείας, στη διάρκεια της πανδημίας της γρίπης, το 2009. Παρά το γεγονός, ότι η πλειοψηφία πίστευε στην αξία των εμβολίων σε ποσοστό μάλιστα πάνω από 75%, επειδή η πολιτική ήταν θεσμοθετημένη και αφορούσε στο να έχει κάνει κάποιος συγκεκριμένα εμβόλια, τελικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Επομένως, χρειάζονται και άλλες τεχνικές επικοινωνίας προσθέτει.
Απευθύνει έκκληση ακόμη να κερδίσουμε έδαφος στη μάχη της «Ελευθερίας» και της «Γαλάζιας Ελευθερίας» και όσα εμβόλια έχουμε να διατεθούν άμεσα σε αυτούς που θέλουν να εμβολιαστούν. Το θέμα του εμβολιασμού, είναι διοικητικό – επιχειρησιακό και πρακτικό σημειώνει.
Ερωτηθείσα εάν πιστεύει και η ίδια ότι δεν θα αποφύγουμε ένα νέο πανδημικό κύμα όπως εκτιμούν πολλοί συνάδελφοί της, η ίδια απαντά:
«Δεν ξέρω αν θα έχουμε τέταρτο πανδημικό κύμα, μπορεί και να μην φτάσει τελικά στην πόρτα μας εάν μας βρει προστατευμένους και εμβολιασμένους σε μεγάλο βαθμό».
Αυξήθηκε η φτώχεια, το στρες και η παχυσαρκία
Για τη μετά-COVID εποχή δηλώνει αισιόδοξη όσον αφορά την καταπολέμηση της πανδημίας, όμως φοβάται για τις επιπτώσεις της.
«Θα τα καταφέρουμε. Θα σας έλεγα ότι περισσότερο ανησυχώ γι’αυτό που έρχεται μετά την πανδημία, όπως φτώχεια, ανεργία, οικονομικό στρες, ψυχικά προβλήματα και ένα τσουνάμι νοσηρότητας. Επίσης να σημειώσουμε, όλο αυτό το διάστημα της υγειονομικής κρίσης και του εγκλεισμού, ότι αυξήθηκαν οι παράγοντες κινδύνου, όπως παχυσαρκία, κάπνισμα, στρες, η κατανάλωση ουσιών, ενώ αυξήθηκε σημαντικά η φτώχεια και η απομόνωση».
Καταλήγοντας εκτιμά ότι η φτώχεια και η απομόνωση θα αποτελέσει παράγοντα στρες στους νέους και είναι μία παράμετρος την οποία μετράμε και θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα το επόμενο διάστημα.