Οι νεότεροι ενήλικες στις ΗΠΑ παραμένουν εκείνοι που είναι λιγότερο πιθανό να εμβολιαστούν κατά του νέου κορωνοϊού, ενώ τα εβδομαδιαία ποσοστά εμβολιασμού τους μειώνονται, σύμφωνα με ομοσπονδιακή έρευνα που δόθηκε στη δημοσιότητα τη Δευτέρα.
Το κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών των ΗΠΑ ανέλυσε τα ποσοστά εμβολιασμού των ενηλίκων με βάση την ηλικία από τις 22 Μαΐου, και διαπίστωσε ότι το 80% των ενηλίκων άνω των 65 ετών είχε ανοσοποιηθεί, ενώ στις ηλικίες 18 – 29 ετών το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 38,3%.
Το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν μια δόση εμβολίου σε εβδομαδιαία βάση, υποχώρησε αφότου τα σκευάσματα κατά της Covid-19 έγιναν διαθέσιμα για όλους τους ενήλικες τον Απρίλιο, και έκτοτε συνεχίζει να μειώνεται. Από τις 19 Απριλίου έως τις 22 Μαΐου, το ποσοστό των ατόμων 18 – 29 ετών που εμβολιάστηκαν έπεσε από 3,6% την εβδομάδα σε 1,9% την εβδομάδα. Αντίστοιχα, για τους 30 – 48 ετών, το ποσοστό αυτό έπεσε από 3,5% σε 1,7%.
Σύμφωνα με το CDC, εάν οι ρυθμοί εμβολιασμού παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα μέχρι τον Αύγουστο, «η εμβολιαστική κάλυψη στους νέους ενήλικες δεν θα φτάσει τα επίπεδα κάλυψης των ενηλίκων μεγαλύτερης ηλικίας».
«Με τον τρόπο που έχει παρουσιαστεί η πανδημία, αυτό που στην ουσία ακούμε από την αρχή, είναι ότι αν είσαι μεγαλύτερος, είναι πιο πιθανόν να αντιμετωπίσεις σοβαρές συνέπειες λόγω της Covid», αναφέρει ο Ρουπάλι Τζ. Λιμάγιε, ερευνητής του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, ο οποίος μελετά τη χρήση των εμβολίων.
«Πιστεύω πως πολλοί νέοι άνθρωποι σκέφτονταν “Είναι εντάξει άμα κολλήσω. Θα καταφέρω να επιβιώσω”», προσθέτει.
Επιπλέον, ομοσπονδιακοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι, από όλες τις ηλικιακές ομάδες, εκείνοι που ζουν σε περιοχές με υψηλότερα ποσοστά φτώχειας, ανασφάλιστων κατοίκων καθώς και έλλειψης πρόσβασης στο διαδίκτυο, είναι λιγότερο πιθανό να εμβολιαστούν.
Επιπλέον, σε μια ξεχωριστή μελέτη, το CDC βρήκε ότι τα άτομα ηλικίας 18- 39 ετών είναι λιγότερο πιθανό να θεωρήσουν ως αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης τις θρησκευτικές οργανώσεις, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους εργοδότες τους. Οι πιο αξιόπιστες πηγές: το CDC και οι πάροχοι πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
Οι ερευνητές συμπεριέλαβαν στη μελέτη, άτομα κάτω των 40 ετών και τους έκαναν ερωτήσεις σχετικά με την πρόθεσή τους να εμβολιαστούν κατά της Covid. Περίπου οι μισοί από τους 2.726 συμμετέχοντες, δήλωσαν ότι δεν ήταν σίγουροι ή ότι δεν σχεδίαζαν να εμβολιαστούν, ενώ οι 18 – 24 ετών ήταν εκείνοι που ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν εμβολιαστεί και περισσότερο πιθανό να είναι αβέβαιοι για το αν επιθυμούν να εμβολιαστούν.
Η εν λόγω μελέτη, η οποία διεξήχθη από τον Μάρτιο έως τον Μάιο, συμπέρανε ότι το μορφωτικό επίπεδο, το εισόδημα και η γεωγραφική περιοχή συνδέονται με τη δεκτικότητα απέναντι στα εμβόλια καθώς και την πρόθεση κάποιου να εμβολιαστεί.
Ειδικότερα, τα άτομα που έχουν τουλάχιστον ένα πτυχίο πανεπιστημίου, προέρχονται από οικογένειες με υψηλότερο εισόδημα και κατοικούν σε μητροπολιτικές περιοχές, ήταν πιο πιθανό να κάνουν το εμβόλιο.
Μεταξύ των ενηλίκων κάτω των 40 ετών, όσοι μαύροι είχαν χαμηλότερο εισόδημα, χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, ήταν ανασφάλιστοι και κατοικούσανν εκτός μητροπολιτικών περιοχών, είχαν τα μικρότερα ποσοστά εμβολιασμού και ήταν λιγότερο πιθανό να σχεδιάζουν να εμβολιαστούν, σύμφωνα με την έκθεση.
Σημειώνεται ότι πάνω από το 40% των ιθαγενών Αμερικανών, των Λατίνων και των Αφροαμερικανών που δήλωσαν ότι είναι διστακτικοί σε ό,τι αφορά τον εμβολιασμό τους, έχουν πέσει θύματα διακρίσεων από το σύστημα υγείας.