Αυξημένο το ενδιαφέρον για ηλεκτρικά αυτοκίνητα, αλλά τα 2/3 των αιτήσεων στο πρόγραμμα «Κινούμαι ηλεκτρικά» αφορούν σε ηλεκτρικά ποδήλατα και δίκυκλα. Για παραμένουν οικονομικά ασύμφορα τα ηλεκτρικά ΙΧ.
Με ρυθμούς… χελώνας τρέχει το πρόγραμμα «Κινούμαι Ηλεκτρικά», ειδικά για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, παρά τα 100 εκατ. που δημιούργησε το περασμένο καλοκαίρι ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης.
Στους μήνες που είναι ανοιχτές οι αιτήσεις, οι πολίτες έχουν εκδηλώσει σε συντριπτικό ποσοστό το ενδιαφέρον τους για ηλεκτρικά ποδήλατα, αφήνοντας «στον πάγο», τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ιδιωτικά ή επαγγελματικά, καθώς η επιδότηση είναι πολύ χαμηλή και δεν καθιστά συμφέρουσα την αγορά ενός ηλεκτρικού αυτοκινήτου που, όπως έχει υπολογιστεί, θα χρειαστεί να περάσουν 10 χρόνια για να καλύψει το υψηλό κόστος απόκτησης από την εξοικονόμηση καυσίμων.
Τα στοιχεία του 2020 δείχνουν ότι τα ηλεκτρικά και υβριδικά αυτοκίνητα γίνονται όλο και πιο ελκυστικά στους καταναλωτές σε Ευρώπη και σε Ελλάδα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση την περασμένη χρονιά τα ηλεκτρικά οχήματα αντιπροσώπευαν το 3% όλων των νέων ταξινομήσεων αυτοκινήτων σημειώνοντας σημαντική αύξηση από το 0,5% του 2019.
Στην Ελλάδα υπάρχει επίσης αρκετά έντονη κινητικότητα. Σύμφωνα με τον υφυπουργό Υποδομών και Μεταφορών κ. Γιάννη Κεφαλογιάννη, το Μητρώο του υπουργείου περιλαμβάνει 3.399 αμιγώς ηλεκτροκίνητα οχήματα, ενώ μέσα στους πρώτους μήνες του 2021 έχουν ταξινομηθεί περισσότερα οχήματα απ’ ότι στο σύνολο του 2020. Πέρυσι ταξινομήθηκαν 1.133 αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα και φέτος, μέσα σε πέντε μήνες και τις πρώτες δύο ημέρες του Ιουνίου, ταξινομήθηκαν 1.150 οχήματα. Συγκεκριμένα, 875 επιβατικά αυτοκίνητα, 202 δίκυκλα, 31 τρίκυκλα επιβατικά, 11 τρίκυκλα φορτηγά και 31 φορτηγά.
Με βάση τα πρωτογενή στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και την επεξεργασία του ΣΕΑΑ οι ταξινομήσεις καινούργιων οχημάτων τον περασμένο μήνα και από την αρχή του έτους έχουν ως εξής:
Ωστόσο, παρά την παρατηρούμενη αύξηση του ενδιαφέροντος, το «Κινούμαι Ηλεκτρικά» δε φαίνεται να έχει πείσει τους πολίτες. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει 13.944 αιτήσεις συνολικά με τις τελικές υπαγωγές στο πρόγραμμα να φτάνουν τις 9.667. Πρέπει όμως να σημειωθεί ό,τι πάνω από τα δύο τρίτα αφορούν σε ηλεκτρικά ποδήλατα και δίκυκλα. Πολύ αργά φαίνεται να κινούνται και οι εκταμιεύσεις που μέχρι στιγμής φαίνεται ότι δεν έχουν φτάσει συνολικά ούτε το ένα εκατομμύριο ευρώ για λιγότερα από 1.000 οχήματα στο σύνολο.
Σε μία προσπάθεια τόνωσης του προγράμματος, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας ανακοίνωσε πρόσφατα ότι ανοίγει έναν νέο κύκλο ωφελούμενων. Το συνολικό ύψος του νέου προγράμματος ανέρχεται σε 40 εκατ. ευρώ και αφορά σε επιδότηση ύψους 20.000 ευρώ για την αντικατάσταση έως και 2.000 ταξί. Μαζί με την απόσυρση (2.500 ευρώ) το συνολικό όφελος μπορεί να ανέλθει σε 22.500 ευρώ, δηλαδή διπλάσιο ποσό επιδότησης από αυτή που υπάρχει έως σήμερα, καθώς όπως φαίνεται από τα στοιχεία των υπαγωγών, τα ταξί ειδικά δεν έχουν «τρέξει» καθόλου. Παράλληλα το ΥΠΕΝ προωθεί και την ανάπτυξη ενός εθνικού δικτύου φόρτισης, με τη χωροθέτηση από τους μεγάλους δήμους της χώρας 10.000 δημόσιων σταθμών φόρτισης.
Τί πήγε «στραβά»
Είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι οι πολίτες δεν φαίνεται να έχουν πειστεί από την επιδότηση που δίνει το ΥΠΕΝ για την αγορά ηλεκτρικού οχήματος. Όπως έγραφε το Business Daily, σε σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο διπλωματικής εργασίας, η οποία εκπονήθηκε στο Εργαστήριο Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ) του Ε.Μ.Π. προέκυψε ότι η αγορά ενός αμιγώς ηλεκτρικού οχήματος του segment A και Β -μικρά και μεσαία αυτοκίνητα πόλης, τα οποία είναι αυτά που βρίσκονται σε υψηλή ζήτηση τα τελευταία χρόνια- απαιτεί πάνω από 10 χρόνια για την απόσβεση της πρόσθετης τιμής του συγκριτικά με ένα αντίστοιχο βενζινοκίνητο, ακόμα και με την κρατική επιδότηση.
Η εκτίμηση αυτή έχει γίνει με ετήσια χιλιόμετρα μετακίνησης στα 15000 km και τιμές καυσίμου στα 1,58€/L. Συνεπώς οι δύο από τις τρεις κατηγορίες οχημάτων που σημειώνουν και τις υψηλότερες πωλήσεις στη χώρα, δεν φαίνεται να ενισχύονται ουσιαστικά στη βάση της λιανικής τιμής τους. Μάλιστα, «απαιτείται» από τον δυνητικό Έλληνα αγοραστή να καταβάλει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, επενδύοντας σε ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο του οποίου τα οικονομικά οφέλη θα μπορέσει να διαπιστώσει μετά το πέρας μιας δεκαετίας τουλάχιστον. Ενδεικτικά, ένα αμιγώς ηλεκτρικό όχημα του segment B απαιτεί περίπου 14 έτη για την εξίσωση της τιμής χρήσης και κτήσης με το αντίστοιχο βενζινοκίνητο.
Αντιθέτως, τα BEV του segment C φαίνεται να βρίσκονται σε πιο ευνοϊκή θέση σε σχέση με αυτά των segment A και Β, με την υποστήριξη της επιδότησης. Από την ανάλυση προκύπτει ότι ένα αμιγώς ηλεκτρικό όχημα κατηγορίας C μπορεί να αποσβέσει την πρόσθετη αξία του σε σχέση με το αντίστοιχο βενζινοκίνητο σε 3 μόλις χρόνια. Συνεπώς ένα ηλεκτρικό όχημα segment C αποτελεί μία δελεαστική πρόταση για έναν υποψήφιο αγοραστή νέου αυτοκινήτου, εφόσον είναι ήδη διατεθειμένος να πληρώσει ένα αυξημένο αντίτιμο.