Κάθε εποχή έχει τις χαρές της, απλές , ανθρώπινες, που σε ώρες Πάσχα φέρνουνε χαρά, ιδίως στα μικρά παιδιά.
Λίγο πριν τον Οκτώβριο του 1940, 81 δηλαδή χρόνια πριν, σαν έφθανε η Πασχαλιά , άνθιζαν τα πρώτα ανοιξιάτικα λουλούδια και τα μικρά παιδιά είχαν την πιο τρανή χαρά, την μπέτσκα τους, απού την βοσκούσαν όπου φύτρωνε τ΄ άγριο και το φρέσκο χορτάρι. Εκείνα τα χρόνια η Καστοριά εξακολουθούσε να είναι μια πόλη με πολλούς ξενιτεμένους και με τον εβραϊκό της πληθυσμό.
Ο Μικρός Τσιόλης μόλις ήρθεν ου μπάμπας του απού του Παρίσι, καρτερούσεν πότε θα πάνουν στου μαντρί του συμπέθερού τους στην Κλαντόραπη, να πάρουν τη μπέτσκα της χρονιάς. Το οκτάχρονο αγόρι δεν συγκινήθηκε ντιπ γιε ντιπ από το παριζιάνικο κουστουμάκι, τα καινούργια παπούτσια, που τον έφερνε, μόνε έκαμνε υπομονή έως ότου έρθει η ώρα να τον πει εκείνος … πότε.
Πήραν του μουτόρι του Νανά για να φτάκουν ως του Μαύρουβο. Του μαντρί ήταν ανάμεσα στα δύο χωριά κι έκαμναν καμμιά ώρα να βρούνε τον τσιουμπάνη.
Ου μπάμπας πλέρουσεν γιε του ζωντανό και πήρανε το μικρούτσκο αρνί, φεύγοντας με το επόμενο δρομολόγιο και του μοτόρι του Νανά, που πηγαινοέρχονταν τακτικότερα λόγω των ημερών και τον ερχομό του Πάσχα. ΄Εφτακαν στ΄ απόζαρι και ύσταρνα με τα πουδάρια πάλε να γυρνούν στο σπιτικό τους, που ήταν σιμά με το κονάκι του Εκρέμ Φασλή Μπέη και της αδαρφής του Καημέτ, τελευταίων τουρκαλβανών της Καστοριάς. Ο κήπος του κυρ Νάσιου ήταν τρανός, γιουμάτος χουρτάρι και η μπέτσκα βρήκεν χασούλι άφθονο για να βοσκήσει…
Η κυρά Νούλα του τοίμασεν ένα ωραίο πλεχτό κορδόνι, του έδεσε απαλά γύρω απ΄του λαιμό του και με λίγη μπογιά κόκκινη, του κοκκίνησε στουν σβέρκο. ΄Ετσι ου Τσιόλης κάθε μέρα είχε την αποστολή να παίρνει τ΄ αρνί του και να τραβάει προς τον ΄Αη Σωτήρα να σκαρφαλώνει λίγο πιο ψηλά, μαζί μ΄ άλλα γειτονόπουλα που έκαμναν τα ίδια με τις μπέτσκες τους. Κατά του Λαζάρου ο μπόμπιρας της παρέας ο Λιούκας, τρανύτερος απ΄ όλους είπεν στα παιδιά της γειτονιάς του… «ημείς χαιρουμέστε τώρα, αμά σαν κουσιέψει του Πάσχα θα μας τα σφάξουν…» ΄Επεσε βαριά σιωπή τότε ανάμεσά τους… ΄Ηξεραν τι θα επακολουθούσε…
Πολλά ήταν τα παιδιά, τότε που έβαναν ζόρι στους δικούς τους ν΄ αφήκουν τη μπέτσκα τους ζωντανή… ΄Αλλα τα κατάφερναν κι άλλα περνούσαν την εβδομάδα των παθών με πολύ στενοχώρια. Το πολύ πολύ κάποιοι τα έταζαν να τ΄ αφήκουν ως τη μέρα της γιορτής των Αγίων Αποστόλων… οπότε ο Τσιόλης δέχτηκε τη λύση αυτή και χαρούμενος συνέχισε να παίρνει την μπέτσκα του… και να συναντά την παιδική συντροφιά… τραγουδώντας τα τραγούδια των ημερών…
«΄Ηρθεν ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια,
ήρθεν και η μάνα του η χουχλουβάγια»
«το Λάζαρη το Λάζαρη τ΄ αυγό στο καλαθάκι»
Σ΄ αυτά τα «κάλαντα» των ημερών τα κορίτσια «οι λαζαρίνες» ήταν πιο κατάλληλα και από πόρτα σε πόρτα της γειτονιάς και με τα καλαθάκια τους μαζεύανε τα φρέσκα αυγά απ΄τις νοικοκυρές και τα κοτέτσια τους.
Η μικρή Θεοδότα- Ντουτούλα χαϊδευτικά- βγήκε μαζί με τις αξαδέρφες της Γαλάτεια και Θάλεια για να μαζέψουν τ΄ αυγά τη μέρα της Ανάστασης του Λαζάρου. Γεμάτα χαρά ντυμένα με ρούχα γιορτινά συνέχιζαν το τραγούδι από σπίτι σε σπίτι…
«ξύπνα Λάζαρε και μη κοιμάσαι
ήρθε η μάνα σου από την πόλη
σούφερε χαρτί και κομπολόϊ…»
Κι έφθανε πια η ώρα όλα να γυρίσουνε σπίτι με τα καλαθάκια τους με τ΄ αυγά και με κουτσουλιά μερικά, φρέσκα φρέσκα απ΄ τις κότες που κακάριζαν διαρκώς…
Σαν η Ντουτούλα σέφκεν στου σπίτι είδε την γιαγιά της και την άλλη νιάνια της γειτονιάς τους να λεν… και να λεν…σκεφτικές…πήρε τ΄ αυτί της απ΄ αυτά απού ήλεγαν και τα βάστηξε στο μνελό της χωρίς να πολυκαταλαβαίνει… πως ο Λάζαρος αφ΄ ότου αναστήθηκε… δεν ήλεγεν και πουλλά πουλλά στους γύρω του. ΄Ηταν σιωπηλός, ήταν αμίλητος και μια φορά απού βρέθκεν στου παζάρι, είδανε έναν νεαρό κλέφτη να βαστάει μια στάμνα , να τον κυνηγάνε οι άνθρωποι που πουλούσανε κανάτια, πήλινα,… τότε ο Λάζαρος ψυθίρισε στον φίλο του… «Κοίτα το ένα χώμα κλέβει τ΄ άλλο χώμα…»
Αυτά είπαν οι μπάμπες την ώρα που η μικρή Ντουτούλα συνέχιζε να τραγουδάει «ξύπνα Λάζαρε και μη κοιμάσαι»
Την άλλη μέρα των Βαγιών , η εκκλησία στο μαχαλά τους ήταν καταστόλιστη μέσα κι έξω. Η Ντουτούλα με τον μπαμπά της , την μητέρα της, τ΄αδερφάκια της τα δίδυμα, την γιαγιά και τον παππού που μόλις στέκονταν στα πόδια τους, πάϊσαν στην εκκλησιά, δύο βήματα από το σπιτικό τους. Τι κόσμος!… τι ξενιτεμένοι ήταν εκεί!… ΄Άλλοι από τη Νέα Υόρκη άλλοι από τα Παρίσια, τα Λονδίνα, τη Δρέσδη, τη Λειψία…
΄Όταν βγήκεν ου δίσκος γιόμισεν δουλάρια, μάρκα, φράγκα, ανάλογα όπου δούλευάνε οι Καστοριανοί μετανάστες… Οι παλιότεροι γύριζαν γιε την Ανάσταση και απού του Σιάμι (Δαμασκό) και του Μίσιρι (Αίγυπτο)…
Κι έτσι απού ήταν όλοι μαζί με τα φράγκικα φουρεμένοι έδειχναν από μακρά ότι ήρθαν απού τα ξένα…
Αυτά γένουνταν ικείνα τα χρόνια στου Κάστρο μα οι άνθρωποι γιόρταζάνε με τους δικούς τους, απού γυρίζανε απού τις ξενιτειές κι έβρισκάνε ου ένας τουν άλλον. Τα σπίτια γιόμιζάνε χαρά και ήταν καθαρά σαν την καντήλα. Σε κάθε μαχαλά στήνονταν οι ροδάνες. Ονομαστή ήταν η ροδάνη στο Ντουλτσό, η ροδάνη στο Ξερύχι, στου Τσιωνά , κι όπου ήταν ανοιχτό μέρος.
Οι μέρες αυτές απού έφυγάνε είχανε και κάτι ακόμα ξεχωριστό. Το ζύγιασμα. ΄Ένα συμπολίτης με το όνομα Ζαχαριάς – μπαμπάτσκος – έδενε ένα χοντρό σχοινί στο χαγιάτι από καμμιά γκρεντιά ή από κλωνάρι δέντρου. Από το σκοινί κρεμνούσε το καντάρι κι ύστερα σκάλωνε τους δυο γάντζους στις αλυσίδες κάμνοντας τις θηλιές κι έλεγε μετά κάθε ενδιαφερόμενο να αποκρεμαστεί με τις μασχάλες των χεριών του… τότε ο κυρ Γιώργης ο Ζαχαριάς πήγαινε το «τόπι» δεξιά αριστερά μέχρι να ισορροπήσει, έβαζε τον αντίχειρά του εκεί όπου ήταν τα άγκιστρα απού του «τόπι» κι έλεγεν το βάρος σε ουκάδες και σε δράμια… Αυτά μας τα θυμίζει ο Λουκάς Σιάνος , εκπαιδευτικός και το Λαογραφικό βιβλίο «Καστοριανές εικόνες» του συλλόγου «Αρμονία».
– αμπρέ πόσες ουκάδες είσαι; Είπεν ου ένας γείτουνας στουν άλλον…
– ισύ; Απου ρουτάς έβαλες ή έχασες;
– έβαλα 3 ουκάδες , τα ρήμαξα τα λουκάνικα, ύπνος δε μ΄έπιακεν… σηκώνουμουν μουλουχτός τη νύχτα και έκαμνα κάτι χαρές τι να στα λέγω…
– Κι ηγώ έβαλα και δεν έχασα καν τίπουτα, τι να σε κάμουν 50 δράμια λιγότερα μπρε μπρε μπρε αμά… κοιμούμαι ήσυχος…
«Πλάγιασε να κοιμηθείς και τ΄ Αγιωργιού να φέξει»… Αυτό πάλε το ήλεγαν για κάποιον απού γύρισεν κουρασμένος απ΄ τ΄ αμπέλι, ψάρεμα, κυνήγι ή ένα κοπιαστικό ταξίδι. Μετά το ζύγιασμα συνηθίζανε να τρώνε κανά δυο ξινά ρύκια…
΄Αϊντε και του χρόνου με υγεία και με του μέτρο … είπεν περγελώντας ου γεροντότερος και μην γίνεστε ταμακιάρηδες…
΄Ανοιξη του 1940 πριν σέβουν τα σύννεφα του πολέμου.
Ου Λουκάς, ου Γιάγκος κι ου Γιαγκούλης πάϊσαν στα ουβρέϊκα ζαχαρτζίδικα να πάρουνε μπιμπλιά και σταφίδες … Τώρα τι παράδες είχανε τα έρμα τίπουτα δεκαρίτσες… θα νά ηταν.
Πααίνουν στον ζαχαρτζή τον κυρ Ιακώβου κι ου Γιάγκος τουν αρωτάει:
– να πάρω μια σταφίδα;
– πάρε του λέει εκείνος
– να πάρω κι άλλη μια;
– πάρε του ξαναλέει…
Πήρε κι άλλη κι άλλη, θαρρετά, κι ο μαγαζάτορας του λέει…
– νιρό θες;.
Στο παρελθόν 100-120 χρόνια πριν, συνέβαινε να γιορτάζουν κοντά κοντά οι μεν Χριστιανοί την Ανάσταση του Χριστού με τις πασχαλιάτικες συνήθειες, ετοιμασίες και την εβδομάδα των παθών, κοντά κοντά και οι Εβραίοι που γιόρταζαν το «πέρασμα», το Πάσχα τους ύστερα από το πέρασμα στην έρημο. Κοντά κοντά γιορτάζονταν και το Ραμαζάνι οι Οθωμανοί της Καστοριάς που νήστευαν τη μέρα, ούτε νερό στο στόμα δουκίμαζάνε έως ότου να δύσει ο ήλιος κι ύστερα τρώγανε τηρώντας έτσι το χρέος για τη νηστεία αυτή. Τρεις κοινότητες ο κάθε μια με τα αντέτια της , την πίστη της, τις δοξασίες της, συνυπήρχαν σε μια πολιτεία πολυπολιτισμική, γνωστή σ΄ όλα τα Βαλκάνια από τον 12ο αιώνα… δεύτερη πόλη μετά τη Θεσσαλονίκη.
ΦΩΝΗ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ – Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση