Στα χρόνια που αναφερόμαστε έλειπαν τα σημερινά ζαχαροπλαστεία τα περίπτερα και τα “Σούπερ μάρκετ” με όλα τα εδώδιμα,τα αποικιακά, τα ζαχαρωτά και τα μηχανοκίνητα εργαλεία του ζαχαροπλάστη και της νοικοκυράς.
Υπήρχαν τότε τα ζάχαρατζίδικα, που πουλούσαν χρωματιστές “βέργες”, “πέτσες”, “πετεινάρια”, χρωματιστά ζαχαρομπιμπλιά, λουκούμια και μαστίχες σπυριά.
Αυτά τα είδη και άλλα ζαχαρωτά τα πουλούσαν οι πλανόδιοι που γυρνούσαν στις γειτονιές και τις πλατείες.
Και στα σπίτια παρασκεύαζαν οι νοικοκυρές διάφορα είδη γλυκά όπως: τόπια, ραβανιά, παντεσπάνια, σούσλια, ραϊσκόφια, σαλιάρους κουραμπιέδες, παστουκύδουνα, μουστόπιτες, σουτζιούκια, σαραγκλιά, χώρια τα γλυκά του κουταλιού και τον σπιτίσιο χαλβά.
Πολλές νοικοκυρές τους χαλβάδες τους καρύκευαν με καρύδια, μύγδαλα και ψιλή κανέλα. Στα νεότερα χρόνια παρασκεύαζαν και τον χαλβά της “Ρίνας”.
Τα γλυκά αυτά του ταψιού τα κερνούσαν στις ονομασίες,τις μεγάλες γιορτές και τις βεγγέρες. Στις βεγγέρες,εκτός από τα κάστανα, τα λουκάνικα, τα σαλτσούνια και τα φρούτα της εποχής, ήταν απαραίτητος και ο σπιτίσιος χαλβάς.
Ένα-δυο ήταν τα χαλβατζίδικα στα παλιά χρόνια. Και αυτά ήταν στο παζάρι, κάπου ανάμεσα στο σημερινό φαρμακείο του Παπακυρίλλου και το ζαχαροπλαστείο του Τζήλα. Αποκλειστικά τους χαλβάδες τους πουλούσαν Τουρκαλβανοί, που στον καιρό της ανταλλαγής των πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας, αυτοί παρέμειναν στην Καστοριά.
Ήταν ειδικοί και στα τρία είδη του χαλβά: τον κόραβο, τον ψείρκαβο και τον άλλον που σήμερα πουλιέται στην αγορά.
Ο κόραβος ήταν κάτασπρος,σκληρός,καρυκευμένος με καρύδια, ο ψείρκαβος, σαν μια κουλουριασμένη πέτσα με σουσάμι απ’ έξω και ο τρίτος, ο σημερινός της αγοράς.
Στο μαγαζί που τους πουλούσαν είχαν και το εργαστήρι με όλα τα απαραίτητα σύνεργα για τους χαλβάδες και τα μπιμπλιά. Στο ίδιο χαλβατζίδικο πουλούσαν και φιστίκια και άλλους ξηρούς καρπούς.
Τα παιδιά προμηθεύονταν τότε τους χαλβάδες από τους πλανόδιους χαλβατζήδες. Ο χαλβατζής είχε ένα ξύλινο στρογγυλό ή ορθογώνιο ταμπλά με όλα τα είδη το χαλβά και τον κρατούσε στο κεφάλι. Για να ισορροπεί ο ταμπλάς και να’ναι εύκολη η μεταφορά του, έβαζε πάνω στο άσπρο φέσι του (οι Τουρκαλβανοί φορούσαν άσπρα φέσια), ένα στρογγυλό κουλουριαστό μαξιλαράκι. Στο χέρι του κρατούσε ένα ξύλινο καρεκλάκι που ανοιγόκλεινε, και στις διάφορες στάσεις που έκανε στις γειτονιές και τις πλατείες, ακουμπούσε τον ταμπλά στο καρεκλάκι. Προχωρώντας διαλαλούσε το εμπόρευμα του με μια συρτή φωνή “αλβά ααα- αλβά ααα”. Στον ταμπλά είχε και ένα τσικουράκι, που έσπαγε τον κόραβο χαλβά σε μικρά κομμάτια.
Οι χαλβατζήδες δεν έλειπαν από τα παναϋριακαι τις θρησκευτικές γιορτές. Παρόντες πάντοτε στο Δωδεκαήμερο, τα ραγκουτσιάρια, τις μπουμπούνες τις Απουκρές, στις ρουδάνες το Πάσχα, στο “Νησί” την Ανάληψη,στο πανηγύρι της Παναγιάς της Φανερωμένης και σ’ άλλες εκδηλώσεις. Ακόμα τους έβλεπε κανείς στην παγωμένη λίμνη που, κάποιος από αυτούς βρέθηκε στον πάτο της. Σε μερικά σπίτια το βράδυ της μεγάλης Απουκράς, έκαμναν “χάσκαρη” με κόραβο χαλβά αντί με αυγό.
Σήμερα οι πλανόδιοι χαλβατζήδες, οι γισουρτζήδες, οι γανωματήδες και οι κουλουρτζήδες, ανήκουν στα χρόνια της παλιάς Καστοριάς.