Η εκτίμηση της Εθνικής Στατιστικής Αρχής, ότι η ύφεση το 2020, δεν χτύπησε δυσθεώρητα ύψη (άνω του 10%), αλλά τελικώς περιορίστηκε στο 8,2%, έχει θετικό πρόσημο. Δεν αποτελεί, ασφαλώς εφαλτήριο για… πανηγυρισμούς, ωστόσο είναι ένα ασφαλές «δείγμα», ότι η αναπόφευκτη ζημία που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού και τα lockdown, «περιορίστηκε» τρόπον τινά σε διαχειρίσιμα επίπεδα.
Γράφει ο Νώντας Βλάχος
Το μείζον ζήτημα ή διακύβευμα αν προτιμάτε, που απασχολούσε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αλλά και ευρύτερα όσους ασχολούνται με το ελληνικό επιχειρείν και την οικονομία, ήταν πού θα «καθόταν» τελικώς η μπίλια της ύφεσης το 2020. Η πλειονότητα των σεναρίων που εξυφάνθηκαν από θεσμούς και φορείς σε Ελλάδα και Ευρώπη, προσδιόριζαν πως η ύφεση ενδεχομένως και να άγγιζε διψήφιο αριθμό, κάτι που αν επιβεβαιωνόταν, θα σήμανε ότι οι όποιες προσπάθειες σχετικής ανάκαμψης, εντός του 2021, θα έμοιαζαν περισσότερο με ουτοπία παρά με ισχυρή φιλοδοξία.
Η κυβέρνηση είχε σπεύσει εδώ και μήνες και μάλλον πρόωρα, να χαρακτηρίσει 2021, ως τη χρονιά τροχοδρόμησης προς την ανάπτυξη, εκτιμώντας, μάλιστα, ότι η ανάκαμψη θα είναι αισθητή και ισχυρή. Αυτό το σενάριο, παρά το γεγονός ότι οι ζημιές του 2020 δεν δημιούργησαν μια μη αναστρέψιμη κατάσταση, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να ευοδωθεί. Είναι τόσες πολλές οι προϋποθέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν και σχετίζονται με την «επανεκκίνηση» της οικονομίας, που ακόμη και τα ευνοϊκότερα σενάρια που έχουν τεθεί υπό επεξεργασία, δεν παράγουν ως αποτέλεσμα μια ισχυρή ανάκαμψη.
Ακόμη και στην καλύτερη των περιπτώσεων, που προβλέπει άνοιγμα του λιανεμπορίου και της εστίασης τους επόμενους μήνες, ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης, επανεκκίνηση του τουρισμού, αλλά και εισροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων στα μέσα καλοκαιριού, οι πιθανότητες για ανάκαμψη υψηλών ρυθμών, είναι ισχνές. Η τελευταία εκτίμηση που τείνει να γίνει βεβαιότητα ενισχύεται από την «αστάθεια» που παρουσιάζει η υγειονομική αντιμετώπιση της πανδημίας και από το γεγονός ότι τα μέτρα δεν έχουν αποδώσει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Εν τη απουσία συγκεκριμένου σχεδίου επιστροφής στην κανονικότητα και με δεδομένο ότι τα υγειονομικά στοιχεία που αφορούν την πανδημία, δεν είναι διόλου ενθαρρυντικά, ουδείς μπορεί να προσδιορίσει χρονικά, πότε πραγματικά θα προκύψουν οι «κανονικές» συνθήκες για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Τα μαθήματα από το τέταρτο τρίμηνο του 2020
Αυτό, ωστόσο, που πρέπει να επισημανθεί και συνάμα να αποτελέσει οδηγό-μάθημα για το μέλλον, είναι οι παράγοντες που συνετέλεσαν στο να περιοριστεί η ύφεση το 2020, στα διαχείρισιμα επίπεδα του 8,2%. Καθοριστικό ήταν το τέταρτο τρίμηνο της χρονιάς, όταν και καταγράφηκε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7%. Αυτό που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο και αποδείχθηκε, τελικώς σοφή επιλογή, έστω κι αν έγινε υπό δυσμενείς υγειονομικές συνθήκες, ήταν το μερικό άνοιγμα της αγοράς και κυρίως την περίοδο των Χριστουγεννιάτικων Εορτών. Οι μικρές επιχειρήσεις του λιανεμπορίου πήραν μια βαθιά ανάσα, ενώ παράλληλα η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε σημαντικά τη συγκεκριμένη περίοδο. Επιπρόσθετα, η σημαντική μείωση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, καθώς επίσης η «πολιτική» ενίσχυσης εργαζομένων, επαγγελματιών, που αναπλήρωσε μέρος των απωλειών στα εισοδήματα, αποτέλεσαν αρωγό και επιταχυντή των θετικών εξελίξεων για την οικονομία το δ’ τρίμηνο του 2020.
Δεν κατέρρευσε, αλλά οι κλυδωνισμοί συνεχίζονται
Η ελληνική οικονομία κλονίστηκε συθέμελα από την πανδημία, αποφεύγοντας, ωστόσο, την ολική κατάρρευση. Αυτό είναι ένα ασφαλές συμπέρασμα αλλά και παράλληλα και «παγίδα» για όποιον λειτουργήσει με άκρως καθησυχαστική λογική, για αυτά που έπονται. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το εξής άκρως σημαντικό, πως ο σχεδιασμός του οικονομικού επιτελείου για το 2021, έχει ήδη ακυρωθεί από την υγειονομική πραγματικότητα, που «επέβαλλε» και πάλι το κλείσιμο της αγοράς και την υιοθέτηση σκληρών μέτρων καραντίνας.
Ο πήχης των ζημιών αν λάβει κανείς υπόψη το τρέχον τρίμηνο του 2021 που διανύουμε, προφανώς και έχει ανέβει, χωρίς κανείς να μπορεί να προσδιορίσει το σημείο της πραγματικής «επανεκκίνησης» για την ελληνική οικονομία. Αν συνυπολογίσει κανείς και την αδυναμία χρονικού προσδιορισμού της εισροής των άκρως πολύτιμων ευρωπαϊκών κεφαλαίων αλλά και τις παλινωδίες-με ευθύνη της Ε.Ε.-που προέκυψαν με τα εμβόλια, αντιλαμβάνεται τη ρευστότητα της κατάστασης…