Σημείωση: το άρθρο αποτελεί αυτοτελή κεφάλαιο του ατύπωτου διηγήματος “Ενθυμήματα Νιότης” του αρθρογράφου
Δύο διαφορετικές δεκαετίες, μία ταυτοπαθής κοινωνική ανάπτυξη, μια οδός γεμάτη ενέργεια, ζωή, κουλτούρα, μπολιασμένη με έντονα κοινωνικοοικονομικά στοιχεία, lifestyle, ελευθερία και ερωτισμό. Αυτό το “φωτεινό” περιβάλλον δημιούργησε το φαινόμενο της νυχτερινής διασκέδασης στην οδό Μητροπόλεως για δύο ολόκληρες δεκαετίες, τη δεκαετία του ’80 και του ’90, μεταμορφώνοντας τη νυχτερινή ζωή της πόλης.
Η Μητροπόλεως ήταν πολλά. Ήταν βόλτα, φλερτ, παρέα, μοναξιά, γέλια, δάκρυα, πάθος, πόθος, φιλία, φιλιά, μουσική, ποτό. Διέθετε μια πολυσχιδή προσωπικότητα η οποία δυνάμωσε ακόμα περισσότερο τον χαρακτήρα της στη συνείδηση του κόσμου. Ήταν φιλική αλλά και επιθετική, έξω καρδιά αλλά και πουριτανή, λαϊκή αλλά και κοσμική.
Οι νέοι κοινωνικοί σχηματισμοί των δεκαετιών ’80 και ’90 όπως η νεοεμφανιζόμενη μεσαία τάξη, η ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στις ανθρώπινες αρχές και την ευημερία, το φεμινιστικό κίνημα που έθεσε σε νέα βάση το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία, η γέννηση του lifestyle, η εφηβική παραβατικότητα εκφραζόμενη λεκτικά και ενδυματολογικά, η έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης και η απελευθέρωση της ραδιοφωνίας, συνέβαλαν στην ανάπτυξη της θρυλικής αυτής πιάτσας. Και όσο η πόλη μεγάλωνε η Μητροπόλεως άρχισε να γίνεται η καρδιά της πόλης όπου φιλοξενούσε, στέκια του καφέ, ψαγμένα μπαράκια, underground ντισκοτέκ, φαγάδικα, κινηματογράφους, καλλιτεχνίζοντα ξενυχτάδικα, σκοτεινές pub και φωτεινά club, τα οποία δημιούργησαν την ιστορία και τον μύθο της νυχτερινής Μητροπόλεως.
Σήμερα, τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Η διασημότερη και πολυσύχναστη οδός παρουσιάζει μια εικόνα εντελώς μεταμορφωμένη. Κατά μήκος της οδού αναπτύσσεται μια σειρά από πολλά «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ». Τα περισσότερα από αυτά είναι ξεθωριασμένα, δείγμα του πόσο καιρό είναι σε αυτή την κατάσταση. Ο συνωστισμός στο δρόμο έχει δώσει τη θέση του σε μια τρομακτική ησυχία. Το βράδυ, οι λιγοστοί διαβάτες και τα διερχόμενα αυτοκίνητα “παλεύουν” να σπάσουν τη μαυρίλα της ερημιάς. Η Μητροπόλεως αποπνέει τη μυρωδιά της εγκατάλειψης. Η οδός που έδινε για δύο δεκαετίες τον παλμό της νυχτερινής διασκέδασης στην πόλη, παλεύει με ιστορίες, με μύθους, αλλά και με την ίδια μας τη σχέση με την πόλη.
Η αναφορά μου στην οδό αφορά κυρίως κοινωνιολογικές μνήμες μέσα από τις οποίες αναβιώνει η νυχτερινή Μητροπόλεως των δεκαετιών ’80 & ’90, έχοντας ως σημείο αναφοράς τα στέκια διασκέδασης, ζωντανεύοντας στη μνήμη μου μια άσωτη (σπάταλη) διασκέδαση.
Η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίστηκε από δυναμικές κοινωνικές μεταλλάξεις. Οι πολύπλευρες πολιτικές ιδεολογίες, το δέκατο μέλος της ΕΟΚ, η νεοεμφανιζόμενη μεσαία τάξη, ο καταναλωτισμός, η ελευθερία λόγου, η μαζική διασκέδαση, η “επανάσταση” στους δρόμους μετά τις βολές του Καμπούρη, ήταν μια νέα πραγματικότητα.
Η διασκέδαση αρχίζει να αλλάζει και να εννοιολογείται ως «λαϊκή» στο πλαίσιο της συλλογικότητας. Μαγαζιά, φώτα, χρώματα, μυρωδιές και πλήθος κόσμου μεταμορφώνουν τη Μητροπόλεως σε μια πολύβουη οδό, αφού εκεί προσφέρεται η δυνατότητα για ποιοτική και ταυτόχρονα οικονομική διασκέδαση για όλες τις ηλικίες. Με 1000 δραχμές μπορούσες να βγεις για καφέ, να κεράσεις, να πας κινηματογράφο και να πάρεις ρέστα. Η διασκέδαση ξεκινούσε νωρίς το απόγευμα. Για τους νέους της εποχής του ’80 η σημερινή μεταμεσονύκτια συνήθεια εξόδου για διασκέδαση δεν ήταν διαδεδομένη.
Οι καφετέριες θα διαμορφώσουν τη νέα εποχή μεσημεριανής και απογευματινής εξόδου στη Μητροπόλεως. Παρουσιάζουν γρήγορα έναν δημοφιλή χαρακτήρα καθώς προσφέρουν τη δυνατότητα για χαλαρή και παρεΐστικη έξοδο. Η οδός βρίθει καφετεριών, η καθεμιά με το δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα. “Nice”, “Retro”, “¨Ηλεκτρον”, “Sunny Day”, “Δημαρχείο”, “Αφροδίτη”, “Traffic”, “Old House”, “Μίνι Καφέ”, “Ομόνοια”. Ο ήχος από τα παγάκια τη στιγμή που γυρίζαμε γύρω-γύρω το καλαμάκι του φραπέ, συνόδευε τα όσα λέγαμε καθημερινά εκεί μέσα.
Η Μητροπόλεως έγινε γρήγορα το σημείο της πόλης όπου ο κόσμος συγκεντρώνονταν για να ακούσει μια είδηση, να συνομιλήσει ή ακόμα και να γιορτάσει κάποιο γεγονός. Ο καφές ήταν σημαντική πρόταση εκμετάλλευσης του ελεύθερου απογευματινού χρόνου μαζί με άλλες μορφές ψυχαγωγίας όπως η βόλτα και ο κινηματογράφος. Αν και η τηλεόραση έχει κατακλίσει τα σπίτια, ο κινηματογράφος παραμένει τη δεκαετία του ’80 βασική ψυχαγωγία για όλα τα κοινωνικά στρώματα. “ΟΛΥΜΠΙΟΝ”, “ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ”, “OSCAR”, “ΟΡΦΕΥΣ” και “ΠΑΛΛΑΣ” (οδός Βασιλέως Κων/νου) δημιουργούν μια κινηματογραφική πιάτσα στη Μητροπόλεως. Το κριτήριο για την επιλογή του έργου είναι οι φωτογραφίες στη τζαμαρία των κινηματογράφων, μιας και η διαφήμιση δεν είχε τον τρόπο να παρουσιάσει ελκυστικά τις ταινίες, με εξαίρεση τις τοπικές εφημερίδες που δημοσιεύουν τις προβολές «ΣΗΜΕΡΟΝ» και «ΠΡΟΣΕΧΩΣ».
Η καρδιά της μεταμεσονύχτιας διασκέδασης χτυπούσε στις δύο υπόγειες ντισκοτέκ, την “JB” στη Μητροπόλεως και την “Elvis” (μετέπειτα “Sunny Night”) στη Βασιλέως Κων/νου. Το πρόγραμμα ξεκινούσε τα μεσάνυχτα με το απαραίτητο τελετουργικό. Τα φώτα σβήνουν για λίγο για να κηρύξει την έναρξη δια μικροφώνου ο Dj, για να ξανανάψουν στη συνέχεια με τη συνοδεία καπνού και δυνατής μουσικής. Οι 33 στροφές αναλαμβάνουν να ξεσηκώσουν χορευτικά τους θαμώνες, ενώ αίσθηση προκαλεί το βαθύ προσωπικό στιλ διακόσμησης του ιδιοκτήτη που επικρατούσε εσωτερικά για κάθε ντισκοτέκ.
Η έντονη δραστηριότητα που παρουσίαζαν οι ντισκοτέκ στη Μητροπόλεως άρχισε να δείχνει σημάδια υποχώρησης στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, καθώς οι συνεχείς αλλαγές που επικρατούν την εποχή αυτή στους τομείς των εργασιακών σχέσεων και της απασχόλησης, δείχνοντας έντονα σημάδια οικονομικής ανάκαμψης, έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον καταναλωτισμού και διασκέδασης όπου τα δεδομένα αναθεωρούνται με γρήγορους ρυθμούς. Η μόδα έχει αρχίσει να επηρεάζει την εμφάνιση των γυναικών κόντρα στον συντηρητισμό, με το ενδυματολογικό τους στυλ να συνδυάζει τη τσάντα με τα παπούτσια, ενώ οι χώροι του καφέ ως χώροι απογευματινής ψυχαγωγίας, μετασχηματίστηκαν γρήγορα, σε σχέση με τα τότε ισχύοντα, σε νυχτερινά καφέ – μπαρ, ένδειξη της γρήγορης αλλαγής στη διασκέδαση.
Με την εδραίωση της μεσαίας τάξης νέες τάσεις κάνουν την εμφάνισή τους στη Μητροπόλεως. Αυτή τη φορά έχουν να κάνουν με τη παγκοσμιοποίηση της γεύσης. Αμερικανικά και ευρωπαϊκά γαστρονομικά προϊόντα εισβάλουν στην καθημερινότητά μας, με αποτέλεσμα το φαγητό να οδεύει προς την τυποποίησή του αλλάζοντας συνήθειες δεκαετιών. Ο δυτικός κόσμος μας μυεί στο fast food με το χάμπουργκερ, το κλαμπ σάντουιτς, την κρέπα, το hot dog και την πίτσα, επηρεάζοντας τη διατροφή και την επιχειρηματικότητα. Εκπρόσωποι της νέας γαστρονομικής αυτής τάσης είναι το χαμπουργκεράδικο “Snoopy” (κατ’ευφημισμό «ο γρήγορος»), οι πιτσαρίες “Φίλων της Λίμνης – Κύκνος”, ¨Ζάνος¨ και “Πλανέτα”, η κρεπερί “Έβερεστ”, τα φαστφουντάδικα “Zoom” και “Goody’s”. Κι ενώ το φαγητό ήταν οικογενειακή υπόθεση, αρχίζει να συγκαταλέγεται στις βασικές επιλογές αναψυχής. Οι ουρανίσκοι μας προσαρμόστηκαν γρήγορα στις νέες γεύσεις που έχουν μετατραπεί σε μόδα. Όμως, για πολλούς, ο νούμερο ένα γαστρονομικός προορισμός στη Μητροπόλεως ήταν ο «Χομεϊνί». Εκεί μπορούσες να γευτείς το διάσημο σάντουιτς κεμπάπ με το ψωμάκι διαποτισμένο στη χοληστερίνη (στο ζουμί του ψημένου κρέατος). Απίστευτη «γκουρμεδιά». Τι να μας πει το ταπεινό κλαμπ σάντουιτς.
Καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη της νυχτερινής διασκέδασης στη Μητροπόλεως έπαιξαν και οι λεγόμενες pup. Τα μουσικά αυτά στέκια με τις μακρόστενες μπάρες, τα ψηλά σκαμπό, τη λιτή αισθητική, τον Dj σε μια γωνία, τη φιλοσοφία της καλής ξένης μουσικής και του καλού ποτού. “Κεντρί”, “Παπαγάλος”, “Tattoo” (μετέπειτα Quattro), “Camel” (μετέπειτα Νέηλυς), “Αφρός”, “Paramount”, “Memphis”, “Ελιξίριο”, “Groove”, “Λωτός”, “Καραμέλα”. Κάθε μαγαζί είχε την κουλτούρα του, την αισθητική του, τους θαμώνες του. Και μουσική, πολλή μουσική. Εκεί μέσα πρωτομπήκαν στη ζωή μας οι Queen, Guns N’ Roses, AC/DC, R.E.M, Dire Straits, Cure, Van Halen, Bee Gees, Rolling Stones, Doors, U2, Police, Michel Jackson, Madonna, και υπογράψαμε μαζί τους μνημόνιο θαυμασμού. Η ξένη μουσική και ειδικά το ροκ, αλλάζει ριζικά την εικόνα που είχαμε μέχρι τώρα για τη νυχτερινή διασκέδαση. Η κυριαρχία της ξένης μουσικής εδραιώνεται όλο και περισσότερο στο γούστο των θαμώνων, τόσο στις pup όσο και στα καφέ – μπαρ. Πολλοί από αυτούς αρχίζουν να μιλάνε για ξένο top ten, επηρεασμένοι και από τη ραδιοφωνική εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη στη δημόσια ραδιοφωνία.
Δύσκολα μπορούσες να αντισταθείς στον πειρασμό να μην βγεις για ένα ποτό (που τελικά ποτέ δεν ήταν ένα). Συχνά, μία επίσκεψη σε ένα μαγαζί δεν ήταν αρκετή, ακολουθούσε και άλλη. Έτσι, οι θαμώνες στα μαγαζιά πληθαίνουν, ενώ συνυπάρχουν όρθιοι μ’ ένα ποτό στο χέρι μέχρι αργά δημιουργώντας την αίσθηση μιας μεγάλης παρέας. Κάποια μαγαζιά έγιναν πραγματικές κυψέλες διασκέδασης. Σάββατο βράδυ πιο εύκολα έβρισκες μια θέση στον παράδεισο παρά στον “Παπαγάλο”.
Η κουλτούρα της βραδινής διασκέδασης που συνδεόταν με ελληνική μουσική και ποτό, εκφραζόταν με το “Απρόοπτο”. Η θρυλική ντισκοτέκ “JB” μετατρέπεται σε μπουάτ. Πολλοί το αποκαλούσαν μουσική σκηνή. Λιτό στη διακόσμηση, άμεσο και αληθινό, με το πάλκο σχεδόν να “ακουμπάει” τους θαμώνες. Ο μουσικοπολιτιστικός χαρακτήρας του εκφραζόταν μέσα σ’ένα παρεΐστικο περιβάλλον με κάπνα, ποτό και τραγούδια με νόημα. Το μοναδικό μαγαζί στη Μητροπόλεως που αποτελούσε την ουσία μιας καλτ (καλλιτεχνικής) αισθητικής.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο αριθμός των μαγαζιών στη Μητροπόλεως και σε παράπλευρες οδούς αυξάνεται γρήγορα. Εναλλακτικοί χώροι προσθέτουν περισσότερες προτάσεις για έξοδο στις ήδη υπάρχουσες όπως τα ηλεκτρονικά “Ορφέας” (πρώην κινηματογράφος ΟΡΦΕΥΣ), “Express” και η «χήρα». Επίσης, τα μπαλάκια “Φιδάνης” (μετέπειτα Φιλιππίδης), το μπιλιαρδάδικο «Κώτσος» και το στέκι του μοτοσυκλεστικού ομίλου (ΜΟΚ) στην οδό Μοσχοπόλεως. Η άνθηση αυτού του είδους μαγαζιών κερδίζει γρήγορα το ενδιαφέρον των θαμώνων της Μητροπόλεως, βλέποντας τις επιλογές τους για έξοδο όλες τις ώρες της ημέρας να εμπλουτίζονται.
Η δεκαετία του ’90 έρχεται µε ιλιγγιώδη ταχύτητα για να ανατρέψει όλα όσα είχαν “χτιστεί” τα προηγούμενα χρόνια. Ένας νέος κόσμος ανατέλλει. Η δεκαετία αυτή δεν δίνει μεγάλη αξία στο περιεχόμενο αλλά στην εικόνα. Η κατεύθυνση του βλέμματος αλλάζει και ξεκινάει το παιχνίδι του life style και της κατανάλωσης, με αποτέλεσμα η κοινωνία να απελευθερωθεί γρήγορα από συντηρητικότητες του παρελθόντος. Τατουάζ δεν χτυπάνε μόνο οι ναυτικοί, τα σκουλαρίκια δεν απευθύνονται αποκλειστικά στις γυναίκες, το μίνι δεν το φοράνε μόνο οι ξετσίπωτες και το βελτιωμένο βιοτικό επίπεδο περιστρέφει τις επιθυμίες του εφήβου γύρω από τα Timberland παπούτσια και το fake Rolex.
Η νέα εποχή στη διασκέδαση σηματοδοτείται από τη δημιουργία μοδάτων νυχτερινών χώρων όπως τα night club και τα μπουζούκια. Τα μεγάλα club και μπουζουκομάγαζα της πρωτεύουσας θεαματοποιούν τη νυχτερινή διασκέδαση επηρεάζοντας τον τρόπο διασκέδασης της επαρχίας. Η βραδινή διασκέδαση αρχίζει να δονείται από ανάμικτη μουσική, υπέρμετρο κέφι, άποψη, μεγαλομανία, μόδα, χρώμα, λάμψη, σπατάλη.
Αρχίζει να εμπορευματοποιείται ο ελεύθερος χρόνος συγκλίνοντας έτσι στις ίδιες νυχτερινές καταναλωτικές συνήθειες όλες οι κοινωνικές τάξεις. Την ίδια διασκέδαση, τα ίδια “γούστα”, μοιράζονται ετερόκλητοι άνθρωποι όπως, κοσμικοί, λαϊκοί, νεόπλουτοι, δήθεν κ.ά. Tα life style περιοδικά και οι τηλεοπτικές διαφημίσεις σχεδόν μας υπαγορεύουν τι θα ακούσουμε, τι θα φορέσουμε και πως θα διασκεδάσουμε. Αρμάνι, πούρο και ουίσκι, αντικαθιστούν το τζιν μπουφάν, το άφιλτρο και το τζιν φις. Η βραδινή διασκέδαση παίζει το κοινωνικό παιχνίδι του “in” και του “out”.
Η απελευθέρωση της ραδιοφωνίας εκτοπίζει τη μαγευτική κουλτούρα των ράδιο πειρατών, η εμφάνιση των life style περιοδικών (με το “ΚΛΙΚ” να έχει ηγεμονική θέση) και η έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, σε συνδυασμό με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, δημιουργούν νέες τάσεις και νέα “θέλω” στη διασκέδαση. Η Μητροπόλεως δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Όλα αλλάζουν. Τα μαγαζιά, ο ήχος, η μουσική, τα φώτα, η διακόσμηση, τα ποτά, οι θαμώνες, οι συνήθειες.
Αναποδογυρίζουν ακόμη και τα γαστρονομικά μας ήθη. Η πρόταση για σάντουιτς στου «Χομεϊνί» μετατρέπεται «το βράδυ θα φάμε κινέζικο». Στη δεκαετία του ντιζάιν και της μόδας η Μητροπόλεως αποκτά κινέζικο εστιατόριο (στον όροφο του πρώην κινηματογράφου «Παλλάδιον»). Η βραδινή έξοδος για φαγητό περιλαμβάνει γλυκόξινους γευστικούς συνδυασμούς και περίεργα ονόματα πιάτων. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου ένα μεγάλο σινί με λουκουμάδες και κουρκουμπίνια κοσμούν τη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου του Λάμπρου «Μέλισσα» και προσέλκυε τα βλέμματα και την όρεξη των περαστικών, προσπαθώντας να αντισταθεί στα σημεία των καιρών.
Η θεματολογία της μουσικής αρχίζει να μεταμορφώνεται. Τα κλαμπ της πρωτεύουσας, με πρωτοπόρο το “Mercedes” εισάγουν μία ώρα ελληνικής μουσικής στο πρόγραμμα τους. Έτσι, ο «παλιόκαιρος» του Τερζή αναμιγνύεται με το «Plastic dreams – Jaydee» στα club “La Chica” και “Παλλάδιο” (πρώην κινηματογράφος «Παλλάδιον»), τη στιγμή που οι χαρτοπετσέτες πετάγονται στον αέρα (μια ενέργεια που έμελλε να γίνει συνώνυμο της νυχτερινής διασκέδασης στα club εκείνη την εποχή αντικαθιστώντας το σπάσιμο πιάτων).
Η μεγάλη ανταπόκριση των θαμώνων στο ελληνικό τραγούδι δημιούργησε νέα μόδα στο χώρο της διασκέδασης. Η απήχηση αυτή οδήγησε τους επιχειρηματίες στο επόμενο βήμα, στη δημιουργία νυχτερινών κέντρων. Το “Γλεντάδικο” (πρώην κινέζικο εστιατόριο) και το “REX” (πρώην La Chica), πιστοποιούν τον νεοελληνικό τρόπο διασκέδασης έχοντας ως πυρήνα τα λεγόμενο «λαϊκό» τραγούδι.
Η Μητροπόλεως αγρυπνούσε σε κλίμα ευφορίας. Οι μυθοπλασίες της νύχτας αναπτύσσονται εύκολα από τους θαμώνες των νυχτερινών κέντρων, θέλοντας να καυχηθούν για τα κατορθώματά τους στη κραιπάλη. Οι μαγαζάτορες στην προσπάθειά τους να ξεκαθαρίσουν κάπως το τοπίο μεταξύ αυτών που κάνουν “ζημιά” (κατανάλωση) και αυτών που κάνουν ζημιά (δεν καταναλώνουν), πατρονάρουν τα νυχτερινά μαγαζιά των μεγαλουπόλεων και αρχίζουν να λειτουργούν με συγκεκριμένους κώδικες όπως, reserve τραπέζια, μπουκάλι ανά τέσσερα άτομα, υποδοχή στην πόρτα και σε κάποιες περιπτώσεις face control.
Η μουσική ταξινομούσε τους πελάτες σε νοητές κατηγορίες όσο αφορά τη διασκέδαση και την επιλογή μαγαζιού. Σε μια εποχή που πριν προλάβεις να μάθεις το όνομα ενός μαγαζιού, αυτό άλλαζε επωνυμία και ιδιοκτήτες. Η είδηση ενός νέου μαγαζιού ξάφνιαζε ευχάριστα. Στριμωγμένος σε λίγα τετραγωνικά και μέσα σε φιλικό κλίμα μπορούσες να περάσεις την καλύτερη βραδιά σου, στο “Μπουντρούμι” (πρώην Απρόοπτο), στο “Μπαράκι” (πρώην Nice), στο “ΓΙΩ ΤΟ ΝΤΟΥ” (πρώην Μπαράκι), το “Μπλε καφέ”, το “Suspense” (πρώην Quattro), το “Remus” (πρώην Suspense), το “Max” (πρώην Retro), τον “Πήγασο”, το “Bouquillon”, το “Μπλα Μπλα”, το “Bar Fly”, το “Οικόσημο” (πρώην Δημαρχείο), το “Alexander”, το “No Limit”, το “Premier” (πρώην Αφροδίτη), το “Status” (πρώην Premier), το “Νέον” (πρώην Status), το “Heaven”, το “Kastro” (πρώην Heaven), το Manhattan, το “Κουνούπι” (πρώην Old House).
Όμως κι αυτοί οι χώροι αρχίζουν να χάνουν τη δυναμική τους, με αποτέλεσμα να προστεθούν στη μακρά λίστα των ιστορικών χώρων διασκέδασης της Μητροπόλεως που έκλεισαν. Η φυσιογνωμία της οδού που επί δύο δεκαετίες αποτελούσε πόλο έλξης διασκέδασης, αναμφίβολα έχει αρχίσει να αλλάζει.
Καθώς η οδός Μ.Αλεξάνδρου “οργώνει” την παραλιακή ανάπτυξη και μάλιστα γρήγορα, η Μητροπόλεως αρχίζει να ξεθωριάζει μη μπορώντας να λειτουργήσει ως αντίβαρο στο μεταναστευτικό κύμα του κόσμου που διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα στη νυχτερινή διασκέδαση στη νότια παραλία, σε συνδυασμό με βόλτα παρά θιν’αλός.
Ο ερχομός του κλαμπ “TNT” (πρώην REX) στην ομόνοια δεν στάθηκε ικανός για να ανατρέψει τις στρεβλώσεις εκείνες που ανακόψαν την ιστορική της πορεία στο χρόνο. Έτσι, το τέλος της δεκαετία του ’90 σήμανε και τη λήξη της «χρυσής εποχής». Ήταν η τελευταία «παραμυθένια» περίοδος της Μητροπόλεως, τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
Δεν ήταν όμως μόνο η ανάπτυξη της νότιας παραλίας. Ήταν που αλλάζαμε κι εμείς. Ανοιχτήκαμε στο «άλλο», στο διαφορετικό, γι’αυτό ξαφνικά η οδός Μητροπόλεως έμοιαζε “μικρή” και η διάθεσή μας απέναντι στα εναπομείναντα μαγαζιά διασκέδασης ήταν αμφίσημη. Σήμερα, κάποιες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες αναζητούν νέες ευκαιρίες και προσπαθούν να δώσουν ζωή στη Μητροπόλεως, όμως η προσέλευση του κόσμου παραμένει τόσο στερεοτυπική όσο την περιμένεις. Η συχνή αναφορά στην “αρκούδα” λειτουργεί ως αναφορά στην απουσία ζωής.
Η οδός που κάποτε ήταν συνώνυμο της ζωντάνιας, σήμερα είναι ένα ήσυχο μονοπάτι.