Το τουρκικό νόμισμα εκτοξεύεται στις πρωινές συναλλαγές καθώς η αγορά προεξοφλεί ότι θα αποφασιστεί στις 19 Νοεμβρίου αύξηση του επιτοκίου τουλάχιστον κατά 6%.
Σε ξέφρενη ανοδική κίνηση βρίσκεται από χθες το βράδυ η τουρκική λίρα, κερδίζοντας περισσότερο από 3% έναντι του δολαρίου και έχοντας διαγράψει μια μεγάλη τροχιά από τις 8,52 λίρες την Παρασκευή στις 8,26 σήμερα. Η ενίσχυση του νομίσματος παρατηρείται ενώ η Τουρκία ακόμη δεν έχει νέο υπουργό Οικονομικών, μετά τη χθεσινή αιφνίδια παραίτηση του γαμπρού του Ερντογάν, Μπεράτ Αλ Μπαϊράκ.
Αυτό που σταθμίζει πολύ σοβαρά η αγορά είναι η διαφαινόμενη αλλαγή πορείας στην οικονομική πολιτική του καθεστώτος Ερντογάν με τους αναλυτές να προβλέπουν ότι στις 19 Νοεμβρίου η κεντρική τράπεζα με τον νέο διοικητή Νασί Αγκμπάλ, τον οποίο διόρισε τα ξημερώματα του Σαββάτου ο Ερντογάν, θα προχωρήσει σε μια θηριώδη αύξηση του βασικού επιτοκίου της τουλάχιστον κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες.
Με αυτά τα δεδομένα, η αγορά εκτιμά πως θα καλυφθεί το μεγάλο χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στον πληθωρισμό και το επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας και έτσι θα υποστηριχθεί η ισοτιμία της λίρας σε μια περίοδο όπου είναι αδύνατο πλέον αυτή η στήριξη να παρασχεθεί με το «κάψιμο» δολαρίων από τα συναλλαγματικά αποθέματα καθώς ήδη έχουν δαπανηθεί περισσότερα από 100 δισ. δολάρια από την αρχή του έτους, σύμφωνα με υπολογισμούς της Goldman Sachs.
Την ανοδική δυναμική του τουρκικού νομίσματος ενίσχυσε νωρίς σήμερα το πρωί, με δήλωσή του, ο νέος διοικητής της κεντρικής τράπεζας, ο οποίος τόνισε ότι θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα για να επανέλθει η νομισματική σταθερότητα και να ελεγχθεί ο πληθωρισμός, κάτι που ερμηνεύτηκε ως προαναγγελία μεγάλης αύξησης του επιτοκίου στην επόμενη συνεδρίαση στις 19 Νοεμβρίου.
Στο μεταξύ, το παράδοξο να πηγαίνει καλύτερα η λίρα χωρίς αν έχει η χώρα υπουργό Οικονομικών δεν έχει λυθεί καθώς το προεδρικό παλάτι δεν έχει ανακοινώσει ούτε αν γίνεται δεκτή η παραίτηση του Αλ Μπαϊράκ ούτε πολύ περισσότερο το όνομα του αντικαταστάτη του στο υπουργείο Οικονομικών.
Για την αγορά συναλλάγματος, πάντως, και μόνο το γεγονός ότι απομακρύνεται ο υπουργός που θεωρείται υπεύθυνος για την κατάρρευση της λίρας φαίνεται ως είναι αρκετό για να προκαλέσει ευφορία.
Όπως ανέφερε νωρίτερα το Businessdaily.gr, η κατάσταση με τη λίρα έφθασε στο μη περαιτέρω τα τελευταία 24ωρα, καθώς το νόμισμα βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση, φθάνοντας την Παρασκευή στις 8,52 λίρες/δολ., ενώ η επιβεβαίωση της εκλογικής νίκης Μπάιντεν, το Σάββατο, φέρνει το καθεστώς Ερντογάν αντιμέτωπο με μια πιθανή σκλήρυνση της στάσης της Ουάσιγκτον και έρχονται όλο και πιο κοντά οι κυρώσεις για την αγορά των S-400 που θα μπορούσαν να «γονατίσουν» την οικονομία.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η αλλαγή των δύο κορυφαίων στελεχών του οικονομικού επιτελείου, στους οποίους πέφτουν οι ευθύνες για την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική και την κατάρρευση της λίρας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ισχυρή άνοδο του νομίσματος. Σύμφωνα με την Goldman Sachs και την TD Bank, όπως σημειώνει το Reuters θα πρέπει να αναμένεται πλέον μια πολύ μεγάλη αύξηση του βασικού επιτοκίου, τουλάχιστον κατά 6%.
«Χωρίς μια αύξηση του επιτοκίου, φοβάμαι ότι η οικονομική κρίση μόνο θα χειροτερεύει, με την υποτίμηση της λίρας να αυξάνει το εξωτερικό χρέος και να πυροδοτεί χρεοκοπίες», τονίζει ο Σελβά Ντερμιράλπ, διευθυντής του think tank TUSIAD Economic Research Forum του Πανεπιστημίου Κοτς. Όπως εκτιμά ο ίδιος, ο νέος διοικητής της κεντρικής τράπεζας μπορεί να κάνει καλύτερη δουλειά, όσον αφορά την εξασφάλιση μιας έγκρισης από τον Ερντογάν στην αύξηση του επιτοκίου.
Πάντως, η αποφυγή μιας συναλλαγματικής κρίσης με έναν ελιγμό της τελευταίας στιγμής θα έχει υψηλό πολιτικό κόστος για τον Ερντογάν. Όχι μόνο γιατί ο Τούρκος πρόεδρος θα φανεί ανακόλουθος με όσα δήλωνε ως τώρα, λέγοντας κατ’ επανάληψη ότι είναι εχθρός των επιτοκίων επειδή αυξάνουν (!) τον πληθωρισμό, αλλά και επειδή το απότομο σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής θα «στεγνώσει» το δανεισμό στην οικονομία, θα επιβαρύνει τους δανειολήπτες και θα βαθύνει την ύφεση, φέρνοντας σε δυσμενή θέση τους οικονομικά ασθενέστερους και τις μικρές επιχειρήσεις.