Σαββατοκύριακο… σούρουπο… και τότε έρχονται οι δικές μας ώρες… οι ώρες που μας βγάζουνε απο το σπίτι, την ανία, το κέντημα, τη μελαγχολία που τριγυρίζει όλο γύρω από τα ίδια και τα ίδια.
΄Όμως όταν έφθαναν οι δύο τελευταίες μέρες της εβδομάδας, λες και ανασαίναμε, φορούσαμε τα καλά μας για να βρεθούμε στο δρόμο της οδού Μητροπόλεως, τον δρόμο με τους κινηματογράφους και τα ζαχαροπλαστεία του.
Σινέ Παλλάς, Ορφέας, Ρεξ, ΄Οσκαρ, Ολύμπιον, περιμένανε τους λάτρεις της έβδομης τέχνης…
Πότε γίνονταν όλα αυτά; Μάλλον από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και λίγο μετά, όταν πια η βόλτα στη μεριά του ΄Αη Θανάση έδειχνε ότι δεν άντεχε άλλο, θες το κρύο, θες η εξοχική του μεριά νάταν ίσως οι αιτίες, οπότε επιλέχθηκε το Τσαρσί για τη βόλτα. Μια σιωπηρή μυστική συμφωνία έφερε την αλλαγή στα νεαρά παιδιά της πόλης, κυρίως σε ηλικία γάμου, που μειδιούσαν δειλά, και ένιωθε κανείς τις νεανικές ματιές για δευτερόλεπτα να στέκονται σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, που δεν είχε τρόπο να ξεπεράσει τη δειλία να πει μια καλησπέρα, αφού ήταν έξω από το γνώριμο κύκλο του… Το πήγαινε έλα στο Τσαρσί, κρατούσε περισσότερο από μία ώρα και λίγο παραπάνω, σε στιγμές όπου ο ανώνυμος παθών μας έλεγε κάποτε… «αυτή είναι η βόλτα των καταδίκων κατά μια έννοια, είναι σαν να βγαίνεις από το κελί σου και να φτάνεις με τις βαριές σου αλυσίδες ως εκεί, να χαιρετήσεις άλλους τόσους που «δραπετεύανε» για να ανταμώσουνε εκεί, για ένα χαμόγελο, για μια ερωτική σπίθα, ένα άυλο άγγιγμα…»
Μα δεν ήταν μόνον αυτά… γιατί που αλλού θα δείχναμε τα κορίτσια τα καινούρια γοβάκια, την τσάντα, το ταγιέρ από την μπουτίκ της Σαλονίκης και που θα δοκιμάζαμε τα γλυκά των ζαχαροπλαστείων, χαζεύοντας από τα τζάμια την βόλτα;
Σκορπισμένα τα ζαχαρομάγαζα κατά μήκος του δρόμου, η Βιολέτα, Ο Βλάσης, ο Βασιλείου, ο Τζουμάκης, ο Σινάτικας, περιμένανε τους πελάτες να διαλέξουνε την πάστα, το ζουρουφίξ, τα γλυκά του ταψιού…
Τσαρσί και δίπλα στον κινηματογράφο Ολύμπιον, βρίσκονταν το καφενείο «το Παλλάδιον», από παλιά εκεί, φαίνονταν να έχει στα τραπέζια του ένα κομμάτι από την μορφωμένη κοινωνία, που έπαιζε τάβλι, χαρτιά. Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως ορισμένοι εξ αυτών ήταν «συνήθεις ύποπτοι» ακίνδυνοι… αλλά ύποπτοι… στις πεποιθήσεις τους…
Η ώρα περνά, άλλοτε με το ρολόϊ να τρέχει – έτσι νομίζαμε – κι άλλοτε σαν να σταματά- γιατί έτσι νομίζαμε. Στεκόμασταν μπρος στις αφίσες των κινηματογράφων, να διαλέξουμε ποια ταινία θα δούμε απόψε. Παίζει ο «ξένος» του Αλμπέρ Καμύ και στον επόμενο κινηματογράφο προβάλεται «ο Λώρενς της Αραβίας» με τον Πήτερ Ο΄τουλ.
Επιστροφή μετά την προβολή στο σπίτι, ένα ραδιόφωνο υπάρχει, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση και η εφημερίδα του μπαμπά «Μακεδονία» , όπου στη 2η της σελίδα βρίσκει κανείς κάτι ευαίσθητους στίχους γραμμένους από ρομαντικούς και φευγάτους τύπους που σε καθησυχάζουν εν μέρει, και λές τότε πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι μόνοι, που ζορίζονται όπου κι αν ζουν…
«Θυμήσου με
όταν θα φύγω μακριά, πολύ μακριά
στη χώρα της σιωπής
όπου δεν θα μπορείς να με κρατάς απ΄ το χέρι…
Αλλά χίλιες φορές καλύτερα να με ξεχάσεις και νάσαι γελαστός
παρά να με θυμάσαι και νάσαι λυπημένος…
Πηνελόπη Καζάν
Κυριακή, και ήλθε πάλι το φθινοπωρινό σούρουπο, με την ψύχρα του, και τους «κατάδικους» να ξανανταμώνουνε ύστερα από επτά μέρες φορώντας τα χαμόγελα, τις ντροπαλές ματιές, το κουστούμι της Κυριακής, τα πρώτα παλτουδάκια… Ολόφωτα τα σινεμά, τα γλυκομάγαζα, κι ο δρόμος γεμάτος νεανικές παρουσίες που υποτάσσονται στα πρέπει και τα μη…
Το δίωρο πέρασε και πάλι ώρα για επιστροφή… κάποια σκόρπια βιβλία δανεικά απ΄τη βιβλιοθήκη, ο Καζαμίας,α… και η εφημερίδα «μακεδονία» σε ταξιδεύουν αλλού…
«Συχνά τις βραδιές
ανοίγω και φιλομετρώ
κάτω από το αμυδρό φως της μνήμης μου
το κουρελιασμένο βιβλίο της ζωής μου.
Βλέπω ακόμα μια φορά
τις ξεθωριασμένες εικόνες του
-σπάνιες κι αυτές-
και τ΄ άδεια φύλλα του…
Σκέπτομαι λίγο… γεμάτος άδειο παρελθόν
και το πετώ με μανία
σ΄ ένα συρτάρι του μέλλοντος…
Και πάλι δεν έχω τίποτε
για να χαράξω επάνω…»
Γιάννης Τζανής
Για πολύ καιρό – χρόνια δηλαδή – έτσι κυλούσανε τα Σαββατοκύριακα, ιδίως αυτά με τα πρώτα κρύα , και στις 24 και 25 Νοεμβρίου 1973 το τσαρσί ήταν άδειο κι έρημο, διότι καθ΄ άπασαν την χώραν απαγορεύθηκαν δια του στρατιωτικού νόμου οι συναθροίσεις… και καθώς γιόρταζε η θεία Κατίνα, διαλέξαμε τ΄ ανήλια σοκάκια, να φτάσουμε έως το σπίτι της γιαγιάς, να της ευχηθούμε τα χρόνια πολλά. Οπότε αφού κεραστήκαμε και είπαμε τα καθιερωμένα, περάσαμε στην επιστροφή από το αδειανό από κόσμο Τσαρσί… και νάσου μπροστά μας ο Καστοριανός αξιωματικός με τα πολιτικά του ρούχα κ. Αλέκος Παπατέρπος να λέει στον πατέρα μου…
Τάκη, τέλος, αυτό ήταν…
΄Ότι ήταν να γίνει γνωστό για την πτώση της κυβέρνησης των συνταγματαρχών γίνονταν με τους ελληνόφωνους ραδιοφωνικούς σταθμούς, ντόητσε βέλλε, Ισί Παρί, Μπιμπισι και ύστερα από όλα αυτά ένα τραγούδι σε στίχους Γιώργου Σεφέρη και μουσική Μ. Θεοδωράκη πέρασε μέσα από τη ραδιοφωνική συχνότητα στις ψυχές μας
«λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν΄ ανθίζουν
λίγο ακόμα και θα σηκωθούμε ψηλότερα…»
Λίγες μέρες μετά οι τοπικές εφημερίδες έφταναν στα σπιτικά μας, με τίτλους και σχόλια.
Εφημερίδα «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ»
1/12/1973. Ο Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης- Πρόεδρος της δημοκρατίας.
Νέα κυβέρνησις υπό τον κ Αν. Ανδρουτσόπουλον.
15/12/73 Επαύθη ο κ. Δήμαρχος
Δι΄ αποφάσεως του υπουργείου εσωτερικών κοινοποιηθείσης από 30 Νοεμβρίου, επαύθη ο Δήμαρχος Καστοριάς κ Σωτήριος Ζήκος. Χρέη προσωρινά δημάρχου ανετέθησαν εις τον πρόεδρον του δημοτικού συμβουλίου κ Κυριάκον Μπέλλιταν (Κούλη).
Εφημερίδα «ΝΕΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ»
Φρίκην και αγανάκτησιν ησθάνθη ο ελληνικός λαός με τα έκτροπα που εδημιούργησαν οι ταραχοποιοί του Πολυτεχνείου εις Αθήνας, διότι το ήθελαν ολίγοι αφιονισμένοι «λαμπράκηδες» και μωροφιλόδοξα γερόντια. Ο ελληνικός λαός αποδοκιμάζει τους βάρβαρους ταραξίες και εγκρίνει την λήψιν αυστηρών μέτρων προς ματαίωσιν εν τω μέλλοντι κάθε εκτροπής εν ονόματι του Αλλιέντε, της Ταυλάνδης και κάθε διεθνούς καθάρματος.
Καστοριά τέλος του 1973,
Ξαναγυρίσαμε στα γνωστά στέκια, και ήλθε έτσι ο χρόνος πούδειχνε πως η βόλτα στο τσαρσί άρχισε να φανερώνει τα πρώτα της κεσάτια. ΄Ολο και λιγότεροι πια οι «κατάδικοι». Τα νέα παιδιά είτε είχανε φύγει γι αλλού, είτε βρίσκανε εδώ τρόπους να δίνουνε ραντεβού δυο-δυο, κι ας έλεγε ο κόσμος τα κουτσομπολιά του. Δυο μπουάτ μάγευαν πολύ κόσμο τότε και ήταν κάτι πολύ πρωτότυπο για την πόλη μας.
Κι αν πούμε δυο λόγια για τους τωρινούς κατοίκους έχουνε άλλες έγνοιες γιατί η οικονομία περνάει τα σαράντα κύματα, γιατί τα συναισθήματα δίνουν τη δική τους μάχη, σε ένα κόσμο τεχνολογικά ανεπτυγμένο και που δεν τους λυπάται , κι όλο ζητάει και διότι η γη εξακολουθεί να αρρωσταίνει…
«ολομόναχοι κάτοικοι μιας αρρωστημένης γης» τόλεγε αυτό ο «Ριβιέρ» που σπούδαζε τότε…
Η βόλτα στο Τσαρσί είναι πια μια μακρινή υπόθεση… τυλιγμένη στα χρυσόχαρτα και τα βλέφαρα των κοριτσιών, στο pino silvestro αρρενωπή κολώνια της εποχής…
΄Αδειο το Τσαρσί έρημο, κι όμως ο δρόμος αυτός είχε τη δική του ιστορία και τότε που είμασταν κι εμείς εκεί και τα χρόνια της εβραϊκής κοινότητας και την προπολεμική περίοδο, οπότε όλα είναι αποτυπωμένα στις μνήμες μας και σ΄ όσους έζησαν κάποτε εδώ…