H Süddeutsche Zeitung σχολιάζοντας την απόφαση για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης σημειώνει: «Δικαστήριο στην Αθήνα έκρινε τους ηγέτες του νεοναζιστικού κόμματος Χρυσή Αυγή ένοχους για τη δημιουργία εγκληματικής οργάνωσης. Πολίτες και πολιτικοί, από τους συντηρητικούς έως την αριστερά, γιορτάζουν την απόφαση ως νίκη για το έθνος τους. Ορθά. Αυτή την ημέρα, το ελληνικό κράτος αποδείχθηκε ένθερμος υπερασπιστής της δημοκρατίας.Tο γεγονός ότι ένα κόμμα που εμφανίζεται με πορτρέτα του Χίτλερ, σβάστικες και προτεταμένο το δεξί χέρι ήταν σε θέση να αναπτυχθεί σημαντικά στην Ελλάδα, σε μια χώρα όπου ο τρόμος των ναζιστικών γερμανικών στρατευμάτων εξακολουθεί να είναι μια βαθιά πληγή, είναι από μόνο του ένα κυνικό αστείο της ιστορίας – και ένα παράδειγμα για το που μπορεί να οδηγήσει ο λαϊκισμός, όταν η οικονομική κρίση και η ανεργία κάνουν πολλούς ανθρώπους ευάλωτους σε ακατέργαστα μηνύματα μίσους. Από την Ελλάδα, η Ευρώπη μπορεί να μάθει πώς μπορεί να αναπτυχθεί η άβυσσος του δεξιού εξτρεμισμού – και πώς μπορεί να την καταπολεμήσει».
Για το ίδιο θέμα η Frankfurter Allgemeine Zeitung σχολιάζει: «Η Ελλάδα έζησε μια ταραχώδη δεκαετία, αλλά ακόμη και στις χειρότερες φάσεις της κρίσης χρέους δεν υπήρχε ποτέ κίνδυνος οι στρατηγοί να αναλάβουν την εξουσία, όπως έκαναν μεταξύ 1967 και 1974. Παρά τη μαζική ανεργία, μια άνευ προηγουμένου κατάρρευση της οικονομίας στην Ευρωζώνη, με μια ύφεση που κράτησε δέκα χρόνια, η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα δεν απειλήθηκε ποτέ. Αυτό αποδεικνύεται και από την απόφαση που εκδόθηκε κατά της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, ενός κόμματος που θα ήθελε να καταργήσει τη δημοκρατία στην Ελλάδα υπέρ μιας δικτατορίας, όπως αυτής της δεκαετίας του 1930. Η Χρυσή Αυγή ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστική μεταξύ των δεξιών εξτρεμιστικών κομμάτων στην ΕΕ. Θέλησε να δανειστεί σύμβολα από τον Εθνικοσοσιαλισμό… Η δίκη εναντίον της «Χρυσής Αυγής» ξεσκέπασε τους αυτόκλητους υπερασπιστές της πατρίδας ως άπληστους, οξύθυμους κλόουν, κάτι που κατάλαβε και το εκλογικό σώμα. Η ελληνική δημοκρατία άντεξε στη δοκιμασία που της έβαλε η Χρυσή Αυγή».
Η ιστορία ως πολιτικό όπλο
Σε εκτενές άρθρο της η Zeit αναφέρεται στο πώς η ιστορία γίνεται όπλο στην άσκηση πολιτικής σήμερα. Ανάμεσα σε άλλα αναφέρει: «Και η τρέχουσα ελληνοτουρκική σύγκρουση ανάγεται σε μια εκατονταετία εδαφικών διαφορών. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αμφισβητεί ανοιχτά τη Συνθήκη της Λωζάνης, που σφράγισε την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923 και καθόρισε τα σύνορα των δύο χωρών. Με τον τρόπο αυτό ο Ερντογάν θέτει εν αμφιβόλω για ένα εθνικό ταμπού στην Τουρκία, μια και δεν ήταν άλλος από τον ιδρυτή του κράτους Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ που ενέκρινε αυτή τη συνθήκη. Ο Ερντογάν έχει συγκεκριμένες επιδιώξεις παίρνοντας αποστάσεις απ’ αυτήν: Η Λωζάνη είναι ενοχλητική εάν θέλει να διεκδικήσει αποθέματα φυσικού αερίου μπροστά στην Κρήτη, να διεκδικήσει τα ύδατα της Κύπρου για την Τουρκία ή να κηρύξει τμήματα της Συρίας ή του Ιράκ ως αυλή της χώρας του».
Και η εφημερίδα συνεχίζει σε άλλο σημείο, αναφερόμενη αυτή τη φορά στις ελληνογερμανικές διαφορές: «Κάποιοι πιστεύουν στη Γερμανία ότι έχουμε επεξεργαστεί το παρελθόν καλύτερα από άλλους. Φυσικά, οι μέρες των γερμανικών εδαφικών αξιώσεων έχουν περάσει προ πολλού, αλλά οι Γερμανοί εμπλέκονται επίσης σε ιστορικές διενέξεις. Η Ελλάδα και η Πολωνία για παράδειγμα εξακολουθούν να απαιτούν αποζημιώσεις για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτό δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητο, ειδικά στην ελληνική περίπτωση. Ωστόσο, οι απαιτήσεις εξυπηρετούν επίσης σκοπούς που αφορούν τον στρατηγικό χειρισμό της ιστορίας. Αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα από τη χρονική στιγμή, κατά την οποία προβλήθηκαν οι αξιώσεις: Στην περίπτωση της Πολωνίας, ένας εθνικιστής πολιτικός του PiS συλλέγει μετά από εντολή της ηγεσίας του κόμματος υλικό για να θεμελιώσει αξιώσεις αποζημιώσεων σε μια εποχή που η ΕΕ επέκρινε την Πολωνία για παροπλισμό του κράτους δικαίου. Στην Ελλάδα, το κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα με υψηλές απαιτήσεις προς το Βερολίνο, μετά την αποδέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης από το πρόγραμμα βοήθειας της ΕΕ. Ορισμένοι Έλληνες πολιτικοί συνέδεαν τότε τις αποζημιώσεις με τα δάνεια των χωρών της ΕΕ, επειδή η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος χρηματοδότης. Έτσι η ιστορία θα βοηθούσε και τη Βαρσοβία και την Αθήνα στην επίλυση σημερινών προβλημάτων».
Μαρία Ρηγούτσου
DEUTSCHE WELLE