Ανησυχητικά τα ευρήματα της έρευνας του ΙΟΒΕ για τους καταναλωτές, με κυριότερο τη μεγάλη πτώση της εμπιστοσύνης, ενώ στην Ευρώπη ανακάμπτει. Μεγάλη ή μικρότερη αύξηση ανεργίας περιμένουν το 84% των καταναλωτών.
Σε πολύ χειρότερη θέση από τους καταναλωτές στην υπόλοιπη Ευρώπη φαίνεται ότι βρίσκονται οι Έλληνες καταναλωτές, όπως δείχνουν τα μάλλον ανησυχητικά ευρύματα των μηνιαίων σχετικών ερευνών του ΙΟΒΕ. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη επιδεινώθηκε αρκετά κατά το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου, προφανώς εξαιτίας της απογοητευτικής φετινής τουριστικής περιόδου, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθούσε αντίστροφη πορεία, κερδίζοντας συνεχώς έδαφος.
Από τις ενδείξεις που υπάρχουν μέχρι στιγμής για την κατάσταση στο… μέτωπο της ιδιωτικής κατανάλωσης, δύο είναι τα συμπεράσματα που εξάγονται:
- Η υπερβολική εξάρτηση της Ελλάδας από τον τουρισμό αποτελεί την κύρια πηγή προβληματισμού για τη συμπεριφορά των καταναλωτών, ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, που έχουν μικρότερο βαθμό εξάρτησης από το εισόδημα και τις θέσεις εργασίας του τουριστικού τομέα οι καταναλωτές περνούν πολύ ελαφρύτερα την κρίση της πανδημίας.
- Η επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης δεν συμβαδίζει με τα σενάρια της κυβέρνησης για δυναμική οικονομική ανάκαμψη το 2021. Αν δεν αλλάξει κάτι δραστικά, οι καταναλωτές δεν δείχνουν έτοιμοι να υποστηρίξουν με τις δαπάνες τους μια ανάκαμψη τύπου V.
Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ, που αποτελεί μέρος του Εναρμονισμένου Προγράμματος Ερευνών της ΕΕ από το 1972 και έχει σκοπό τη συλλογή πληροφοριών για τις προθέσεις των νοικοκυριών για δαπάνη και αποταμίευση, καθώς και την αξιολόγηση της αντίληψής τους για τους παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις τους, το κύριο συμπέρασμα είναι ότι ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης παρουσιάζει πολύ χειρότερη εικόνα στην Ελλάδα από την Ευρώπη εν μέσω της πανδημίας.
Όπως φαίνεται στο γράφημα, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση η καταναλωτική εμπιστοσύνη ανέκαμψε μετά την αρχική βουτιά που είχαν προκαλέσει τα περιοριστικά μέτρα, στην Ελλάδα η ανάκαμψη ήταν βραχύβια και από τον Ιούλιο ο δείκτης συνέχισε να υποχωρεί μέχρι και τον Σεπτέμβριο, κάτι που προφανώς συνδέεται με την την εξάρτηση της οικονομίας από τον τουρισμό:
Τα επιμέρους συμπεράσματα της έρευνας είναι τα ακόλουθα:
- Πίσω από την επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης βρίσκεται αντίστοιχη επιδείνωση των εκτιμήσεων των καταναλωτών για την οικονομική τους κατάσταση τους τελευταίους 12 μήνες. Ενώ τον Ιούλιο του 2020 το 24% των καταναλωτών δήλωναν ότι η οικονομική τους κατάσταση έχει υποστεί ελαφρά επιδείνωση, τον Σεπτέμβριο το ποσοστό αυξήθηκε στο 29%. Συνολικά ο δείκτης που αποτυπώνει την οικονομική κατάσταση των καταναλωτών επιδεινώθηκε από τις μείον -27,2 στις -30,3 μονάδες.
- Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης καταγράφεται σε μεγαλύτερο βαθμό στα φτωχότερα νοικοκυριά, όπου ο δείκτης οικονομικής κατάστασης υποχώρησε στο -40,7 τοις εκατό, ενώ για τα νοικοκυριά μεγαλύτερων εισοδημάτων η επιδείνωση είναι μικρότερη.
- Οι προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση της χώρας είναι ελαφρώς χειρότερες στην έρευνα του Σεπτεμβρίου. Ο σχετικός δείκτης έχει υποχωρήσει από το -38,2 στο -48,6.
- Ηπια επιδείνωση επίσης καταγράφεται και στις προβλέψεις των νοικοκυριών για τη μελλοντική τους οικονομική κατάσταση, με το σχετικό δείκτη να μειώνεται από τις -27,3 στις -35 μονάδες. Και σε αυτή την περίπτωση, τα φτωχότερα νοικοκυριά διατυπώνουν τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις για τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση.
- Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι έχουν μικρότερη πρόθεση να προχωρήσουν σε μείζονες αγορές είναι αυξημένο από το 42% στο 47% και ο σχετικός δείκτης που καταρτίζει το ΙΟΒΕ υποχωρεί από τις -46,1 μονάδες στις -50,1.
- Μεγάλη αύξηση της ανεργίας προβλέπει στην έρευνα του Σεπτεμβρίου το 59% των καταναλωτών από 56% στην έρευνα του Ιουλίου, ενώ ελαφρά αύξηση της ανεργίας περιμένει σύμφωνα με την έρευνα του Σεπτεμβρίου το 25%. Συνολικά δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των καταναλωτών (84 τοις εκατό) περιμένουν αύξηση της ανεργίας.
- Ελαφρά βελτιωμένη είναι η πρόθεση των καταναλωτών για αποταμίευση με τον σχετικό δείκτη να βελτιώνεται από το -65,3 στο -62,3. Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι αποταμιεύουν λίγο εμφανίζεται αυξημένο από το 17 στο 22%. Τα νοικοκυριά που δηλώνουν ότι μόλις τα βγάζουν πέρα μειώθηκαν από το 66 στο 61%.