Τι προβλέπει ο νέος πτωχευτικός. Τέλος στην προστασία της α’ κατοικίας. Όσοι χάνουν το σπίτι τους θα πρέπει να πληρώνουν ενοίκιο για να παραμείνουν σε αυτό
Το τέλος στην προστασία της 1ης κατοικίας, όπως τη γνωρίζαμε, φέρνει ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας, που θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2021. Το κείμενο, που δόθηκε στη διαβούλευση από το υπουργείο Οικονομικών έως τις 10 Σεπτεμβρίου, περιλαμβάνει ριζικές αλλαγές για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, με κυριότερη την πρόβλεψη ότι όσοι χάνουν το σπίτι τους θα πληρώνουν ενοίκιο για να μείνουν σε αυτό και θα έχουν δικαίωμα επαναγοράς του σε 12 χρόνια.
Ειδικότερα, ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας προβλέπει ότι στο στάδιο της συνολικής ρύθμισης οφειλών το κράτος θα προχωρά στην επιδότηση της δόσης των δανείων της 1ης κατοικίας, ως ένα κίνητρο επαναφοράς στη συνέπεια κάλυψης όλων των υποχρεώσεων. Εφόσον οι πιστωτές προβούν σε ενέργειες ρευστοποίησης της 1ης κατοικίας, τότε το κράτος θα παρεμβαίνει με σκοπό να αποφευχθεί η έξωση. Στο στάδιο της ρευστοποίησης από τους πιστωτές παρέχεται στήριξη από την Πολιτεία, μέσω της δημιουργίας ενός ιδιωτικού φορέα για την απόκτηση των ακινήτων, ο οποίος θα επιλεγεί από το κράτος μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας.
Ο εν λόγω φορέας θα υποχρεώνεται να αποκτήσει το ακίνητο που συνιστά την 1η κατοικία ευάλωτων κοινωνικά ομάδων, η οποία έχει δρομολογηθεί σε διαδικασία πλειστηριασμού, κατόπιν κήρυξης πτώχευσης ή αναγκαστικής εκτέλεσης. Επιπρόσθετα, ο φορέας θα υποχρεώνεται να παραχωρήσει την κατοικία προς χρήση στο ευάλωτο νοικοκυριό για 12 έτη, κατόπιν της καταβολής μισθώματος, το οποίο θα υποστηρίζεται από το κράτος με τη μορφή επιδόματος ενοικίου. Επίσης ο φορέας υποχρεούται να προσφέρει στον οφειλέτη τη δυνατότητα επαναπόκτησης του ακινήτου εντός 12 ετών.
Στα θετικά του νέου Πτωχευτικού Κώδικα καταγράφεται η διαδικασία διαγραφής των οφειλών για όσους βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία. Συγκεκριμένα, θα έχουν τη δυνατότητα είτε να ρυθμίζουν τις οφειλές τους είτε να απαλλάσσονται πλήρως από τα χρέη, ύστερα όμως από τη ρευστοποίηση όλων των περιουσιακών τους στοιχείων.
Ταυτόχρονα, ο Κώδικας εισάγει έναν προληπτικό μηχανισμό για την έγκαιρη προειδοποίηση του οφειλέτη, ώστε να μην οδηγείται σε διαδικασίες αφερεγγυότητας, μέσω διαδικασιών ενημέρωσης και στήριξης σε φυσικά και νομικά πρόσωπα προκειμένου να καλύψουν ή να αναδιαρθρώσουν τις οφειλές τους.
Στα θετικά περιλαμβάνεται και η δυνατότητα των επιχειρήσεων να προσφύγουν σε διαδικασία εξυγίανσης, για την οποία θα απαιτείται η συναίνεση δύο κατηγοριών πιστωτών: αυτών που έχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις και των υπόλοιπων πιστωτών, σε ποσοστό 50% της κάθε κατηγορίας. Ωστόσο, η συμφωνία θα επικυρώνεται από το δικαστήριο, μόνον εάν συναινέσει ποσοστό 60% των πιστωτών όλων των κατηγοριών, οπότε στην περίπτωση αυτή θα επέρχεται και αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων των ενέγγυων πιστωτών. Οι πιστωτές που μειοψήφησαν θα δεσμεύονται από τη συμφωνία, εφόσον ικανοποιείται η βασική αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών που ανήκουν στην ίδια κατηγορία (εκτός εάν συντρέχουν σοβαροί εμπορικοί ή κοινωνικοί λόγοι).
Σημαντικό επίσης είναι ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων δεν θα επηρεάζονται από τη συμφωνία εξυγίανσης και οι απαιτήσεις τους δεν θα καταλαμβάνονται από αναστολή καταδιωκτικών μέτρων. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η επίτευξη προληπτικής αναδιάρθρωσης οφειλών, τότε προβλέπεται η δυνατότητα πτώχευσης, τόσο των φυσικών όσο και των νομικών προσώπων. Στην περίπτωση αυτή δρομολογείται η διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, με ταυτόχρονη απαλλαγή του οφειλέτη από τα υπόλοιπα των οφειλών του. Στην περίπτωση των νομικών προσώπων, ήδη με την απόφαση κήρυξης της πτώχευσης αποφασίζεται η ρευστοποίηση είτε του συνόλου της επιχείρησης είτε των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων της και αν δεν επιτευχθεί η πώληση ως σύνολο εντός 18 μηνών, εκποιούνται τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία. Στην περίπτωση των φυσικών προσώπων, αυτά οφείλουν να συνεισφέρουν και με τα εισοδήματά τους που υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, πέραν της ρευστοποίησης των λοιπών περιουσιακών στοιχείων τους, μέχρι να επέλθει η απαλλαγή τους.
Η πτώχευση συνοδεύεται απαρέγκλιτα από την απαλλαγή οφειλών. Αυτή η διαδικασία υλοποιείται γρήγορα, μέσα σε ένα έτος, εάν οι οφειλέτες απολέσουν την περιουσία τους, εκτός αν προβληθούν ενστάσεις για δόλια πτώχευση ή απόκρυψη στοιχείων από τους πιστωτές. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που οι οφειλέτες δεν διαθέτουν περιουσία, τότε η απαλλαγή οφειλών πραγματοποιείται σε τρία έτη, οπότε και θα πρέπει να καταβάλλουν το υπόλοιπο του εισοδήματός τους που περισσεύει μετά την κάλυψη των εύλογων δαπανών διαβίωσης.
Τέλος, απαλλάσσονται τα μέλη διοίκησης των νομικών προσώπων που πτωχεύουν, ρύθμιση που, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, επιλύει ένα διαχρονικό πρόβλημα με την ευθύνη των διοικούντων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να ευθύνονται για τις οφειλές της επιχείρησης, ακόμη και μετά την πτώχευσή της. Πλέον με το νέο πλαίσιο επέρχεται απαλλαγή των διοικούντων του νομικού προσώπου που πτώχευσε, εντός τριών ετών από την αίτηση για πτώχευση ή δύο ετών από την κήρυξη πτώχευσης (ό,τι επέλθει νωρίτερα).