Η διπλωματική εργασία επιδιώκει να προσδώσει στην πόλη χώρους πολιτιστικής δραστηριότητας και παράλληλα να δημιουργήσει ένα «πάρκο πολιτισμού» που θα λειτουργεί για ολόκληρη την πόλη και θα λειτουργήσει διαδραστικά στον καθημερινό περίπατο των κατοίκων της.
Φοιτήτριες : Μηντσούλη Αλεξάνδρα Σταύρου Βαρβάρα
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών (2013)
Επιβλέποντες Καθηγητές: Κόκκορης Παναγιώτης, Ξάνθη Θεώνη, Παπαγιαννόπουλος Γεώργιος
[Η διπλωματική εργασία επιδιώκει να προσδώσει στην πόλη χώρους πολιτιστικής δραστηριότητας και παράλληλα να δημιουργήσει ένα «πάρκο πολιτισμού» που θα λειτουργεί για ολόκληρη την πόλη και θα λειτουργήσει διαδραστικά στον καθημερινό περίπατο των κατοίκων της. Επίσης οι συνθετικές της επιλογές υποδεικνύουν την συνάθροιση ατόμων μέσα ή γύρω από κάτι , αυτόνομες μεταξύ τους χρήσεις που όμως υπάρχει η δυνατότητα να λειτουργήσουν συνεργατικά, καθώς και ένας επαναπροσδιορισμός όσον αφορά στη σχέση του κατοίκου με τη λίμνη η οποία ως τώρα είναι καθαρά οπτική και γραμμική.]
Η διπλωματική αυτή εργασία εκπονήθηκε στην σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Δ.Π.Θ. Περιλαμβάνει το σχεδιασμό του κέντρου πολιτισμού Καστοριάς με χρήσεις όπως δημοτικό αμφιθέατρο, δημοτική βιβλιοθήκη, δημοτικά εργαστήρια κ.α. σε ένα οικόπεδο 30 στρ στην είσοδο της πόλης με ένα κτιριολογικό πρόγραμμα 6000 τμ περίπου.
Δεδομένου ότι η πόλη δεν περιέχει πλέον κανενός είδους πολιτιστικές χρήσεις , καθώς το πνευματικό κέντρο που υπήρχε έχει κλείσει, επιχειρήθηκε από την ομάδα να εντάξει σε ένα συνολικό πλάνο αυτές τις χρήσεις που θα περιλαμβάνει και ένα αστικό πάρκο , ώστε η όλη σύνθεση να αποτελέσει κάτι σαν ένα πολιτιστικό πάρκο για την πόλη της Καστοριάς.
Τα δεδομένα της παρούσας εργασίας αποτελούν οι στόχοι που έθεσε η ομάδα καθώς το κτιριολογικό πρόγραμμα δημιουργήθηκε εξ’ αρχής με μία ρεαλιστική υπόθεση εργασίας στο οικόπεδο που προορίζεται από το Δήμο για Πολιτιστικές χρήσεις.
Οι γενικοί στόχοι της παρούσας εργασίας:
-Κάλυψη των αναγκώντης πόλης ως προς την έλλειψη πολιτιστικών χώρων – Συσχετισμόςτηςσύνθεσηςμετονπαραλίμνιοπερίπατο
Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της πόλης είναι η λίμνη της και αποτελεί καθημερινή συνήθεια των κατοίκων της, ο περίπατος στο παραλίμνιο κομμάτι. Γι’ αυτό σαν πρώτο δεδομένο στη συνθετική διαδικασία αποτέλεσε η τοποθέτηση των χρήσεων σε άμεση συσχέτιση με τη λίμνη, ώστε να είναι προσεγγίσιμες στον καθημερινό χρήστη χωρίς απαραίτητα να αποτελούν το βασικό του προορισμό.
Διαβάθμιση αστικού–φυσικού
Στην περιοχή μελέτης η μετάβαση από το φυσικό στο αστικό τοπίο (δηλαδή από το μέτωπο της πόλης μέχρι την επαφή της με τη λίμνη) δεν είναι ομαλή παρά διακόπτεται από ένα δρόμο ταχείας κυκλοφορίας. Βασική επιδίωξη ήταν εξ’ αρχής η διαβάθμιση αυτή μέσω της δημιουργίας ενδιάμεσων χώρων.
Κλιμάκωση – Διαβάθμιση χώρων – ροηκότητα – κυκλοφορία
Η ιεράρχηση του υπαίθριου χώρου και η διαβάθμιση των υλικών από το αστικό στο φυσικό, που σε συνδυασμό με την άρθρωση των διαδρομών που θα διατρέχουν την περιοχή μελέτης, θα εξασφαλίζουν τη ροηκότητα της λύσης (δυνατότητα προσπέλασης του χώρου με ποικίλους τρόπους).
Συσχετισμός λειτουργιών
Δημιουργία ενός συνόλου από λειτουργίες συσχετισμένες και παράλληλα αυτόνομες, μέσω της αλληλεπίδρασης υπαίθριου-κλειστού χώρου και της εναλλαγής χρήσεων και όχι ένα μονοσήμαντο κτίριο.
Επαφή με τη λίμνη – Συνέχεια του παραλίμνιου περιπάτου
Συνέχεια του παραλίμνιου περιπάτου μέσα στο οικόπεδο, δημιουργώντας ένα πολιτιστικό πάρκο αλλά και συνεχής επαφή με τη λίμνη οπτική αλλά και απτική.
Στην προσπάθεια το θέμα να αποκτήσει ισορροπία ως προς τη συνεκτικότητα υπαίθριου-κλειστού, και να μην προκύπτουν “υπολείμματα χώρων”, να επιτευχθεί η διαβάθμιση αστικού- φυσικού, καθώς επίσης το θέμα να μην αποτελέσει ένα αυτοτελές κτίριο, χρησιμοποιήθηκαν διάφορες συνθετικές μέθοδοι. Σημαντικό ρόλο έλαβαν οι δύο μεγάλοι πόλοι του θέματος (αμφιθέατρο- βιβλιοθήκη), οι οποίοι χρησίμευσαν ως τα δύο αντίβαρα της σύνθεσης που θα άρθρωναν τη λύση.
Όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες αποτέλεσαν τη σύνδεση τους και αρθρώνονταν πάνω τους, δημιουργώντας παράλληλα ανάμεσά τους υπαίθριους χώρους διαφορετικού χαρακτήρα και ποιοτήτων (διαβάθμιση αυλών). Σχετικά με την αντιμετώπιση της ζώνης μετάβασης από το αστικό στο φυσικό, και λόγω του ότι το ίδιο το οικόπεδο είναι η μετάβαση αυτή, επιχειρήσαμε να εισχωρήσει σε αυτό, από τη μία ο αστικός ιστός και από την άλλη το φυσικό στοιχείο της λίμνης, ώστε η συμβολή τους να αρθρώσει τη λύση.
Αξιοποιώντας τα συνθετικά εργαλεία και μέσα από τη συνθετική διαδικασία η λύση αρθρώθηκε ως εξής:
Η προέκταση των δύο ορίων (αστικό, φυσικό)δημιούργησε δύο κοιλότητες, οι οποίες λόγω της ιδιαιτερότητας των στοιχείων που τις γέννησαν, διαπλάστηκαν με διαφορετικό τρόπο. Η πρώτη μετασχηματίστηκε σε μια πλατφόρμα μπετό- επέκταση του επιπέδου του δρόμου, η οποία ορίζεται στα ίχνη μιας τεθλασμένης γραμμής, από σκληρό όριο, έναν πέτρινο τοίχο. Η δεύτερη προέκυψε από την εκτροπή του υφιστάμενου δρόμου, αναδεικνύοντας το «κρυμμένο» φυσικό στοιχείο, με μια πιο διακριτική, χαλαρή οριοθέτηση, που διαβάζεται από το μεταλλικό σκελετό του κτισμένου.
Τέλος, στη ζώνη της διαπλοκής των ορίων, τα δύο στοιχεία αρθρώνουν το ίδιο το δομικό σύστημα του κτιριακού όγκου, αφού τα βαριά υλικά (μπετό, πέτρα) δομούν το δίπολο της σύνθεσης με τις κύριες λειτουργίες το αμφιθέατρο και η βιβλιοθήκη (κύριες από εννοιολογικής άποψης αλλά και από θέμα όγκου) , ενώ τα ελαφριά στοιχεία (μέταλλο, ξύλο) τις υπόλοιπες και μικρότερου μεγέθους χρήσεις όπως δημοτικά εργαστήρια, μικρός εκθεσιακός χώρος, διοίκηση του κέντρου κ.α. Έτσι ανάμεσα από τους κτιριακούς όγκους δημιουργούνται υποχώροι (αυλές) υπαίθριοι αλλά και ημιυπαίθριοι διαφορετικού χαρακτήρα ανάλογα με τις χρήσεις που τους περιβάλουν. Όλος ο υπόλοιπος υπαίθριος χώρος διαμορφώνεται ως ένα πάρκο άλλοτε πιο αστικό με σημειακή φύτευση και άλλοτε πιο φυσικό με λόφους και δέντρα.