Όσο «κρατάει» η συζήτηση και οι προβλέψεις, για το ποιόν θα προτείνει η κυβέρνηση για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, τόσο περισσότερο το η πολιτική σκηνή «πολώνεται» σχετικά με την ιδιότητα που πρέπει να έχει ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Πρόεδρος Δημοκρατίας – 2020: Μια πολιτική, θεσμική ίσως κι ιδεολογική, αλλά σε κάθε περίπτωση άτυπη, διαμάχη καταγράφεται το τελευταίο διάστημα όσο το ερώτημα του ποιος θα είναι ο νέος κάτοικος του προεδρικού μεγάρου μένει μετέωρο. Το επίδικο είναι το αν το πρόσωπο του νέου ανώτατου πολιτειακού άρχοντα θα πρέπει να προέρχεται από τον χώρο της ενεργούς πολιτικής ή από άλλον. Να είναι, δηλαδή, πρώην υπουργός, βουλευτής, αρχηγός κόμματος ή να είναι ακαδημαϊκός, δικαστικός, άνθρωπος της τέχνης ακόμη και τεχνοκράτης της οικονομίας.
Μάλιστα εύκολα παρατηρεί κανείς πως σύγκρουση αντιλήψεων για το θέμα έχει «διακομματικό» χαρακτήρα. Καταγράφονται δηλαδή απόψεις σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο άπαντες περιμένουν την απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη, όμως η φημολογία των τελευταίων εβδομάδων θέλει αρκετά ονόματα «μη πολιτικών προσώπων» να βρίσκονται στην λίστα του. Όμως στην Νέα Δημοκρατία έχει ήδη υπάρξει «ρεύμα» υπέρ της επιλογής ενός πολιτικού προσώπου μια και έχουν υπάρξει δημόσιες τοποθετήσεις που στηρίζουν είτε την υποψηφιότητα του Αντώνη Σαμαρά, είτε την υποψηφιότητα του Προκόπη Παυλόπουλου. Δύο προσώπων δηλαδή όχι απλά προερχόμενων από την ενεργό πολιτική αλλά και με διακριτό πολιτικό στίγμα. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο πρωθυπουργός με σιβυλλικές δηλώσεις είτε στις συνεντεύξεις του είτε στα δημοσιογραφικά πηγαδάκια έχει κρατήσει ουσιαστικά κλειστά τα χαρτιά του για το θέμα. Διατηρώντας μέχρι τέλους όπως φαίνεται ο «πρωθυπουργικό προνόμιο» στο θέμα της επιλογής του νέου προέδρου. Άλλωστε – θυμίζουμε – με την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση έχει αποσυνδεθεί πλέον η προεδρική εκλογή από την διάλυση του κοινοβουλίου δημιουργώντας συνθήκες κυβερνητικής σταθερότητας.
Στον ΣΥΡΙΖΑ κυρίαρχη φαίνεται να είναι η άποψη της επιλογής ενός πολιτικού προσώπου. Όχι μόνον γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση έχει ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ της ανανέωσης της θητείας του Προκόπη Παυλόπουλου αλλά και γιατί θεωρείται πως στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία δεν μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση για παράδειγμα του πρώην προέδρου της Βουλής Νίκου Βούτση που σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στο «Κόκκινο» σημείωσε πως «οι προηγούμενοι πρόεδροι της Δημοκρατίας ήταν στελέχη πολιτικών κομμάτων, ήταν πολιτικοί, είχαν πάντα την ευκαιρία εφόσον είχαν δόκιμη υπηρεσία, μιας δεύτερης θητείας». Μάλιστα σε πρόσφατη ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμαινε πως σε όσες ή όσους θα προταθούν για τον θεσμό «δεν μπορούν να περιλαμβάνονται πρόσωπα που δεν γνωρίζουν καν ποια είναι τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και τι είναι η υφαλοκρηπίδα».
Το Κίνημα Αλλαγής ο μόνος «περιορισμός» που έχει προτείνει για να στηρίξει κάποια υποψηφιότητα είναι όποιος προταθεί να προέρχεται από τον χώρο της προοδευτικής παράταξης. Με δεδομένο όμως ότι σε δημόσια δήλωσή της η Φώφη Γεννηματά έχει επισημάνει ότι όλοι οι πρώην πρόεδροι του ΠΑΣΟΚ (Κ.Σημίτης, Γ.Παπανδρέου, Ε.Βενιζέλος) πληρούν τα κριτήρια για την θέση του προέδρου της Δημοκρατίας προφανώς και το ΚΙΝ.ΑΛ «κλίνει» προς μία υποψηφιότητα πολιτικού προσώπου και μάλιστα ιδιαίτερα έμπειρου.
Οι υποστηρικτές της «πολιτικής επιλογής» στηρίζουν την πεποίθησή τους στην τρέχουσα συγκυρία. Κυρίως στην δύσκολη περίοδο που περνούν οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Εκτιμούν ότι σε τέτοιες καταστάσεις απαιτείται, βαθιά γνώση των εθνικών θεμάτων. Όμως θεωρούν πως επειδή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παίζει ρόλο στην διεθνή εικόνα της χώρας, οφείλει να διαθέτει και το λεγόμενο «πολιτικό ένστικτο». Αυτό που αποκτάται κυρίως από την εμπειρία στην άσκηση πολιτικής. Το δεύτερο επιχείρημα που προβάλλεται είναι η πολιτική λειτουργία του Προέδρου της Δημοκρατίας και η δυνατότητα του να προωθεί τον πολιτικό διάλογο των πολιτικών δυνάμεων στην κατεύθυνση της επίτευξης συναινέσεων.
Οι υποστηρικτές της «μη πολιτικής» επιλογής ομολογουμένως απαντώνται περισσότερο σε δημοσιογραφικές στήλες και λιγότερο στις δημόσιες απόψεις πολιτικών στελεχών. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και τέτοιες γνώμες στα πολιτικά κόμματα και κυρίως στην Νέα Δημοκρατία. Άλλωστε είναι γνωστό ότι υφίστανται δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ πολιτικής και δημοσιογραφίας. Κύρια επιχειρήματα αυτής της πλευράς είναι η ανάγκη να δοθεί ο συμβολισμός ότι η πολιτική ζωή της χώρα γυρίζει σελίδα ξεχνώντας συνήθειες του παρελθόντος. Επίσης ότι τον ρόλο του χειρισμού των εθνικών ζητημάτων έχει αντικειμενικά ο εκάστοτε πρωθυπουργός της χώρας αφού από τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει αφαιρεθεί σχεδόν σε ολοκληρωτικό βαθμό κάθε εκτελεστική αρμοδιότητα ή η δυνατότητα έμμεσης επιρροής στην εκτελεστική εξουσία. Ουσιαστικά η απόψεις αυτές αναζητούν μια προεδρία με μεγαλύτερη εσωστρέφεια.
Φυσικά η υπόθεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, έχει και το στοιχείο των πολιτικών επιδιώξεων. Τέτοιες – και είναι θεμιτές – υπάρχουν τόσο στην Νέα Δημοκρατία όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ ή το Κίνημα Αλλαγής. Δηλαδή στα τρία πιο ισχυρά κοινοβουλευτικά κόμματα που όπως δείχνουν τα πράγματα θα εμπλακούν περισσότερο από τα υπόλοιπα στην όλη διαδικασία.
Σε κάθε περίπτωση – όπως αναφέραμε- η τελική επιλογή ανήκει στον Κυριάκο Μητσοτάκη και όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι θα ανακοινώσει τον εκλεκτό ή την εκλεκτή του προς το τέλος Ιανουαρίου η και αργότερα. Μετά την ψήφιση νέου εκλογικού νόμου.