Κατά 4,9 έτη έχει αυξηθεί η μέση ηλικία των εργαζομένων στην Ελλάδα την τελευταία 30ετία, ακολουθώντας τις τάσεις «γήρανσης» του γενικού πληθυσμού. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 η μέση ηλικία των απασχολούμενων στη χώρα μας ήταν τα 39,5 έτη ενώ το 2018 έφτασε στα 44,4 έτη. Αντίστοιχα, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 η μέση ηλικία του γενικού ελληνικού πληθυσμού ήταν τα 37,5 έτη για να φτάσει στο 2018 στα 43,7 έτη. Δηλαδή σε αυτό το χρονικό διάστημα ο ελληνικός πληθυσμός «γέρασε» κατά 6,2 έτη και οι εργαζόμενοι κατά 4,9 έτη. Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνονται σε μελέτη για την ηλικιακή δομή της απασχόλησης ανά οικονομική δραστηριότητα και επάγγελμα την οποία πραγματοποίησε το Ελληνικό Ινστιτούτο για την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία (ΕΛΙΝΥΑΕ).
Στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη, την οποία έχει διεξάγει η κ. Δήμητρα Πινότση, αποτυπώνονται οι μεταβολές της μέσης ηλικίας των απασχολούμενων σε 10 κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Αποδεικνύεται πως η μεγαλύτερη «γήρανση» του εργατικού δυναμικού παρουσιάζεται στον κλάδο των κατασκευών και της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος φυσικού αερίου ατμού και κλιματισμού (τα τελευταία χρόνια υπάρχει ραγδαία αύξηση της απασχόλησης στον κλάδο). Διαχρονικά βέβαια, ο γηραιότερος πληθυσμός απασχολούμενων εντοπίζεται στον κλάδο της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας. Ακολουθεί ο ηλεκτρισμός, τα ορυχεία, λατομία, μεταλλεία, οι κατασκευές, οι μεταφορές, η μεταποίηση, οι χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες και το χονδρικό εμπόριο. Οι «νεότεροι» εργαζόμενοι της χώρας εντοπίζονται στον κλάδο των ξενοδοχείων τον μοναδικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας όπου παρατηρείται μείωση της μέσης ηλικίας των εργαζομένων από 39,6 έτη το 1993 σε 38,8 έτη το 2018. Κι αυτό παρά το γεγονός πως μετά το 2012 σημειώνεται αύξηση κατά 2 μήνες ανά έτος.
Αναλυτικά, στον πρωτογενή τομέα, που περιλαμβάνει τον κλάδο της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας, παρατηρείται μικρή μείωση της συμμετοχής στην απασχόληση των εργαζομένων 20 – 24 ετών από το 1981 ως σήμερα και αύξηση σχεδόν 10% των εργαζομένων 45-64 ετών. Ουσιαστικά η απασχόληση στον κλάδο έχει μειωθεί, ειδικά από το 2004 κι έπειτα, αλλά το πλήθος των απασχολούμενων 45-64 ετών παραμένει σχετικά σταθερό, ενώ οι εργαζόμενοι σε όλες τις άλλες ηλικιακές ομάδες έχουν μειωθεί. Διαχρονικά από το 1981 ως σήμερα στον κλάδο της γεωργίας υπάρχουν αυξομειώσεις της μέσης ηλικίας απασχόλησης των εργαζομένων. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής από το 2000 κι έπειτα φαινόταν να αυξάνεται κατά 1,5 μήνα το έτος. Αλλά μετά το 2012 διπλασιάστηκε στους 3 μήνες/έτος, σχεδόν δηλαδή κάθε τέσσερα χρόνια η ηλικία των απασχολούμενων στον κλάδο μεγαλώνει κατά έναν χρόνο.
Στον δευτερογενή τομέα κι ενδεικτικά στον κλάδο της μεταποίησης παρατηρείται μείωση της απασχόλησης κατά 6% στην ηλικιακή ομάδα 20-24 και κατά 5% στην ηλικιακή ομάδα 25-29. Κατά 9% αυξήθηκε η συμμετοχή στην απασχόληση των 30-44 και κατά 11% στην απασχόληση των 45-64 ετών. Η εξέλιξη της μέσης ηλικίας στη μεταποίηση αυξάνεται από το 1981 ως το 2018. Μετά το 2000 παρουσιαζόταν αύξηση της μέσης ηλικίας της απασχόλησης κατά 2,3 μήνες ανά έτος ενώ από το 2012 κι έπειτα φαίνεται να μην είναι τόσο ραγδαία η αύξηση (1,4 μήνες ανά έτος).
Στον τριτογενή τομέα κι ενδεικτικά στον κλάδο των δραστηριοτήτων υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης (ξενοδοχεία και εστιατόρια) παρατηρείται αύξηση της απασχόλησης. Αυτός είναι ένας κλάδος που παρατηρείται αύξηση της συμμετοχής της απασχόλησης κατά 3% των απασχολούμενων ηλικίας 25 ως 29 ετών, ενώ είναι σχεδόν σταθερή η συμμετοχή στην απασχόλησης των 30 και άνω διαχρονικά. Η μέση ηλικία των εργαζομένων σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, ήταν το 1993 τα 39,6 έτη για να φτάσει στο 2012 τα 37,5 έτη. Ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχει αύξηση της μέσης ηλικίας απασχόλησης. Συγκεκριμένα από το 1993 ως το 2012 υπήρξε μείωση της μέσης ηλικίας απασχόλησης κατά 1,5 μήνα ανά έτος, ενώ μετά το 2012 είχαμε αύξηση κατά 2 μήνες ανά έτος.
«Ο κόσμος της εργασίας τα τελευταία χρόνια, χαρακτηρίζεται από ραγδαίες αλλαγές οι οποίες οφείλονται σε τεχνολογικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Η ταχύτητα που χαρακτηρίζει τις μεταβολές αυτές, δεν έχει επιτρέψει την συνολική και σε βάθος διερεύνηση των επιπτώσεων σε σχέση με τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα όσον αφορά το κομμάτι της υγείας και ασφάλειας. Στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο του ΕΛΙΝΥΑΕ παρακολουθήσαμε με μεγάλο ενδιαφέρον την αποτύπωση της τρέχουσας κατάστασης και την διατύπωση προτάσεων για τη βελτίωση του πλαισίου της εργασίας, από ειδικούς – εκπροσώπους κορυφαίων ευρωπαϊκών φορέων με τους οποίους το ΕΛΙΝΥΑΕ είτε διαθέτει πλαίσιο συνεργασίας, είτε προτίθεται να δημιουργήσει ώστε να συμβάλει στην αποτύπωση της κατάστασης, και κυρίως στην ανάλυση και διατύπωση προτάσεων με εστίαση στην ελληνική πραγματικότητα», δηλώνει η Πρόεδρος ΔΣ του ΕΛΙΝΥΑΕ κ. Ρένα Μπαρδάνη.