[Καστοριά – κατοχή]: Επιστολή του δημάρχου Φιλολάου Πηχεών προς τον έμπορο γουναρικών Λάζο Κοσμά.
Καστορία 18 Ιανουαρίου 1942
Αγαπητέ Λάζο
Είμαι καλά ευχόμενος και εις σε, την Καλλιόπην και τα παιδιά το ίδιον. Το Νέον έτος εύχομαι ολοψύχως αίσιον και ευτυχές. Δεν σου έγραψα πολύν καιρόν και σου ζητώ συγγνώμην, δεν το έκαμα από αμέλεια αλλά από τις παρά πολλές σκουτούρες. Το βέβαιον είνε ότι πιάσθηκα εις ένα χορόν που δεν μπορώ να ξεφύγω και όταν ξεφύγω θα είμαι ράκος πλέον. Δεν είμαι πλασμένος για τέτοιες δουλειές. Ο Δήμαρχος πρέπει να είναι ψεύστης, άτιμος, βαγαπόντης, άδικος, άπονος, κακόπιστος κτλ. Πράγματα τα οποία λείπουν δυστυχώς από μένα δια τούτο δε και δεν μπορώ να κάνω την δουλειά μου. Τους λέγεις την αλήθεια γίνεσαι κακός. Όταν θ’ αποφασίσω να φύγω θα με ζητήσουν αλλά θα είνε αργά. Δυστυχώς δε και οι πατριώτες μας, άνθρωποι διανοητικώς ουχί αρκούντως ανεπτυγμένοι, είνε καχύποπτοι αποβλέποντες μόνον εις τα ατομικά των συμφέροντα, μη εννοούντες να προσφέρωσιν ουδεμίαν υπηρεσίαν προς την πατρίδα τους άνευ υλικού συμφέροντος πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, εννοείται όμως ότι και αυτοί κακολογούνται υπό των άλλων ουχί δι’ άλλον λόγον αλλά διότι προσφέρονται να υπηρετήσωσι δωρεάν την πατρίδα τους.
Προ καιρού είχον λάβει μίαν κάρταν του Κώστα του Χρήστου που έχει ο θείος του το Καφφενείον Ηλύσσια ο συμπατριώτης του Ούλα(😉 και μου έγραφεν ότι ο Νίκος είχε μεταβεί εις Αθήνας να πάρη την οικογένειαν του να την φέρη εις Θεσ/νίκην έκτοτε όμως δεν έλαβον καμμίαν απάντησιν. Σε παρακαλώ, εάν ευρίσκεται εκεί να μου γράψη διότι τα φασόλια και την φακή τα έχω έτοιμα από τότε και τι να τα κάμω να μη νομίζη ότι δεν εξεπλήρωσα την υπόσχεσή μου. Από τρόφιμα πως πάτε εκεί. Εδώ είμεθα χαμένοι κυριολεκτικώς. Φασόλια Φακή. Καρκαλέτσι (λάχανο με μπουλγκούρι) και τανάπαλιν χωρίς λάδι και μισοαλατισμένα, ψάρια γιοκ από την ημέρα που πάγωσε η λίμνη, κρέας νιξ, ζαρζαβάτια νόντσε, τι θα απογίνει ένας θεός το γνωρίζει. Το λάδι εδώ εις την Μαύρη αγορά πωλήθηκε 1500 δραχμάς.
Εγώ δυστυχώς που έχω απόλυτον ανάγκην από λάδι για να παίρνω λίγο κάθε πρωί λόγω παθήσεως του ήπατος κατόπιν εντολής του ιατρού αδύνατον να εύρω. Που θα καταλήξη άγνωστον και δεν φθάνει μόνον η ηθική στενοχώρια αλλά να μην βρίσκης και να τρως και ως εκ περισσού είνε και ο βαρύς χειμών και η ακαταστασία του καιρού που εκνευρίζει(😉 τον κόσμον, τουλάχιστον να είχαμε καλοκαιρίαν να βγαίνομεν εις το βουνό να μαζεύομεν και λίγα χορτάρια δια ποικιλίαν του φαγητού αλλά και αυτά θέλουν λάδι και δεν υπάρχει, άφησε τα να παν στο διάβολο στο σημείον που φθάσαμε, και ας ευχηθώμεν εις τον θεόν να μας γλυτώσει το ταχύτερον από τα βάσανα.
Ο Γιάννης είναι καλά τώρα ( ο Βαλαλάς) και πηγαίνω κάπου κάπου και τον βλέπω εις το σπίτι και τα λέμε αλλά δεν βγαίνει διότι υπάρχει φόβος πολύς από το πέσιμο, χιόνια πολλά και πάγος και στους δρόμους υπάρχει κίνδυνος να πέσει κανείς και να τσακισθεί.
Αυτά που λέγεις αγαπητέ Λάζο.
Εις την Καλλιόπην λέγεις τους χαιρετισμούς μου ως και τους χαιρετισμούς της Κατίνας επίσης δε και εις τα παιδιά σου.
Η Κατίνα σας εύχεται το νέον έτος ευτυχές
Με πολλήν αγάπην
[υπογραφή = Φιλόλαος Πηχεών]
Σχόλιο
Την επιστολή γράφει στις 18 Ιανουαρίου 1942 ο δήμαρχος Καστοριάς Φιλόλαος Πηχεών και την αποστέλλει στον Καστοριανό Λάζο [Λάζαρο] Κοσμά, έμπορο γουναρικών στη Θεσσαλονίκη. Επαρκή στοιχεία για τον Φ. Πηχεών υπάρχουν και μπορεί να τα δει κανείς στο διαδίκτυο. Εδώ παρατίθενται μερικές πληροφορίες για τον παραλήπτη της επιστολής Λάζο Κοσμά. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου έζησε στην Αμερική ασκώντας το επάγγελμα του εμπόρου γουναρικών και επέστρεψε οριστικά από εκεί το 1931 για να δημιουργήσει στη Θεσσαλονίκη σπουδαίο κατάστημα γουναρικών. Από ένα μισθωτήριο που έχει σωθεί προκύπτει ότι το Νοέμβριο του 1942 ανανεώνει την μίσθωση του καταστήματος που ενοικίαζε τα προηγούμενα χρόνια στην οδό Τσιμισκή και το οποίο θα συνέχιζε την λειτουργία του για πολλά χρόνια ακόμα μετά τον πόλεμο.
Το γράμμα αποτελείται από δύο διακριτά μέρη: το πρώτο αναφέρεται στις εκτιμήσεις του Πηχεών για τις ιδιότητες που πρέπει να έχει ένας αποτελεσματικός δήμαρχος, τέτοιες που ο ίδιος δεν έχει, με αποτέλεσμα η ενασχόλησή του με τα κοινά να τον καθιστά ένα ανθρώπινο ράκος. Και το δεύτερο μέρος δίνει μια καθαρή εικόνα της επισιτιστικής καταστάσεως που επικρατεί στη πόλη της Καστοριάς κατά το πρώτο μήνα του 1942.
Ο τρόπος με τον οποίον χαρακτηρίζονται οι πολίτες από τον δήμαρχο είτε όσον αναφορά την διανοητική τους κατάσταση είτε την στάση τους απέναντι στη πατρίδα – η γενίκευση που επιχειρείται στη συγκεκριμένη περίπτωση συνήθως δεν αποτελεί ασφαλές μέτρο εκτιμήσεως της πραγματικής καταστάσεως της κοινωνίας καθώς αυτή είναι περισσότερο σύνθετη και λειτουργεί με ποικίλους συνδυασμούς, ενώ διαμορφώνεται και εξελίσσεται μέσα στο χρόνο με έντονους ρυθμούς, απρόβλεπτους συνήθως σε ιδιαίτερες περιόδους, όπως ήταν η κατοχή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή από τον δήμαρχο της επισιτιστικής καταστάσεως της πόλεως. «Από τρόφιμα πώς πάτε εκεί;» θα ρωτήσει και θα του δοθεί η ευκαιρία να περιγράψει συνοπτικά, αλλά με επάρκεια, τη κατάσταση στη Καστοριά. Φασόλια και φακές υπάρχουν όμως λείπουν τα ψάρια, το κρέας και τα ζαρζαβατικά. Ιδιαίτερα αισθητή είναι η έλλειψη του λαδιού, ενός προϊόντος απαραίτητου σε κάθε παρασκευή φαγητού γι αυτό και διατίθεται σε υψηλή τιμή στη μαύρη αγορά. Η απουσία λαδιού έχει σαν αποτέλεσμα να μην δύνανται οι κάτοικοι να μαγειρέψουν χόρτα του βουνού. Και αυτά συμβαίνουν σε συνθήκες κακοκαιρίας και με τη λίμνη παγωμένη.
Αυτή την κατάσταση αντιμετωπίζει ο δήμαρχος ο οποίος σε αυτό το δεύτερο μέρος διατηρεί μία γραμμή χιούμορ που λείπει εντελώς από το πρώτο. Έτσι οι παντελείς ελλείψεις τροφίμων σημαίνονται με τις λέξεις γιοκ, νιξ και νόντσε τρεις λέξεις από τις οποίες η πρώτη παρέμεινε στη γλώσσα μας από τον παλαιό κατακτητή και οι άλλες δύο προέρχονται από τους συγκαιρινούς με την επιστολή δυνάστες.
Ο Φ. Πηχεών γράφει στον Λ. Κοσμά με τρόπο ανοικτό, ενώ είναι φυσικό να αντιλαμβάνονται οι δύο αλληλογράφοι περισσότερα από την επιστολή σε σχέση με όσα μπορεί ένας αναγνώστης – ακόμα και επαρκής – να καταλάβει σήμερα από αυτήν, προ πάντων από το πρώτο μέρος της. Πάντως, η επιστολή απεικονίζει μία κατάσταση (όπως την περιγράφει ο δήμαρχος) και σε κάθε περίπτωση είχε, τότε, και διατηρεί, σήμερα, την αξία και τη χρησιμότητά της.