Οι εργάτες της περιοχής, ωστόσο, αντί να φορέσουν τη φόρµα της δουλειάς αποφάσισαν να βάλουν τα καλά τους ρούχα και να κατευθυνθούν µαζί µε τις γυναίκες και τα παιδιά τους στην κεντρική λεωφόρο (που επίσης φέρει το όνοµα Μίσιγκαν) διαδηλώνοντας για τις άθλιες συνθήκες που βίωναν και κυρίως για την προοπτική καθιέρωσης οκτάωρης εργασίας έναντι της δεκάωρης, της δωδεκάωρης και ενίοτε της δεκατετράωρης που τους υποχρέωναν να κάθονται τα αφεντικά τους. Πάνω από 80.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν εκείνη την ηµέρα στην πόλη, ενώ ανάλογες κινητοποιήσεις πραγµατοποιήθηκαν και σε άλλες περιοχές της χώρας. Υπολογίζεται ότι πρέπει να απήργησαν τότε περίπου 340.000 εργάτες από 1.200 εργοστάσια.
Η πρώτη διαδήλωση και η μοιραία βόμβα
Στην κεφαλή της κεντρικής πορείας του Σικάγου βρισκόταν ο αναρχοσυνδικαλιστής Άλµπερτ Πάρσονς µαζί µε τη γυναίκα του και τα επτά παιδιά τους, που έδινε τον παλµό στη συγκέντρωση. Υπό τα αυστηρά βλέµµατα των πάνοπλων οµάδων καταστολής που παρακολουθούσαν από κοντινή απόσταση τα τεκταινόµενα, πήρε τον λόγο και µίλησε για «την ακατανίκητη δύναµη της ενωµένης εργατικής τάξης», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά και οι Richard Boyer και Herbert Morais, δηµοσιογράφος και ιστορικός αντίστοιχα, στο κλασικό βιβλίο τους «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήµατος στις ΗΠΑ» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή).
Φρίντριχ Ένγκελς – 1η Μαΐου 1890: «Οι προλετάριοι όλων των χωρών είναι σήµερα πραγµατικά ενωµένοι. Ας ήταν ο Μαρξ πλάι µου να το ’βλεπε αυτό µε τα ίδια του τα µάτια»
Εργατικές κατακτήσεις
1893: Η ελληνική Πρωτοµαγιά γιορτάστηκε στις… 2 του μηνός
Το ψήφισµα απέσπασε 2.000 υπογραφές εργαζοµένων και επιδόθηκε στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου αρκετούς µήνες αργότερα, την 1η ∆εκεµβρίου του 1893, από τον ίδιο τον Σταύρο Καλλέργη, ο οποίος κατόπιν ανέβηκε στο δηµοσιογραφικό θεωρείο της αίθουσας της Ολοµέλειας (που τότε ήταν ακόµη στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, επί της οδού Σταδίου) περιµένοντας µε ανυποµονησία να αναγνωστεί. Ωστόσο ο πρόεδρος του Σώµατος κωλυσιεργούσε «και ησχολείτο εις την ανάγνωσιν έτερων αναφορών προερχοµένων εκ διαφόρων προσώπων και πραγµατευοµένων κατά το µάλλον και ήττον περί ανέµων και υδάτων», όπως θα γράψει αργότερα στην εφηµερίδα «Σοσιαλιστής» ο Καλλέργης. Βλέποντας ότι η ώρα περνούσε, ο Καλλέργης διαµαρτυρήθηκε µεγαλοφώνως. Με εντολή του προέδρου της Βουλής συνελήφθη από στρατιώτες της φρουράς, που αφού τον χτύπησαν µε τα κοντάκια των όπλων, τον µετέφεραν στο αστυνοµικό τµήµα όπου έµεινε για δύο ηµέρες. Ακολούθως καταδικάστηκε σε δεκαήµερη φυλάκιση για διατάραξη της κοινοβουλευτικής συνεδρίασης, ποινή την οποία εξέτισε στις φυλακές της Παλιάς Στρατώνας, δίπλα από την πύλη του Αδριανού, στο Μοναστηράκι.
Σωτήρης Παρασκευαΐδης: Ζαχαροπλάστης εργάτης, από φτωχή οικογένεια. Το χτύπηµα στο κεφάλι είναι σοβαρό. Πεθαίνει την επόµενη ηµέρα
Αθήνα 1924 – Το πρώτο αίµα
Άγνωστος παραµένει µέχρι και σήµερα στο ευρύ κοινό ο πρώτος νεκρός στη χώρα µας κατά τη διάρκεια συγκεντρώσεων της εργατικής Πρωτοµαγιάς. Ηταν ο νεαρός ζαχαροπλάστης Σωτήρης Παρασκευαΐδης, που έχασε τη ζωή του πριν από 95 χρόνια. Εκείνη την εποχή, η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου (που είχε σχηµατιστεί περίπου έναν µήνα νωρίτερα κηρύσσοντας έκπτωτη τη µοναρχία) είχε απαγορεύσει τις σχετικές διαδηλώσεις. Αρκετοί εργάτες όµως αψήφησαν την απόφαση. Το πρωινό της Πέµπτης 1 Μαΐου 1924 επέλεξαν να συγκεντρωθούν έξω από τα γραφεία του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, στην πλατεία Θεάτρου. Γύρω στις 10.00 η ώρα, εµφανίζονται στην περιοχή δυνάµεις του στρατού που διατάσσονται να διαλύσουν το πλήθος.
Αλαφιασµένη η Κατίνα Τούση θρηνεί τον γιο της που χάνει τη ζωή του στις εργατικές κινητοποιήσεις. Η συγκλονιστική φωτογραφία εµπνέει τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο»
Θεσσαλονίκη 1936
Επί πολλές δεκαετίες, δύο ήταν τα βασικά εξαγώγιµα προϊόντα της χώρας µας: ο καπνός και η σταφίδα. Η πρωτόγνωρη διεθνής ύφεση του 1929 είχε προκαλέσει όµως σηµαντική πτώση και στα δύο, µε την κατάσταση να επιδεινώνεται περαιτέρω µετά την πτώχευση της Ελλάδας το 1932, επί κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου. Από τις αρχές του 1936 ξεσπούν δεκάδες απεργιακές κινητοποιήσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, ∆ράµα και Ξάνθη. Ενας από τους κλάδους που είχαν πληγεί βαρύτερα είναι αυτός των καπνεργατών, που βλέπει συνεχώς τις αµοιβές να µειώνονται και την ανεργία να αυξάνεται, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα. Στις 29 Απριλίου οι καπνεργάτες της συµπρωτεύουσας έχουν κηρύξει γενική απεργία µε βασικά αιτήµατα την αναπροσαρµογή του ηµεροµισθίου, τη βελτίωση των παροχών του κλαδικού ταµείου για τους «παρήλικας και τους φυµατικούς» και τη χορήγηση έκτακτου επιδόµατος 500 δραχµών στους ανέργους εν όψει των εορτών του Πάσχα. Στις διεκδικήσεις έχουν ενταχθεί όµως και πολιτικά αιτήµατα, όπως «η χορήγηση γενικής αµνηστίας εις τους πολιτικούς φυλακισµένους, εξορίστους και καταδικασµένους, ιδιαίτερα των καπνεργατικών στελεχών». Καθηµερινά οι δρόµοι της Θεσσαλονίκης πληµµυρίζουν από χιλιάδες µέλη της εργατικής τάξης όλων των κλάδων πλέον, αδιαφορώντας για τις σχετικές απαγορεύσεις διαδηλώσεων που εκδίδει η Χωροφυλακή.
Ο σπαραγμός
Εκεί βλέπει αγριεµένο κόσµο να φωνάζει συνθήµατα. Οι εργάτες έχουν σηκωµένη την πόρτα στους ώµους τους, αλλά η µάνα αρχίζει να νιώθει µέσα της ότι κάτι δεν πάει καλά. Βλέποντας µονάχα το τσουλούφι από τα µαλλιά του άψυχου κορµιού καταλαβαίνει τι συµβαίνει. Πλησιάζοντας διακρίνει τα χέρια που κρέµονται κάτω, το χρώµα από το σακάκι, όλα. Είναι αυτός, είναι το παιδί της… Τρέχει προς το µέρος του ουρλιάζοντας. Ξαφνικά ακούγονται νέοι πυροβολισµοί. Ο όχλος αφήνει στο έδαφος την πόρτα µε το πτώµα και πέφτει στο χώµα να προστατευτεί. Στη µέση αποµένει µονάχα η Κατίνα. Γονατίζει ολοµόναχη πάνω από τον Τάσο και αρχίζει να του χαϊδεύει το πρόσωπο, να µπλέκει τα δάχτυλα στα µαλλιά του, να τον φιλάει στο στόµα προσπαθώντας να του δώσει πνοή ζωής. Αδιαφορεί για όσα συµβαίνουν γύρω της. Γι’ αυτήν υπάρχει εκεί µονάχα το παιδί της. Μοιρολογεί µε όση δύναµη της αποµένει. Σπαράζει. Γδέρνει µε τα νύχια τα µάγουλά της, µα δεν νιώθει πόνο. Θρηνεί. Το γλυκύτατό της τέκνο δείχνει σαν να κοιµάται. Ενας φωτογράφος αποτυπώνει την εικόνα του οδυρµού.
Την Κυριακή 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δηµοσιεύει τη φωτογραφία της θρηνούσας µάνας στην πρώτη σελίδα και ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει συγκλονισµένος το ρεπορτάζ. Τα µάτια του µεγάλου ποιητή όµως δεν µπορούν να ξεκολλήσουν από την ανατριχιαστική εικόνα. Αν και βασανίζεται από τη φυµατίωση, κλείνεται στη σοφίτα του δύο µερόνυχτα και κάνοντας αιµοπτύσεις ξεκινά να γράφει συγκλονισµένος τον «Επιτάφιο», µια σειρά από 14 θρηνητικά ποιήµατα σε οµοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, που χρόνια αργότερα θα µελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης. «Γιε µου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων µου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς µου, πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρηµιᾶς µου. Πῶς κλείσαν τὰ µατάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;»… Το 1975, η Μαρίκα Μπόχαλη-Τούση, η αδελφή του Τάσου, αν και αντιµετωπίζει σοβαρότατα προβλήµατα όρασης, καταφέρνει να µάθει να γράφει. Το πρώτο της γράµµα ήταν µια ευχαριστήρια επιστολή προς τον Γιάννη Ρίτσο. Ο ποιητής θα της απαντήσει: «Με εξαιρετική συγκίνηση διάβασα το απρόσµενο γράµµα σας. Επιτρέψτε µου λοιπόν να σας θεωρώ αδελφή µου, όπως σαν αδελφό µου ένιωσα και τραγούδησα τον ήρωα και µάρτυρα αδελφό σας».
Καισαριανή 1944
Όταν ο τοίχος της Καισαριανής βάφτηκε µε το αίµα 200 πατριωτών
Η τραγικότερη Πρωτοµαγιά που έζησε ο τόπος στη νεότερη Ιστορία είναι αναµφισβήτητα αυτή του 1944. Εκείνη την ηµέρα εκτελέστηκαν 200 Ελληνες πολιτικοί κρατούµενοι από τους Γερµανούς, ως αντίποινα για τη δράση που επέδειξε ο ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) κατά του κατακτητή και κυρίως για τη δολοφονία του διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών και υποστρατήγου των ναζί Φραντς Κρεχ στην περιοχή των Μολάων Λακωνίας, στις 27 Απριλίου του ίδιου έτους. Το πρωινό της 1ης Μαΐου 1944, άνδρες της Βέρµαχτ πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου 200 κοµµουνιστές, παλαιούς δεσµώτες της Ακροναυπλίας και της Ανάφης, και τους οδήγησαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Από τις 10.00 το πρωί µέχρι τις 2.00 µετά το µεσηµέρι τούς έστηναν κατά οµάδες των 20 κρατουµένων τη φορά στον τοίχο και τους εκτελούσαν µε οπλοπολυβόλα. Ανάµεσά τους ήταν ο πρώην βουλευτής του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Στέλιος Σκλάβαινας, ο Ναπολέων Σουκατζίδης, που εκτελούσε και χρέη διερµηνέα, καθώς επίσης και ο Αντώνης Βαρθολοµαίος, που είχε τον ρόλο του στρατοπεδάρχη στον χώρο που κρατούνταν τον προηγούµενο καιρό. Στους δύο τελευταίους προτάθηκε να εκτελεστούν άλλοι Ελληνες πατριώτες στη θέση τους, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Τα πτώµατα µεταφέρθηκαν αργά το µεσηµέρι της ίδιας ηµέρας στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών προκειµένου να ταφούν. Θυµίζουµε ότι τον Ιανουάριο του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας, αµέσως µόλις ορκίστηκε πρωθυπουργός, πήγε συνοδεία στελεχών της νέας κυβέρνησης στο σκοπευτήριο της Καισαριανής προκειµένου να καταθέσει συµβολικά ένα λιτό µπουκέτο µε τρία κόκκινα τριαντάφυλλα στο µνηµείο των πεσόντων.