Η Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, βίωσε μια πρωτοφανούς μεγέθους κρίση, η οποία επηρέασε το σύνολο της χώρας, τόσο γεωγραφικά όσο και κλαδικά. Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι περιοχές ούτε και ότι όλοι οι κλάδοι της οικονομίας υπέστησαν στον ίδιο βαθμό και με την ίδια διάρκεια τις συνέπειες της κρίσης. Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, την ύπαρξη σημαντικών χωρικών ανισοτήτων, η πολιτική αυτή έρχεται να στηρίξει τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας.
Είναι σαφές ότι ο τουρισμός και οι κατά μείζονα λόγο τουριστικές περιοχές υπέστησαν σαφέστατα μικρότερα πλήγματα και για μικρότερο διάστημα σε σύγκριση με τη μεταποίηση και τις περιοχές όπου αυτή κατά κύριο λόγο αναπτύσσεται –αυτό το ίδιο συνέβη και με τον αγροτικό τομέα σε σχέση με τον κατασκευαστικό κ.ο.κ. Αντιστοίχως, οι περιοχές στις οποίες οι πιο ανθεκτικοί κλάδοι καταγράφονταν πλειοψηφικά υπήρξαν αναλογικά και οι λιγότερο πληγείσες (π.χ. τα περισσότερα μεγάλα νησιά λόγω του τουρισμού), ενώ περιοχές όπου σε μεγάλο βαθμό δραστηριοποιούνταν η παραδοσιακή βιομηχανία της χώρας αντιστοίχως επλήγησαν περισσότερο. Στις ανωτέρω περιοχές συμπεριλαμβάνουμε και τις περιοχές λιγνιτικού ενδιαφέροντος, καθώς αναμένεται δραστική μείωση της παραγωγής λιγνίτη, με προφανή αρνητικά συνεπακόλουθα. Σε αυτές τις περιοχές θα πρέπει φυσικά να συμπεριλάβουμε και το σύνολο των παραμεθόριων νομών, που χρήζουν ειδικής και στοχευμένης ενίσχυσης, λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν (γεωγραφική απομόνωση, πληθυσμιακή αποψίλωση, χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, αυξημένος -ιδίως φορολογικός- ανταγωνισμός από τις γείτονες χώρες κ.λπ.). Τέλος, στη μακρά αυτή λίστα συμπεριλαμβάνονται και τα μικρά νησιά, λόγω των εγγενών προβλημάτων που η νησιωτικότητα και ιδίως το μικρό τους μέγεθος εγκυμονούν.
Παίρνοντας ως κριτήριο την αναπτυξιακή δυναμική των διάφορων περιοχών της Ελλάδας, στο υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης επεξεργαστήκαμε μια σειρά δεδομένα που μας επιτρέπουν να απεικονίσουμε την πολυδιάσταση και εξαιρετικά διαφοροποιημένη εικόνα της τοπικής ευημερίας και των χωρικών ανισοτήτων. Οι μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν χωρίζονται σε 3 κεντρικές κατηγορίες: οικονομία, εκπαίδευση και δημογραφικά χαρακτηριστικά. Η καθεμία περιλαμβάνει με τη σειρά της μεταβλητές, οι οποίες συνδυαστικά μπορούν να αποτυπώσουν με πληρέστερο τρόπο την κατηγορία στην οποία ανήκουν.
Η πρώτη κατηγορία περιγράφει την αμιγώς οικονομική διάσταση, περιλαμβάνοντας το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν κάθε περιοχής, την κατά κεφαλήν Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία, τις κατά κεφαλήν καταθέσεις, το δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα ανά φορολογούμενο και το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας. Δεύτερον, η διάσταση της εκπαίδευσης αποτυπώνεται μέσω των μεταβλητών του ποσοστού του πληθυσμού ηλικίας 25-64 ετών με επίπεδο εκπαίδευσης αφενός έως το Γυμνάσιο και αφετέρου από τριτοβάθμια εκπαίδευση και πλέον. Τέλος, η δημογραφική διάσταση αποτυπώνεται μέσω ενός Δείκτη Γήρανσης, ο οποίος περιλαμβάνει το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας άνω των 65 ετών.
Με βάση αυτούς τους σύνθετους δείκτες, αποτυπώσαμε ευκρινώς τις διαστάσεις της χωρικής ανισότητας όπως εξελίχθηκε στην Ελλάδα της κρίσης. Και η επεξεργασία των πρωτογενών δεδομένων μάς καθοδήγησε ώστε να σχεδιάσουμε ένα πρόγραμμα στοχευμένων ενισχύσεων σε επιχειρήσεις, με μόνη προϋπόθεση να εδρεύουν και να δραστηριοποιούνται ακριβώς στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας, για την κάλυψη λειτουργικών τους αναγκών και μέρους του εργατικού κόστους. Η ενίσχυση θα δίνεται με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων de minimis, (δηλ. θα μπορούν να ενισχυθούν με ποσό μέχρι 200.000 ανά επιχείρηση σε βάθος δύο ετών). Το ποσό αυτό θα υπολογίζεται ως ποσοστό του μισθολογικού κόστους της επιχείρησης και θα είναι αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους της επιχείρησης. Οι επιχειρήσεις που δικαιούνται την ενίσχυση είναι αυτές που είχαν το 2018 μεικτό κόστος μισθοδοσίας 30.000 ευρώ και πάνω. Ετσι, το πρόγραμμα στοχεύει στην αύξηση της δυνατότητας επιβίωσης αλλά και ανάπτυξης των επιχειρήσεων, στη διατήρηση και αύξηση της απασχόλησης. Επιπλέον, η σαφής περιφερειακή διάσταση έρχεται να ενισχύσει, εμμέσως πλην σαφώς, και την κοινωνική συνοχή της χώρας, καθώς είναι προφανές ότι η αντιμετώπιση της περιφερειακής ανισότητας αποτελεί ευθέως συμβολή και στην αντιμετώπιση της κοινωνικής ανισότητας.
Αυτό το πρόγραμμα ενισχύσεων διαθέτει και ισχυρή κλαδική στόχευση. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρήθηκε εκτεταμένη αποβιομηχάνιση της χώρας, που σε συνδυασμό με την όχι ασήμαντη αλλά ούτε ακόμη επαρκή πρόσφατη ανάκαμψή της, αλλά και την εν γένει κεντρική σημασία της βιομηχανίας στην ευημερία, ενέχει μελλοντικούς κινδύνους για τη χώρα. Ενδεχομένως παρόμοιος κίνδυνος ελλοχεύει και από την αργή προσαρμογή της χώρας στην εξελισσόμενη ψηφιακή επανάσταση με τις διάφορες εκδοχές της (4η βιομηχανική επανάσταση, ραγδαία είσοδος των δικτύων και της ψηφιοποίησης σε κάθε διάσταση του επιχειρηματικού πράττειν κ.λπ.) Τέλος, σε όλα τα παραπάνω προστίθεται η ανάγκη προσαρμογής στις πολιτικές της κλιματικής μεταβολής, με ιδιαίτερη έμφαση στην αντικατάσταση του λιγνίτη με λιγότερο ρυπογόνα καύσιμα.
Με αυτή τη δράση, που ευελπιστούμε ότι θα ξεκινήσει αρχές Ιουνίου, το υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης εκπέμπει ένα ισχυρό μήνυμα υποστήριξης προς τις επιχειρήσεις που υπέφεραν διπλά: όχι μόνο από την κρίση αλλά και από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά, λόγω της λειτουργίας τους σε κάποια από τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας. Τους δίνει χείρα βοηθείας, ώστε και αυτές πλέον να προβούν με μεγαλύτερη σιγουριά και περισσότερη αισιοδοξία σε νέες επιχειρηματικές κινήσεις, που θα οδηγήσουν σε νέα παραγωγική δυναμικότητα και περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας, ιδίως μάλιστα στους τομείς της βιομηχανίας και των ΤΠΕ που καλούνται να παίξουν κυρίαρχο ρόλο στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας, στην τεχνολογική της αναβάθμιση και στην εξαγωγική διείσδυσή της. Η έντονα περιφερειακή διάσταση του προγράμματος είμαστε βέβαιοι ότι θα έχει θετικά αποτελέσματα και στην ενίσχυση της περιφερειακής και κοινωνικής συνοχής της χώρας μας.
* Γενικός γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης