Πράγματι, είναι μία εξαιρετικά χρήσιμη, ενδιαφέρουσα, αλλά και κρίσιμη για το μέλλον του τόπου συζήτηση αυτή που διεξάγεται και θέλω εξ αρχής να εξάρω το έργο της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής και την Έκθεση για το δημογραφικό, αλλά και να παρατηρήσω ότι είναι ενθαρρυντικό το γεγονός -δεν συμβαίνει συχνά αυτό, άρα οφείλω να το υποσημειώσω- ότι αυτή η Έκθεση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το δημογραφικό είναι σχεδόν ομόφωνη, ψηφίστηκε, δηλαδή, από τα περισσότερα κόμματα, αν δεν κάνω λάθος, πλην του ΚΚΕ και της Χρυσής Αυγής.
Βεβαίως, θα συμφωνήσω με ορισμένες από τις διατυπώσεις -δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει σε αυτές,- και του Αρχηγού της Αντιπολίτευσης που μίλησε πριν, λέγοντας ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν αφορά μόνο το σήμερα και το αύριο, αλλά όποιες πολιτικές χαράξεις, αποτελέσματα θα δεις σε έναν ορίζοντα μακροπρόθεσμο.
Και, βεβαίως, για να τονίσω την ορθότητα αυτής της παρατήρησης, να πω ότι δημογραφικό πρόβλημα στη χώρα υπήρχε και πολύ πριν την κρίση. Από τη δεκαετία του 1990 έχει επισημανθεί η προοπτική της γένεσης του δημογραφικού προβλήματος στη χώρα. Το 1993 φτιάχτηκε η πρώτη Επιτροπή, αν και τη δεκαετία του 1990 είχαμε μία αύξηση του πληθυσμού, η οποία, όμως, είχε να κάνει σε μεγάλο βαθμό και με την ενσωμάτωση μεταναστών εκείνη την περίοδο. Όμως, από τότε είχε αρχίσει να γίνεται σαφής η πρόβλεψη της επιδείνωσης του προβλήματος λόγω της υπογεννητικότητας.
Θα ήθελα, λοιπόν, να συνεχίσω, καταγράφοντας τις διαφωνίες μου με τον κ. Μητσοτάκη, καθώς και την αίσθηση μου ότι σε κάποια ζητήματα που αφορούν τις παρούσες πολιτικές, δεν έχει πλήρη ενημέρωση, κάτι το οποίο θα αναλύσω επιγραμματικά. Εκείνο, λοιπόν, στο οποίο θα διαφωνήσω, είναι στην εκτίμηση ότι το δημογραφικό δεν είναι μονάχα ένα ζήτημα το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί με μία σωστή ή λάθος στρατηγική σε επιμέρους ζητήματα. Όχι ότι αυτή η στρατηγική σε επιμέρους ζητήματα δεν είναι ζητούμενο σήμερα, αλλά εγώ θα έλεγα ότι το δημογραφικό πρόβλημα είναι ένα ζήτημα συνολικής στρατηγικής. Συνιστά συνέπεια του τρόπου με τον οποίον επιλέγουμε να οργανώσουμε την κοινωνία μας, αν, δηλαδή, είμαστε σε θέση να επιλέξουμε ένα μοντέλο κοινωνικής αναπαραγωγής, στο οποίο η αύξηση του πληθυσμού θα είναι η λογική συνέπεια της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης της κοινωνικής πλειοψηφίας ή, αντίθετα, αν το μοντέλο, το οποίο επιλέγουμε, είναι αυτό που θεωρεί ενδεδειγμένο έναν τρόπο κοινωνικής αναπαραγωγής, όπου η συνέπεια της μείωσης του πληθυσμού είναι μία μικρή, ασήμαντη λεπτομέρεια, μία παράπλευρη απώλεια μπροστά στην ευημερία μιας κοινωνικής μειοψηφίας, που απολαμβάνει, ενδεχομένως, προνόμια και πλούτη.
Επομένως, αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι ακόμα και αν δεν συναντάμε συχνά την αναφορά στο δημογραφικό ζήτημα στον καθημερινό πολιτικό ανταγωνισμό εδώ στη Βουλή και έξω από τη Βουλή, στην ουσία αυτός ο ανταγωνισμός κρύβεται πίσω από κάθε λέξη και κάθε πρόταση την οποία διατυπώνει κάθε πολιτική δύναμη. Διότι ο τρόπος με τον οποίον οραματιζόμαστε την ανάπτυξη, ο τρόπος με τον οποίο οραματιζόμαστε την κοινωνική συγκρότηση, τη δομή της οικονομίας, πώς οραματιζόμαστε τη μείωση της ανεργίας, το κοινωνικό κράτος, την Παιδεία, το ασφαλιστικό σύστημα, όλα τα κρίσιμα ζητήματα της δημόσιας σφαίρας, συνιστά και μία ενιαία απάντηση στο μεγάλο πρόβλημα του δημογραφικού.
Η πατρίδα μας είδε τον πληθυσμό της να μειώνεται ίσως και λίγο παραπάνω από τριακόσιες χιλιάδες ανθρώπους τα σκληρά χρόνια της κρίσης, το 2011-2016, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, λόγω μείωσης των γεννήσεων, λόγω αύξησης των θανάτων, αλλά και λόγω του φαινομένου του «brain drain» και της φυγής κυρίως νέων ανθρώπων –δυστυχώς- στο εξωτερικό.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να μιλήσουμε επί της ουσίας για μία προοπτική ανατροπής αυτής της τάσης, μείωσης των γεννήσεων και αύξησης των θανάτων, δηλαδή την τάση να γίνεται η αναλογία γεννήσεων προς τους θανάτους ολοένα και πιο αρνητική, θα πρέπει να συνομολογήσουμε ότι, πρώτον, δεν μπορεί να συμβεί μέσα από πολιτικές λιτότητας, διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής. Και δεύτερον, αυτή η ανατροπή σε αυτή την τάση δεν μπορεί να συμβεί χωρίς μία ολοκληρωμένη πολιτική ένταξης – ενσωμάτωσης των μεταναστών.
Αφήνω το δεύτερο να το αναλύσω χωριστά και θα προσπαθήσω να ασχοληθώ με το πρώτο, το θέμα, δηλαδή, της κυρίαρχης αντίληψης σήμερα για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η οποία δεν μπορεί παρά να είναι στηριγμένη στη συρρίκνωση του εργασιακού κόστους, στη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, άρα και στη συρρίκνωση του μισθού και στην συρρίκνωση όλων των κεκτημένων δικαιωμάτων, εργασιακών και κοινωνικών, κοινωνικής προστασίας, που οικοδομήθηκαν και στην Ελλάδα -ίσως λίγο αργότερα- αλλά κυρίως στην Ευρώπη μετά τον Πόλεμο.
Θέλω να κάνω ιδιαίτερη αναφορά, λοιπόν, στην εργασία, αλλά και στις πολιτικές για το παιδί.
Θα ξεκινήσω με το ζήτημα της εργασίας, γιατί πιστεύω ότι το ζήτημα της εργασίας είναι το υπ’ αριθμόν ένα στην υπόθεση της κοινωνικής αναπαραγωγής. Η Ελλάδα πριν από πέντε χρόνια ήταν μία χώρα στην οποία κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού της ήταν εκτός παραγωγής. Και ακόμη χειρότερα, στην ίδια κατάσταση βρίσκονταν τα δύο τρίτα σχεδόν των νέων ως είκοσι πέντε έτη.
Είναι σαφές ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο σχεδιασμός για το μέλλον, οι σκέψεις για την οικογένεια, για την απόκτηση παιδιών για ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των νέων ανθρώπων, για την πλειοψηφία των νέων ανθρώπων, έγινε ένα όνειρο απατηλό. Η προσμονή για μία καλύτερη ζωή έγινε ένας καθημερινός, αγχωτικός αγώνας για επιβίωση.
Η χώρα στο αποκορύφωμα της κρίσης ήταν μία χώρα αβίωτη για το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας. Και αυτός ήταν ο λόγος, αν θέλετε, για τον οποίο από την πρώτη στιγμή είπαμε ότι το ζήτημα της εργασίας αποτελεί έναν εθνικό στόχο και θέσαμε προτεραιότητα σε αυτό το ζήτημα -παρά το γεγονός ότι βρεθήκαμε σε συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας και δημοσιονομικού περιορισμού- θέσαμε ως εθνικό στόχο πρώτα από όλα τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Στην πρώτη πενταετία είχαμε μία κατάρρευση της απασχόλησης, της εργασίας στη χώρα μας. Η ανεργία σκαρφάλωσε στο 28%. Είχαμε μία απώλεια σχεδόν ενάμισι εκατομμυρίου. Σήμερα, έχουμε μία αντιστροφή αυτής της τάσης. Έχουμε πάνω από τριακόσιες πενήντα χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, κάτι που αποτυπώνεται και στα μεγέθη που μετρούν την ανεργία. Στη μέτρηση της ανεργίας είχαμε εννιά ποσοστιαίες μονάδες μείωση σε σχέση με την οδυνηρή στιγμή του 2014 που κατέγραψε 28% ανεργία. Σήμερα, λοιπόν, είναι στο 18,5%.
Δεύτερον, εργαστήκαμε για τη βελτίωση των συνθηκών της εργασίας, όχι μόνο για την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση ανεργίας. Οργανώσαμε από μηδενική βάση το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, που ήταν ένα κουφάρι στην πραγματικότητα, για να γίνονται νταραβέρια με διάφορους εργοδότες, όταν τους έπιαναν στα πράσα για να μην καταγράφουν τις παρανομίες τους.
Κυνηγήσαμε την παραβατικότητα σε όλους τους τομείς. Περιορίσαμε την αδήλωτη εργασία στο 9%, όταν είχε φτάσει το 2014 ακόμα και στο 20% στους τομείς υψηλής παραβατικότητας.
Η Πολιτεία πάτησε πόδι σε εργασιακά κάτεργα που απασχολούσαν εκατοντάδες αδήλωτους, ανασφάλιστους, κυρίως νέους ανθρώπους, με εξαντλητικά ωράρια, που προφανώς δεν είχαν σε τίποτα να κάνουν με το θεσμοθετημένο οκτάωρο.
Τρίτον, προχωρήσαμε άμεσα μετά την έξοδο από τα μνημόνια σε δύο κομβικές ενέργειες για τη συνολική αύξηση των μισθών: Την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και κατά 27% για τους νέους, αφού καταργήσαμε αυτήν την ντροπιαστική διάταξη της κυβέρνησης Σαμαρά, του 2012, για τον υποκατώτατο μισθό των νέων έως είκοσι πέντε ετών.
Η μείωση, λοιπόν, της ανεργίας, η προστασία της εργασίας, των συνθηκών της εργασίας και η αύξηση των μισθών, αποτελούν προϋπόθεση για μια ενιαία στρατηγική που μπορεί να δώσει μια προοπτική ανατροπής αυτού του φαινομένου. Και θα έλεγα ότι αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη σταδιακή ανατροπή των τάσεων επιδείνωσης του δημογραφικού.
Η εργασία είναι παράγοντας σταθερότητας στη ζωή ενός ανθρώπου. Χωρίς την αποκατάσταση αυτού του βασικού όρου, ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός του μέλλοντος είναι ένας έωλος και αμφίβολος σχεδιασμός.
Γι’ αυτόν το λόγο πιστεύω ότι οι συνταγές απορρύθμισης της εργασίας, οι κυρίαρχες την τελευταία εικοσαετία και στην Ευρώπη, -οι νεοφιλελεύθερες συνταγές, οι απόψεις σας, έχουμε διαφορές ιδεολογικές- της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων, της καθήλωσης των μισθών στο όνομα δήθεν της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, ούτε την ανταγωνιστικότητα βοηθά. Το μόνο που πετυχαίνουν με βεβαιότητα είναι να δυσχεραίνουν τις κοινωνικές συνθήκες, να διαρρηγνύουν την κοινωνική συνοχή και, άρα, να υποθηκεύουν το μέλλον των επόμενων γενιών και να οξύνουν το δημογραφικό πρόβλημα. Αυτό συμβαίνει και στην Ευρώπη, αλλά, βεβαίως, και στη χώρα μας.
Πώς μπορεί ένας νέος άνθρωπος να κάνει οικογένεια, να θέλει να ζήσει στη χώρα με αξιοπρέπεια, με όνειρα, όταν είναι αβέβαιη η προοπτική της εργασίας του, όταν ακόμα κι αν υπάρχει προοπτική εργασίας, αυτή δεν είναι με αξιοπρεπείς όρους, όταν μέχρι τα σαράντα του χρόνια μένει στο σπίτι το πατρικό, δεν έχει την οικογένεια να βρει σπίτι;
Αυτά είναι τα ερωτήματα στα οποία οφείλουμε να απαντήσουμε ιδίως τώρα που βγαίνουμε από την κρίση.
Άρα, εδώ, πράγματι, χρειάζεται ένα πλαίσιο ενεργητικών πολιτικών. Εσείς τα λέτε φιλοδωρήματα. Εμείς θεωρούμε ότι δεν είναι φιλοδωρήματα. Κάθε άλλο. Η επιδότηση ενοικίου, για παράδειγμα, που θεσμοθετούμε τώρα και ψηφίσαμε και αφορά 300 εκατομμύρια ετησίως, θα καλύψει ένα μεγάλο μέρος αναγκών κυρίως νέων ανθρώπων, οι οποίοι θέλουν να φτιάξουν οικογένεια και δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα. Γιατί κυρίως οι νέοι άνθρωποι βρίσκονται μέσα σε αυτά τα εισοδηματικά κριτήρια, τα οποία έχουμε θεσπίσει. Διακόσιες χιλιάδες νοικοκυριά θα καλυφθούν άμεσα.
Τις επόμενες ημέρες ξεκινάει η πλατφόρμα και θα δούμε και τα αποτελέσματα της συμμετοχής από την επιδότηση του ενοικίου.
Άρα, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, η επιδότηση ενοικίου είναι ένα πλαίσιο, ένα πλέγμα πολιτικής, το οποίο μπορεί, πράγματι, να συμβάλλει στη σταδιακή αντιμετώπιση του φαινομένου.
Επόμενος άξονας, εξαιρετικά κρίσιμος για το δημογραφικό, είναι οι πολιτικές για το παιδί. Έχω την αίσθηση ότι δεν είστε επαρκώς ενημερωμένος από τους συνεργάτες σας για όσα έχουν ήδη γίνει. Διότι, πράγματι, εγώ δεν θέλω να απαντήσω με τον ίδιο τρόπο που απαντάτε εσείς σε θεσμοθετημένες ήδη παρεμβάσεις και πολιτικές, ότι είναι φιλοδωρήματα. Θα μπορούσα να πω και εγώ ότι οι 2.000 άπαξ με τη γέννηση του παιδιού είναι ένα φιλοδώρημα, διότι δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Όχι, είναι κάτι σοβαρό αυτό που προτείνετε. Όμως, δεν έχετε ενημερωθεί μάλλον -καθώς αυτό που προτείνετε εσείς προφανώς και με στοιχεία και με κριτήρια εισοδηματικά δεν θα είναι μια δαπάνη για το Δημόσιο πάνω από 100 εκατομμύρια- πως όταν εμείς παραλάβαμε το 2015, η δαπάνη για το παιδί ήταν στα 822 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ σήμερα η δαπάνη για το παιδί είναι στο 1.416.000.000 ευρώ ετησίως.
Θα σας τα πω αναλυτικά, διότι εμείς εκτιμούμε ότι οι δράσεις που έχουμε ήδη αναλάβει, παρά τα -επαναλαμβάνω- στενά δημοσιονομικά πλαίσια που όλοι γνωρίζουμε, ήταν δράσεις εμβληματικές, διότι στην πραγματικότητα ήρθαμε να ανατρέψουμε ένα μοντέλο που αφορούσε μόνο στις ευάλωτες κατηγορίες.
Αυξήσαμε, λοιπόν, τον προϋπολογισμό των δημόσιων δαπανών για το παιδί κατά 72%. Αυξήσαμε το ύψος των οικογενειακών επιδομάτων από 650 εκατομμύρια το 2015 σε 1,1 δισεκατομμύριο ευρώ σήμερα, τα οποία αντίστοιχα αφορούσαν οχτακόσιες χιλιάδες οικογένειες και 1,4 εκατομμύρια παιδιά το 2015 και σήμερα αφορούν εννιακόσιες χιλιάδες οικογένειες και 1,6 εκατομμύρια παιδιά.
Γι’ αυτό λέω ότι μάλλον δεν σας ενημερώνουν σωστά, καθώς είπατε ότι θα επαναφέρετε όλα τα επιδόματα, τα οποία εμείς καταργήσαμε. Αν το λέτε αυτό, στην πραγματικότητα είναι σαν να λέτε ότι θα αφαιρέσετε αυτά τα οποία δώσαμε. Διότι εμείς για πρώτη φορά έχουμε έρθει και έχουμε θεσμοθετήσει επιδόματα και για οικογένειες με ένα παιδί, για οικογένειες με δύο παιδιά και όχι μόνο για τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες.
Το σύνολο των επιδοτούμενων οικογενειών -επαναλαμβάνω- από 809.000 έχει πάει στις 926.000, το σύνολο των επιδοτούμενων παιδιών από 1.434.000 σε 1.601.000. Θα σας δώσουμε αναλυτικούς πίνακες και στοιχεία διότι, εντάξει, να διαφωνούμε σε ιδέες και σε πολιτικές, αλλά όχι και σε πεπραγμένα, σε facts. Αυτά είναι δεδομένα.
Όμως, το 52% των τρίτεκνων και πολύτεκνων οικογενειών ήδη το 2018 έχει αυξήσεις σε σχέση με το προηγούμενο έτος, το 2017. Και, βεβαίως, για τις οικογένειες με ένα παιδί υπήρξαν πολύ σημαντικές αυξήσεις -πάρα πολύ σημαντικές αυξήσεις!- πράγμα το οποίο είναι εξαιρετικά κρίσιμο. Διότι αυτό το οποίο εμείς πρέπει να επιβραβεύσουμε και να ενισχύσουμε με κίνητρα, είναι το να κάνει παιδί ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων, να κάνει το δεύτερο παιδί και μακάρι να φτάσουμε και στο σημείο να μπορέσουμε να δώσουμε κίνητρα και για το τρίτο παιδί. Όμως, αυτήν τη στιγμή το πρόβλημα είναι ότι δεν τολμά κανείς να κάνει ούτε το πρώτο παιδί.
Θεσπίσαμε, επίσης, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τον θεσμό των σχολικών γευμάτων που παρέχονται καθημερινά σήμερα σε εκατόν πενήντα τρεις χιλιάδες παιδιά σε όλη τη χώρα. Σε μια τριετία αυξήσαμε την κρατική χρηματοδότηση για να μπουν 60% περισσότερα παιδιά σε βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Και αυτό είναι, επίσης, κάτι για το οποίο μάλλον δεν σας έχουν ενημερώσει σωστά, κύριε Μητσοτάκη. Βεβαίως, και εσείς λέτε στο πρόγραμμά σας «Κανένα παιδί έξω από βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς». Υπάρχει κανείς που θα διαφωνήσει σε αυτό; Δεν θα σας κάνω σύγκριση τώρα εδώ με το τι παραλάβαμε και το αν αυτή είναι η πραγματική σας πολιτική βούληση, γιατί όλα τα προηγούμενα χρόνια η εικόνα ήταν διαφορετική. Και αυτό το λέω, διότι το 2015 είχαμε εβδομήντα εννιά χιλιάδες vouchers για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς και φέτος εμείς έχουμε δώσει εκατόν είκοσι επτά χιλιάδες vouchers. Πρόκειται για 60% περισσότερα παιδιά, μια πολύ σημαντική αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης.
Όμως, το πρόβλημα που έγκειται; Και ρωτήστε για να ενημερωθείτε. Το πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι δεν υπάρχει επαρκής κρατική χρηματοδότηση, δαπάνη ή επιδότηση, γιατί λέτε στο πρόγραμμά σας ότι θα το λύσετε δίνοντας 1.800 ευρώ ετησίως σε κάθε παιδί. Μα, εμείς ξέρετε πόσα δίνουμε σήμερα; Από 2.375 έως 2.945 για τα βρέφη και από 1.805 έως 2.375 για τα νήπια. Είναι πολύ περισσότερα από όσα λέτε ότι θα δώσετε εσείς. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν υπάρχουν επαρκείς παιδικοί και βρεφονηπιακοί σταθμοί στη χώρα, είτε δημόσιοι είτε ιδιωτικοί.
Και δεν υπάρχουν, προφανώς, διότι -όπως και εσείς σωστά είπατε, τα ζητήματα αυτά δεν λύνονται από τη μία μέρα στην άλλη- δεν υπήρχε κανένας σχεδιασμός όλα τα προηγούμενα χρόνια. Και σήμερα δίνουμε πράγματι έναν αγώνα δρόμου, προκειμένου να δώσουμε κίνητρα να φτιαχτούν παιδικοί και βρεφονηπιακοί σταθμοί.
Από τον Γενάρη του 2019 έχουμε ένα πρόγραμμα σε εξέλιξη, συνολικού προϋπολογισμού 15 εκατομμυρίων ευρώ, για την ίδρυση δέκα χιλιάδων νέων θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Επίσης, να σας πω ότι τη δίχρονη προσχολική υποχρεωτική εμείς τη θεσμοθετήσαμε. Δηλαδή, μην εξαγγέλλετε πράγματα τα οποία ήδη έχουν θεσμοθετηθεί. Μέχρι στιγμής ανταποκρίθηκαν εκατόν δέκα δήμοι, που ιδρύουν πέντε χιλιάδες νέες θέσεις και προχωράμε μέχρι την κάλυψη όλου του ποσού. Εμείς, όμως, το ψηφίσαμε στη Βουλή. Εσείς, που εξαγγέλλετε ότι θα το κάνετε, ενώ έχει γίνει, τι ψηφίσατε σε αυτό; Ψηφίσατε «ΠΑΡΩΝ», κύριε Μητσοτάκη! Μάλλον κάποιοι συνεργάτες σας δεν σας ενημερώνουν σωστά.
Στόχος μας, λοιπόν, είναι τα επόμενα χρόνια πράγματι να έχουμε κάλυψη σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για εκατόν πενήντα χιλιάδες παιδιά, διότι στόχος μας πρέπει να είναι πράγματι «Κανένα παιδί έξω από βρεφονηπιακούς σταθμούς», ώστε να δώσουμε τη δυνατότητα στους νέους γονείς -εργαζόμενους ή άνεργους, κυρίως εργαζόμενους που δεν έχουν πού να αφήσουν τα παιδιά τους- να μπορούν να αφήσουν τα παιδιά τους, να έχουν δημιουργική απασχόληση. Και αυτό είναι πολύ κρίσιμο για τη μείωση της υπογεννητικότητας, για την καταπολέμηση του προβλήματος του δημογραφικού.
Και να πω εδώ ότι ενώ μέχρι πρότινος αυτή η επιδότηση για τους παιδικούς, αυτά τα vouchers, αφορούσαν μόνο σε εργαζόμενες μητέρες, εμείς έχουμε θεσμοθετήσει να αφορούν άνεργες και, βεβαίως -αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό- φτωχές μητέρες, αυτές που δεν έχουν, δηλαδή, τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε κάποιους ιδιωτικούς σταθμούς.
Τέλος, επιλέξαμε να δώσουμε βάρος σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα, στο οποίο διαχρονικά η ελληνική πολιτεία επέλεγε να κλείνει τα μάτια, υποταγμένη στη γραφειοκρατία, στα στερεότυπα και τον κοινωνικό συντηρητισμό. Και αυτό ήρθατε να το εξαγγείλετε σήμερα, αλλά έχει γίνει νόμος του κράτους εδώ και έναν χρόνο. Αναφέρομαι στην εθνική στρατηγική για την αποϊδρυματοποίηση, δηλαδή το νέο θεσμικό πλαίσιο για την υιοθεσία. Αυτό ήταν μια εξαιρετικά σημαντική θεσμική τομή, με την οποία μειώνουμε τον χρόνο αναμονής σε οκτώ με δώδεκα μήνες από τέσσερα έως έξι χρόνια για την υιοθέτηση ενός παιδιού. Υπήρχαν καθυστερήσεις που, όπως όλοι γνωρίζουμε, πολύ συχνά τροφοδοτούσαν και ένα ανεπίτρεπτο φαινόμενο εμπορίας ανηλίκων. Όλο το σύστημα πλέον γίνεται αδιάβλητο και ψηφιακό και όλα τα ιδρύματα αποκτούν ειδική μονάδα αποϊδρυματοποίησης, συνδεδεμένη με το Υπουργείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Απόλυτη προτεραιότητά μας είναι όλα τα παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν σε αυτόν τον τόπο, να μην στερηθούν τα στοιχειώδη.
Και επιτρέψτε μου εδώ να κάνω μια παρατήρηση, διότι διαβάζοντας και την έκθεση, παρατήρησα το εξής: Η δαπάνη για το παιδί στην Ελλάδα ήταν σε αυτά τα πολύ χαμηλά επίπεδα που μας κατατάσσουν -μας κατέτασσαν στα χαμηλότερα επίπεδα δαπανών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση- όχι τώρα, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, όχι μόνο στην περίοδο της κρίσης. Την περίοδο των παχέων αγελάδων, την περίοδο που η ισχυρή ελληνική οικονομία έφτιαχνε «Ολυμπιάδες», την περίοδο της ισχυρής Ελλάδας του Χρηματιστηρίου, των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης του 4% και του 6% είχαμε τις χαμηλότερες δαπάνες για το παιδί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για αυτό θέλω να αμφισβητήσω και κάτι άλλο που είπατε, αναφερόμενος σε κάποια στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Δεν είναι γραμμική συνάρτηση ο ρυθμός της ανάπτυξης με το επίπεδο της κοινωνικής προστασίας. Δεν είναι γραμμική συνάρτηση οι ρυθμοί της ανάπτυξης με το επίπεδο της κοινωνικής συνοχής που μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες ανατροπής της δημογραφικής εξέλιξης. Είναι ζήτημα πολιτικής επιλογής και στρατηγικής. Την εποχή των παχέων αγελάδων, της ισχυρής και μεγάλης Ελλάδας, της οικονομίας που άνθιζε, είχαμε αυτά τα φαινόμενα.
Το έγκλημα στη χώρα, λοιπόν, δεν είναι μόνο ότι κάποιοι χρεοκόπησαν τη χώρα και την οδήγησαν σε πρωτοφανή οικονομική κρίση, τη χειρότερη σε όλη την Ευρώπη, που διέλυσε τον κοινωνικό ιστό, αλλά και ότι πολύ πιο πριν είχαν αφήσει την κοινωνία απροστάτευτη, όταν υπήρχαν οι δυνατότητες να οικοδομηθεί ένα κοινωνικό κράτος. Διότι και άλλες χώρες που πέρασαν κρίση -όχι τόσο σκληρά όσο εμείς- είχαν κοινωνικό κράτος.
Αυτό είναι το μεγάλο έγκλημα αυτού που εμείς ονομάζουμε «παλιό πολιτικό σύστημα» που κυβέρνησε για χρόνια τη χώρα.
Βεβαίως, σήμερα κανείς δεν ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν ακόμα πολύ μεγάλες δυσκολίες, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ακόμα συμπολίτες μας δεν περνούν δύσκολα, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι διά μαγείας η κρίση έχει τελειώσει. Όμως, πιστεύω ότι δεν χωρούν κροκοδείλια δάκρυα ούτε για το δημογραφικό από πολιτικές δυνάμεις που στην πράξη και με τα πεπραγμένα τους στην κορύφωση της κρίσης θεώρησαν τις πολιτικές για το παιδί περιττή σπατάλη και, βεβαίως, από πολιτικές δυνάμεις που με τις πολιτικές τους επιλογές επιδείνωσαν αυτή την πορεία.
Θέλω να ολοκληρώσω την παρέμβασή μου για το δημογραφικό με μία αναφορά, όπως υποσχέθηκα αρχικά, στον τρίτο άξονα -κομβικό κατά τη γνώμη μου- μιας συνολικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του δημογραφικού, που δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομία και την αντίληψη για την κοινωνική πολιτική, αλλά με ένα δύσκολο θέμα. Έχουμε διαφωνίες σε αυτό το θέμα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, οι προοδευτικοί με τους συντηρητικούς. Είναι ένα θέμα που ίσως ήταν ταμπού πριν από λίγα χρόνια να το συζητάμε εδώ στη Βουλή ανοιχτά. Εγώ, όμως, θέλω να πω κάποιες αλήθειες. Και αναφέρομαι στο κρίσιμο θέμα του μεταναστευτικού προβλήματος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Population Europe του Ινστιτούτου Max Planck, χώρες οι οποίες παρά την πρόσφατη άνοδο της ακροδεξιάς σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν πολιτικές ένταξης και ενσωμάτωσης στην Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα πολιτογράφησης μεταναστών -είτε για διαμένοντες για μεγάλο διάστημα μόνιμα στη χώρα είτε πολύ περισσότερο για μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς- αναμένεται τα επόμενα χρόνια να δουν ανατροπή των δυσοίωνων προβλέψεων για το δημογραφικό, δηλαδή να δουν αύξηση στον πληθυσμό τους. Τέτοιες χώρες είναι η Γερμανία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Σουηδία, το Βέλγιο. Εκτιμάται ότι θα αυξήσουν τον πληθυσμό τους σημαντικά έως το 2050, κατά κύριο λόγο εξαιτίας της μεταναστευτικής τους πολιτικής.
Αντιθέτως, χώρες που πρωτοστατούν σε αυτή τη σύγχρονη σταυροφορία ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες από άλλες ηπείρους και οραματίζονται την «Ευρώπη των κλειστών συνόρων», την «καθαρή Ευρώπη» -οι περισσότερες εξ αυτών χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής- εκτιμάται ότι θα έχουν δραματική μείωση του πληθυσμού τους τόσο λόγω της μη ενσωμάτωσης μεταναστών, όσο και λόγω της μόνιμης φυγής στο εξωτερικό.
Και το κρίσιμο ερώτημα είναι -μιας και λέτε να μην συζητήσουμε μόνο με το βλέμμα μας στην τρέχουσα συγκυρία, αλλά στο μέλλον- το εξής: Η Ελλάδα σε ποιες χώρες θέλουμε να κατατάσσεται; Σε ποια πλευρά της ιστορίας επιλέγει να σταθεί; Οι πολιτικές επιλογές στο πρόσφατο παρελθόν -πλην λαμπρών εξαιρέσεων που απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα- τείνουν στο δεύτερο παράδειγμα, να μας κατατάσσουν και εμάς μαζί με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής σε αυτό το θέμα.
Όμως, εγώ θα πω καθαρά ότι εμείς πιστεύουμε πως αυτός ο δρόμος είναι καταστροφικός και δεν υπήρξε ποτέ μονόδρομος για τη χώρα, γιατί αυτή η χώρα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι ηπείρων, σε ένα σταυροδρόμι πολιτισμών. Σε αυτό το σταυροδρόμι γεννήθηκε και μεγάλωσε ο παγκόσμιος, ο οικουμενικός πολιτισμός, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός.
Και πιστεύω ότι είμαστε μια χώρα που πρέπει να έχουμε εθνική υπερηφάνεια και εθνική αυτοπεποίθηση, να πιστεύουμε ότι η ενσωμάτωση ανθρώπων που έρχονται από άλλες χώρες εδώ δεν αποτελεί απειλή, αλλά αποτελεί πλούτο.
Να θυμίσω ξανά ότι τη δεκαετία του ’90, παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις για το δημογραφικό η χώρα αύξησε τον πληθυσμό της κατά περίπου επτακόσιες χιλιάδες πολίτες, γεγονός που προέκυψε όμως κατά 97% από μετανάστες και μόλις κατά 3% από την υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων εκείνη την περίοδο.
Επομένως, αυτοί που καλλιεργούν την αντίληψη του ρατσισμού, του εθνικισμού, το ιδεολόγημα της καθαρότητας της φυλής, δεν σκορπούν μονάχα το μίσος και τον διχασμό εντός της ελληνικής κοινωνίας, την ακρωτηριάζουν την ελληνική κοινωνία. Και βεβαίως αυτοί που μιλούν για «λαθραίους», για «εισβολείς», για δήθεν απειλή για τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, αυτοί που γύρισαν την πλάτη σε χιλιάδες παιδιά μεταναστών δεύτερης γενιάς, αλλά υποκριτικά σπεύδουν να βγάλουν φωτογραφίες δίπλα σε ένα παιδί δεύτερης γενιάς που μας κάνει υπερήφανους στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τον Αντετοκούνμπο, και στην οικογένειά του, μια περήφανη οικογένεια μεταναστών από τη Νιγηρία, που τα τέσσερα από τα πέντε παιδιά της γεννήθηκαν εδώ και μεγάλωσαν στα Πατήσια, και μεγάλωσαν με βάσανα και δυσκολίες και αγάπησαν την Ελλάδα. Είναι πιο Έλληνες από κάποιους άλλους που παριστάνουν τους Έλληνες. Αυτή είναι η μεγάλη υποκρισία!
Αυτή είναι η μεγάλη υποκρισία. Ακριβώς αυτό σας λέω, κύριε Αθανασίου.
Καταλάβετε λίγο, κύριε Αθανασίου, τι ακριβώς θέλω να σας πω, ότι εσείς είδατε τη μία και μοναδική εξαίρεση, την ίδια στιγμή που στερούσατε το δικαίωμα από διακόσιες χιλιάδες παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ, που έχουν τα ίδια δικαιώματα, τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες ελπίδες, την ίδια ελληνική ψυχή με αυτόν στον οποίο δώσατε την υπηκοότητα, να την αποκτήσουν. Αυτό είναι η μεγάλη υποκρισία.
Εμείς, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτό που προτείνουμε είναι όπως σχεδόν ομόφωνα βγάλαμε, παρά τις διαφωνίες μας, μία έκθεση για το δημογραφικό, να συμφωνήσουμε ομόφωνα, αν έχετε την τόλμη, ότι όσον αφορά αυτούς τους ανθρώπους, για τους οποίους η Ελλάδα έγινε η δική τους πατρίδα, να μην στερήσουμε από τον τόπο μας, από τις γενιές των ελληνόπουλων διαφορετικής καταγωγής, εθνικότητας και χρώματος την προοπτική να είναι Έλληνες, να αγαπάνε την Ελλάδα, να δημιουργούν για την Ελλάδα, να μας κάνουν περήφανους για την Ελλάδα.
Από το 2016, όταν ξεκίνησε η εφαρμογή του νέου νομοθετικού πλαισίου για την ιθαγένεια, εξήντα πέντε χιλιάδες νέοι και νέες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ, έχουν μέχρι στιγμής αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Όχι όμως όλοι. Οι ρυθμοί είναι εξαιρετικά αργοί. Γι’ αυτό και φτιάξαμε μια Ειδική Γραμματεία Ιθαγένειας, για την επιτάχυνση της διαδικασίας. Διακόσιες χιλιάδες παιδιά ακόμα δεν έχουν λάβει την ελληνική ιθαγένεια. Αντί να μας κατηγορείτε ότι δεν επιταχύνουμε, μας κατηγορείτε ότι έχουμε σχέδιο να αλώσουμε το εκλογικό σώμα, θεωρώντας a priori ότι αυτοί οι άνθρωποι που μπαίνουν και εντάσσονται στην ελληνική κοινωνία -σαν τον Αντετοκούνμπο δηλαδή- δεν πρόκειται να σας ψηφίσουν.
Ε, δεν πρόκειται να σας ψηφίσουν, διότι έχετε προσεγγίσει τις πιο ακραίες και δεξιές λογικές, συμπεριφορές και ρητορικές. Δεν μπορεί, όμως, να λειτουργούμε με αυτόν τον μικροπολιτικό γνώμονα, όταν έχουμε να κάνουμε όχι μονάχα με ένα πρόβλημα ανθρωπιστικής διάστασης, ανθρωπιάς δηλαδή, για να το πω απλά, αλλά και με ένα πρόβλημα που αφορά το μέλλον της χώρας, διότι το δημογραφικό είναι το μελλοντικό πρόβλημα της χώρας, αλλά και της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Εμείς, λοιπόν, θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για μια κοινωνία συμπεριληπτική, για μια χώρα που πρέπει να είναι πρότυπο συνύπαρξης και αλληλεγγύης, για μια χώρα που θα πρέπει να αγκαλιάζει τον πλούτο των παραδόσεων και των διαφορετικών καταγωγών, με δύο λόγια για την Ελλάδα των ανοιχτών οριζόντων, όπως άλλωστε τέτοια ήταν στις μεγαλύτερες στιγμές της ιστορίας της.
Κλείνω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, λέγοντας ότι το δημογραφικό παραμένει ένα κεφαλαιώδες ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να ιδωθεί αποσπασματικά. Χρειάζεται πολιτική βούληση, σχέδιο, αρχές και κυρίως, όπως είπα και στην αρχή, την υλοποίηση μιας συνολικής στρατηγικής για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των Ελληνίδων και των Ελλήνων, όλων όσοι ζουν σε αυτήν τη χώρα. Ένα μεγάλο βήμα για να μπορέσουμε να ατενίσουμε με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον αυτού του τόπου ήταν η έξοδος από τα μνημόνια.
Θα ήθελα, λοιπόν, κλείνοντας να σας συγχαρώ για άλλη μία φορά, κύριε Μητσοτάκη, διότι σε μία άλλη πρόβλεψή σας πέσατε μέσα! Όπως είπατε ότι δεν θα τελειώσουμε τις αξιολογήσεις, όπως είπατε ότι θα μειώσουμε τις συντάξεις, όπως είπατε ότι δεν θα βγούμε από τα μνημόνια, έτσι προβλέψατε ότι δεν θα βγούμε και στις αγορές.
Σήμερα, λοιπόν, έχω να σας πω ότι άλλη μία πρόβλεψή σας απεδείχθη ότι ήταν μία πρόβλεψη παταγώδους αποτυχίας. Η χώρα βγαίνει στις αγορές με δεκαετές ομόλογο, με πολύ καλύτερους όρους από τους όρους που είχε βγει την τελευταία φορά πριν από την κρίση.
Οι προσφορές είναι ήδη σήμερα σε ένα αξιοθαύμαστο επίπεδο και αυτό σηματοδοτεί μία ελπίδα και μία προοπτική. Είναι ένα σημάδι καθοριστικό ότι γυρίζουμε σελίδα, ότι βγαίνουμε από την περίοδο της κρίσης, αλλά και ένα σημάδι ελπίδας και προοπτικής ότι κάτι μπορεί να αλλάξει και ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα.
Σας συμβουλεύω να συνεχίσετε τις πετυχημένες προβλέψεις σας και κυρίως να συνεχίσετε να λέτε ότι θα κερδίσει η Νέα Δημοκρατία τις επόμενες εκλογές! Μάλλον καλό μας κάνετε!