Μάρτης του 1924
Συνεργάτης της τοπικής εφημερίδας «Καστορία» ήταν και ο δάσκαλος Χρυσός Καραγκούνης. Είχε τη δική του στήλη ο προικισμένος και στη μουσική εκπαιδευτικός και κάθε φορά φρόντιζε τα κείμενά του να ανταποκρίνονται στις γιορτές και τις ελληνικές συνήθειες, κληρονομημένες από γενιά σε γενιά. Στα λαογραφικά του Μαρτίου αναφέρεται η πανάρχαια λατρεία της θεάς ΄Ηρας που τιμούσε και ο Ρωμαϊκός κόσμος, ως προστάτιδα του συζυγικού βίου. Η συνήθεια να δένεται σε κάθε χέρι μικρό ή μεγαλύτερο η ασπροκόκκινη κλωστή που έφθασε ως τις μέρες μας, εικάζεται ότι είναι ένα είδος προστασίας από τις δυνατές ακτίνες του ήλιου, που μπορούν να μας «κάψουν». MARS στα λατινικά σημαίνει ΄Αρης- κοινός θεός ανάμεσα στους δύο λαούς ΄Ελληνες και Ρωμαίους και πολεμόχαρος. Τέτοιες ώρες ο μήνας αυτός «πολεμά» να κρατηθεί , να δώσει όση κακοκαιρία του απομένει στις 31 μέρες του, να δυσκολέψει τη ζωή των θνητών, μια και τα ψωμιά του είναι λιγοστά, διότι κάπου στο δρόμο συναντιέται επιτέλους με το γελαστό Απρίλη… και τα χελιδόνια…
«χελιδόνι μου γοργό, που πετάς στον ουρανό, πάρε μου το Μάρτη μου, να μου φέρεις ρούχα , να μου φέρεις την υγειά… να μου φέρεις τη χαρά…»
9 Μαρτίου 1924, η μικρή πολιτεία της Καστοριάς γιόρταζε την Απουκρά της με μια λιακάδα που είχε «ήλιο με δόντια» και με μια λίμνη που επι 40 μέρες ήταν παγουμένη. Στα ζεστά όμως δουξάτα διοργανώθηκαν πολλές βεγγέρες κι οι νοικοκυρές της εποχής μαγειρέψανε τα καλύτερα. Λόγω των κακών καιρικών συνθηκών τα αρνάκια γάλακτος κόστιζαν 22 δρχ το κιλό, οι κοτούλες ήταν πιο προσιτές, ενώ τα γριβάδια λόγω παγωμένης λίμνης ήταν μετρημένα στα 5 δάκτυλα.
Οι μπουμπούνες το βράδυ της Απουκράς λάμπριναν και πάλι τους μαχαλάδες της πόλης, τα χάρτινα καψούλια έγιναν ανάρπαστα από τα Ουβρέϊκα μικρομάγαζα, και στα χειμωνιάτικα δωμάτια αφού έσβησαν οι μικρές μπουμπούνες κάθε γειτονιάς μαζεύτηκαν οι σπιτικοί, να φάνε το χαλβά τους και να «παίξουνε» μικροί και μεγάλοι με τον χάσκαρη, ενώ τα τζάκια καίγανε και ζεσταίνανε τα χειμωνιάτικα δωμάτια, 95 χρόνια πριν και φωτίζοντας τους χώρους των καστοριανών σπιτιών ακόμα με τις λαμπούσκες.
Μάρτιος του 1926,
Στις 7 του μήνα σούρουπο ανάψανε και πάλι σύμφωνα με το έθιμο οι μπουμπούνες και ζέσταναν τον κόσμο κάθε γειτονιάς. «Καίω τους εχθρούς καίω τους ψύλλους» ακούγονταν κάθε τόσο.
Ο δάσκαλος Λουκάς Σιάνος ήταν μικρός ακόμη. Πολλά χρόνια αργότερα μελετώντας τα λαογραφικά της πατρίδας μας, έγραψε ότι το έθιμο της πυρολατρείας είναι πανάρχαιο και πως θεότητες όπως ο ΄Ηφαιστος και η Εστία με τις Εστιάδες τιμούνταν με τις φωτιές. Οι συνήθειες αυτές έδεσαν με το Χριστιανικό κόσμο και η μπουμπούνα της αποκριάς επιζεί ως τις μέρες μας . Δίκαια γράφει ο Λουκάς Σιάνος «η φωτιά χαρακτηρίστηκε ως η πιο σημαντική κατάκτηση του ανθρώπου κι αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του πολιτισμού. Ο άνθρωπος με τη φωτιά νίκησε το σκοτάδι, έλιωσε τα σίδερα, άλλαξε τον τρόπο της διατροφής του, απόκτησε νέα εργαλεία και πέρασε σ΄ ένα νέο στάδιο εξέλιξης».
Απουκρά στις 7 Μαρτίου του 1926,τις ημέρες εκείνες συνέπεσε να γιορτάζονται και τα «Γκαράσια» (οι εβραϊκές γιορτές μεταμφίεσης). Οι μασκαρεμένοι συμπολίτες έβγαιναν στους δρόμους τραγουδώντας διάφορα τραγούδια. Το πιο δημοφιλές ήταν το ποντιακό
«στου υιού μας την χαράν σφάξαμεν αλέκτοραν, φάγαμε στη Τραπεζούντα στείλαμε και στην Σαμψούντα».
Την Αποκριά της χρονιάς αυτής, σημειώθηκε έλλειψη στο κρέας. Στο παζάρι ευτυχώς υπήρχαν όρνιθες και αυγά. Το κρύο πολικό. Οι λιγοστοί χωρικοί που έφθασαν ως την πόλη πουλούσαν τα φορτώματα από 20 ως 55 δρχ το καθένα. Μια παρέα ξενητεμένων παραβρέθηκε στις μπουμπούνες την Απουκρά κι άφησαν «ανάμη» με τα φερσίματά τους… Βγήκαν στους δρόμους με το αυτοκίνητό τους και ξεσήκωσαν τον κόσμο με τα τραγούδια τους. Τα παιδιά- λεβέντες ονομάζονταν Θωμάς Κουκούλης, Παναγιώτης Δόϊκος, ήταν και οι αδελφοί Πετκανά.΄Επειτα από πολύχρονη παραμονή στην Νέα Υόρκη έδιναν νέα ονόματα στην πάνω αγορά- τσαρσί και στην κάτω αγορά επίσης. Απ τάουν η επάνω αγορά- πόλη, ντάουν τάουν η κάτω αγορά – πόλη.
Ο συνεργάτης της εφημερίδας υπογράφων με το ψευδώνυμο «Σκάνδαλον» έγραφε το παρακάτω τετράστιχο για τη Σαρακοστή « με ελιές και ταραμάδες με φασόλια και φακή όλοι κάμνουν πως νηστεύουν τώρα τη Σαρακοστή. Κι ενώ τρώγουν χαλβάδες και ρεπάνια με ουρές «τρώγονται» και εν νηστεία νύμφαι τε και πεθερές»…
Μάρτης του 1930
Με το που πάτησε το ποδάρι του ο Μάρτιος, τα παιδιά της πόλης μετά τα σχολικά καθήκοντα, έπαιρναν τους δρόμους ψάχνοντας για τσάκανα. Πολλά από τα αγόρια ανεβαίνανε ως το Τσαρδακόπουλο – συνήθως παιδιά από τις πιο κοντινές γειτονιές του ΄Αη Μηνά, της Τούμπας, των Αγίων Αναργύρων. Τα Αποζαρινά, τα Ντουλτσινά και τα Τσαρσινά σαϊνια τραβούσανε στην ακρολιμνιά προτιμώντας να κόψουνε κατάξερα καλάμια, ότι έπρεπε για να πάρει εύκολα φωτιά η μπουμπούνα της γειτονιάς τους.
Στα σπιτικά νοικοκυριά υπήρχε ζωηρή κίνηση για την προετοιμασία του γιορταστικού τραπεζιού, κυρίως υπήρχαν κόττα με αρμιά και αρμιόπιτα, κάποιοι φύλαγαν τα εναπομείναντα σαλτσούνια και λουκάνικα έχοντας προσέξει τη διατήρησή τους. Τα κρατούσαν τυλιγμένα σε λευκά πανιά κι ύστερα έριχναν στάχτη απ΄ το τζιάκι τους κι έτσι έμεναν άθικτα από την προσβολή μικροβίων για πολύ καιρό. Σε κάποιες κατσαρόλες μοσχοβολούσε τ΄ αρνάκι, σ΄ άλλες πάλι υπήρχαν οι «τελευταίοι σαρμάδες» . ΄Οση αρμιά περίσσευε ήταν για τους λαδερούς των αγίων Θεοδώρων.
Ο παιδόκοσμος βρίσκονταν στα εβραϊκά μικρομάγαζα στο Τσαρσί, όπου προμηθεύονταν το μπαρούτι για τα «σιάφια» τους, αυτοσχέδια όπλα- παιχνίδια, απομίμηση της παλιάς κουμπούρας.
Τη νύχτα της τρανής Απουκράς όλη η πόλη λαμποκοπούσε, κι εκείνη που ξεχώρισε από τις άλλες ήταν αυτή της γειτονιάς της Εβραϊδος.
΄Όμως κατά τον σχολιαστή της τοπικής εφημερίδας «Καστορία» … κάτι καινούριο φαίνονταν στην μικρή τότε κοινωνία της πόλης. Ξεκινήσανε οι συμπολίτες να προετοιμάζονται –στυλ μπαλ μασκέ- για τους ζωηρούς χορούς με φοξ τροτ κατά προτίμηση, παθητικά ταγκό και βαλσάκια . Αυτά για τους νέους, τους ζωηρούς , που ξέφευγαν από τη παραδοσιακή φόρμα, το σιμιγδαλένιο χαλβά και τον χάσκαρη. ΄Ηταν οι λιγότεροι μέσα στο σύνολο, αλλά υπήρχαν… και τα σχόλια έδιναν και έπαιρναν. Την επομένη της Απουκράς, ξεκινήσανε τα «ζουλιάσματα» στους κήπους με την επικρατούσα καλοκαιρία, οπότε ανασκουμπώθηκαν οι κυρές, οι νιάνιες κι οι νυφαδιές να καθαρίζουν τα κατσαρολικά τους, τρίβοντάς τα με σύρμα και άμμο.
Σαν έφτασε η μέρα των Αγίων Θεοδώρων «κόσιεψαν» μανάδες κι ανύπαντρα κορίτσια να φέρουν τα κόλυβα από την εκκλησιά στη γειτονιά του βουνού, ως το σπιτικό τους. Απαρηγόρητη η δεσποινίδα που περίμενε να ιδεί τον μελλοντικό της πρίγκηπα και αντ΄ αυτού είδε ένα γαϊδούρι… και επι μέρες έκλαιγε… η καημένη… κατά τον σχολιαστή της εφημερίδας με το ψευδώνυμο «το σκάνδαλον» και ημερομηνία 2-3-1930.
Φωτογραφία: Από το φωτογραφικό λεύκωμα «Καστοριά-Άνθρωποι-Λίμνη-Τοπίο» του αείμνηστου συμπολίτη μας Τάκη Ζιώγα
Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση