«Συμφωνία, ποια συμφωνία; Δεν ξέρω τι γίνεται, εγώ έχω τα ζωάκια μου και το κυνήγι». Ο Παναγιώτης κάθεται στη θέση του οδηγού ενός παλιού πράσινου Unimog, με το οποίο μεταφέρει σανό στη στάνη του. Είναι δίγλωσσος και είναι από τη Βεύη Φλώρινας, μία «ανάσα» από τα σύνορα με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Όταν τον ρωτάς εάν είναι Μακεδόνας και ποια είναι η δεύτερη γλώσσα που μιλάει, σε βλέπει με καχυποψία και δεν απαντά. Με την ίδια καχυποψία, μας αντιμετώπισε τοπικός παράγοντας ενός άλλου δίγλωσσου χωριού στη Φλώρινα, της Αχλάδας. «Δεν θέλω να συμμετάσχω σε αυτήν τη συζήτηση», απάντησε κοφτά, χωρίς καν να ρωτήσει τι ακριβώς θα συζητούσαμε.
Μια μικρή βόλτα στα δίγλωσσα χωριά των συνόρων, αυτήν τη δύσκολη περίοδο της Συμφωνίας των Πρεσπών που επικυρώνει την ονομασία του γειτονικού κράτους ως Βόρεια Μακεδονία, φτάνει για να αντιληφθεί κανείς ότι η ατμόσφαιρα στη Δυτική Μακεδονία, τον τελευταίο χρόνο, είναι μουντή. Και όχι μόνον επειδή η χειμερινή ομίχλη έχει καλύψει τις στέγες των γκρίζων σπιτιών και μπερδεύεται με τους καπνούς των φουγάρων από τον γειτονικό ατμοηλεκτρικό σταθμό της ΔΕΗ.
Μελίτη, Αχλάδα, Βεύη, Κέλλη, Ξινό Νερό, Σιταριά, Νεοχωράκι, Λόφοι, Άγιος Παντελεήμων, Πέτρες. Σε αυτά τα χωριά και αρκετά άλλα, εκτός από ελληνικά, μιλούν και ντόπια, οι περισσότεροι τα αποκαλούν «μακεδονικά», άλλοι τα λένε «δικά μας», προσδιορίζοντας ότι είναι ένα σμάρι από σλαβικά, τουρκικά και ελληνικά. Είναι αυτά που έχουν επικρατήσει ως σλαβομακεδονικά. Είναι τα ίδια χωριά όπου κάποιοι δεν έχουν ελληνική συνείδηση και αισθάνονται πιο κοντά με τους γείτονες. «Στα καφενεία μιλούν μακεδονικά. Τώρα, τι συνείδηση έχει ο γείτονάς μου δεν μπορώ να ξέρω», με είχε προετοιμάσει φίλος που κατάγεται από την περιοχή.
«Την περίοδο αυτή δεν έχουν οξυνθεί οι καταστάσεις στην περιοχή μας, οι περισσότεροι προτιμούν να παραμείνουν σιωπηλοί για να μην προκληθούν εντάσεις», μας λέει ο Νίκος από τη Μελίτη, που είναι δίγλωσσος, όμως παίρνει αποστάσεις από τις θέσεις αρκετών συγχωριανών του, ορισμένοι εκ των οποίων ήταν υπέρμαχοι της άποψης μέχρι και αυτονόμησης της περιοχής και διαχωρισμού της από το ελληνικό κράτος, ως ανεξάρτητης Μακεδονίας. Στην περιοχή της Μελίτης, το κόμμα που υπερασπίζεται αυτήν την άποψη και μιλάει για «μακεδονική μειονότητα» στα δίγλωσσα χωριά της Φλώρινας, το Ουράνιο Τόξο, στις ευρωεκλογές του 2014 είχε λάβει 369 ψήφους, ποσοστό 7,26%, που δεν φαίνεται να δικαιολογεί οποιαδήποτε ισχυρή τάση προς αυτήν τη θέση. Και σ’ αυτές τις εκλογές λέγεται ότι δεν θα κατέλθει, λόγω έλλειψης κονδυλίων.
Ο Σάκης από τη Μελίτη είναι 47 ετών και ήταν στο παρελθόν υποψήφιος με το Ουράνιο Τόξο. Προτιμάει να μιλήσει μόνον με το μικρό του όνομα, λέγοντας πως φοβάται μήπως λόγω των απόψεών του έχει συνέπειες στην καθημερινότητά του. Υποστηρίζει ότι είναι Μακεδόνας και μιλά μακεδονικά, όμως ταυτίζει τον εαυτό του με τους κατοίκους της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας διευκρινίζοντας ότι είναι Έλληνας, «πολιτογραφημένος λόγω υπηκοότητας». Αναφερόμενος στη (δεύτερη) γλώσσα που μιλά, σημειώνει ότι είναι σλαβική και διευκρινίζει πως δεν μπορεί να υποστηρίξει την άποψη ότι είναι απόγονος των αρχαίων Μακεδόνων, του Μεγάλου Αλεξάνδρου. «Εμείς είμαστε από εδώ. Από τη Μακεδονία. Δεν υπάρχουν στοιχεία εάν πριν 1.000 χρόνια, ή περισσότερα, ήρθαμε από κάπου αλλού. Η γλώσσα μας ανήκει στη σλαβική γλωσσική οικογένεια αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσει την εθνότητά μας. Το να μου λένε ότι είμαι Σλάβος, όμως, είναι αρνητικό. Εγώ είμαι Μακεδόνας, επειδή ζω εδώ. Σε όποιον θέλει, του χαρίζω και τον Μέγα Αλέξανδρο», ξεκαθαρίζει.
Έχει επαφές με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, «με τους μέσα», όπως λέει ο ίδιος και πιστεύει ότι έχει περισσότερες ομοιότητες γλωσσικές και εθνολογικές με εκείνους. «Έχω φίλους, ξαδέρφια, συγγενείς. Λέμε “μέσα”, επειδή τα σύνορα ήταν να γίνουν πιο κάτω από εδώ. Πολλοί συγγενείς μας τώρα είναι μέσα, οι μισοί πολιτικοί πρόσφυγες που έμειναν εκεί είναι από εδώ». Η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από τις διώξεις των ντόπιων σλαβόφωνων, σε μία περίοδο από τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι και μετά τον εμφύλιο και καταλήγει στη Συμφωνία των Πρεσπών. «Είναι μεγάλο βήμα, έγινε ένα μεγάλο βήμα και πιστεύω πως πλέον ο ελληνικός Λαός θα αρχίσει να μαθαίνει τι συμβαίνει εδώ», υπογραμμίζει. Ότι η Συμφωνία περιορίζει αυτονομιστικές διεκδικήσεις και αναφορές σε «μειονότητες», όπως υποστηρίζει το Ουράνιο Τόξο, δεν φαίνεται να τον ενοχλεί ιδιαίτερα, αν και ο ίδιος δεν είναι αντίθετος να «ενωθεί όλη η Μακεδονία, παρ’ ότι αυτό δεν γίνεται, επειδή τα σύνορα αλλάζουν μόνον με πολέμους και εγώ δεν θέλω να γίνει πόλεμος». Γι’ αυτό και διαχωρίζει τη θέση του από τους εθνικιστές του γειτονικού κράτους. Προσδιορίζοντας τελικά τι ακριβώς θα ήθελε να συμβαίνει, λέει ότι «θέλω να είμαι Μακεδόνας της Ελλάδας, που έχει άλλη κουλτούρα και άλλη καταγωγή, και αυτό να γίνει σεβαστό».
Στον αντίποδα, ο Νίκος είναι επίσης δίγλωσσος από τη Μελίτη και προτιμά να μην αναφερθεί το επώνυμό του, απλώς για να μη βρίσκεται σε σύγκρουση με τους συγχωριανούς του. «Εγώ είμαι Έλληνας, Μακεδόνας βέβαια, αφού οι Μακεδόνες είναι Έλληνες». Είναι αντίθετος με τη Συμφωνία των Πρεσπών, όμως ξεκαθαρίζει ότι «έπρεπε να γίνει μία συμφωνία». Δεν έχει πρόβλημα με τους αντίθετους, ακόμη και αν οι «σκληροί» τον χαρακτηρίζουν «Γραικομάνο». Έτσι χαρακτηρίζονται οι δίγλωσσοι, που έχουν ελληνική συνείδηση, απ’ όσους στην περιοχή διαχωρίζουν τον εαυτό τους από τους Έλληνες. Έτσι, όμως, «Γραικομάνους» αποκαλούσαν και οι Βούλγαροι κατά τις πρώτες ελληνοβουλγαρικές συρράξεις τους ντόπιους σλαβόφωνους, αυτούς που αρνήθηκαν την Εξαρχία. Ο Νίκος πιστεύει ότι οι ντόπιοι οι οποίοι θέλουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους Έλληνες είναι μία μικρή μειοψηφία. «Πλέον είναι μικρό το ποσοστό. Οι περισσότεροι αισθάνονται ντόπιοι και κρατούν αποστάσεις με τους μέσα. Όμως αισθάνονται ότι κάποια στιγμή η Ελλάδα δεν τους φέρθηκε καλά και έχουν δίκαιο», είπε στο VICE Greece.
VICE Video: FYROM, η Χώρα με το Απαγορευμένο Όνομα
Οι περισσότεροι σλαβόφωνοι ντόπιοι επιμένουν πως αυτό που θέλουν είναι να τους επιτρέπεται να μιλούν τη γλώσσα και να τηρούν τις παραδόσεις, τους χορούς και τα τραγούδια, που επίσης είναι σλαβόφωνα. Το πρόβλημα όμως δημιουργήθηκε με ορισμένους χορούς, εντελώς εθνικιστικού περιεχομένου, όπως το «Μπέγαϊτε Γκέρτσι» (Φύγετε Έλληνες), όπως εξήγησαν δίγλωσσοι. Και οι τόνοι ανέβαιναν όταν στους τηλεοπτικούς σταθμούς στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μεταδίδονταν βίντεο από πανηγύρια ντόπιων που χόρευαν και τραγουδούσαν στη γλώσσα, ειδικά στο μεγάλο του Προφήτη Ηλία στη Μελίτη, το οποίο αρκετές φορές γινόταν παρουσία ΜΑΤ και πολλών πρακτόρων.
Ο Φίλιππος από τη Βεύη, αποφεύγει την κουβέντα για το συγκεκριμένο τραγούδι, λέγοντας μόνον ότι «αυτό γράφηκε για τους Τούρκους» και δεν αρνείται ότι το χορεύει. Παρ’ ότι είναι υποστηρικτής του Ουράνιου Τόξου, παίρνει σαφείς αποστάσεις από την αυτονόμηση. «Εδώ έχουν πέσει τα σύνορα σε όλη την Ευρώπη, τι είναι αυτά που λέτε;», διερωτάται. Έχει συγγενείς στην ΠΓΔΜ, αλλά «τι σχέση μπορεί να έχω εγώ με εκεί, Έλληνας είμαι», διευκρινίζει. Από την άλλη, όμως, όταν αναφέρεται στους προγόνους του και τις διώξεις που υπέστησαν, μιλάει για τους Έλληνες σε τρίτο πρόσωπο. «Εμείς είμαστε σλαβόφωνοι, όταν έγινε ο εμφύλιος ανέβασαν τους δικούς μας στο βουνό. Μετά τον πόλεμο, τους Μακεδόνες αντάρτες τούς πήγαν στην Τασκένδη, στην άκρη της υδρογείου, και τους Έλληνες εδώ δίπλα», περιγράφει ενοχλημένος, κυρίως για τη στάση της τότε ηγεσίας του ΕΑΜ στο πλευρό του οποίου πολέμησαν πολλοί ντόπιοι σλαβόφωνοι, ρίχνοντας τα βέλη του στο ΚΚΕ, όπως και η πλειοψηφία των ντόπιων, ειδικά για τη στάση του στη Συμφωνία των Πρεσπών. Ο ίδιος είναι σαφώς υπέρ της Συμφωνίας, ελπίζοντας ότι έτσι «μπορεί ο κόσμος να μας αποδεχθεί».
«Οι νέοι δεν ασχολούνται, αυτά έμειναν για τους ηλικιωμένους», αντιτείνει ο Λάζαρος από το Νεοχωράκι, ένας νεαρός του οποίου οι γονείς είναι δίγλωσσοι, όμως ο ίδιος δεν μιλάει το σλαβόφωνο ιδίωμα. «Η γλώσσα που μιλάμε δεν έχει σχέση με αυτή που μιλούν στα Σκόπια, δεν μας καταλαβαίνουν όταν μιλάμε ντόπια», λέει από την πλευρά του ο Βαγγέλης από την Αχλάδα. «Δεν μπορεί να αναγνωρίζει αυτούς η Συμφωνία ως Μακεδόνες. Εγώ είμαι Μακεδόνας, όμως είμαι Έλληνας όχι σαν κάποιους άλλους που είναι από τους… μέσα», λέει με νόημα δείχνοντας τον διαχωρισμό. Στο χωριό όπου ζει, υπάρχει το μνημείο των πεσόντων των βαλκανικών πολέμων και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στημένο στην αυλή του δημοτικού σχολείου. Το τελευταίο από τα ονόματα είναι Νικόλαος Γρούιος. Πρόκειται για τον παππού του τέως πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ, Νικολά Γκρούεφσκι. Καταγόταν από την Αχλάδα, είχε ελληνικές ρίζες και πολέμησε στο πλευρό του Ελληνικού Στρατού με το 33ο Σύνταγμα, τραυματίστηκε στη μάχη με τους Γερμανούς και υπέκυψε το 1941.
Στους ανηφορικούς δρόμους της Μελίτης, η αποστολή του VICE Greece έχει γίνει αντιληπτή και στο χωριό των 2.000 κατοίκων συζητούν για τους ξένους που ψάχνουν το μακεδονικό ζήτημα. Οι ηλικιωμένοι δείχνουν να είναι οι μόνοι οι οποίοι δεν έχουν ενδοιασμούς να εκφράσουν ανοιχτά τη θέση τους, αυτοί άλλωστε είναι περισσότερο κατασταλαγμένοι και αυτοί που έζησαν τα πέτρινα χρόνια του προηγούμενου αιώνα. Ο Ιωάννης Αναστασιάδης, στα 91 του χρόνια, λέει ότι το μακεδονικό όνομά του είναι Ασλάνοφ και θυμάται τις διώξεις που υπέστησαν οι σλαβόφωνοι επί Μεταξά. Περιέγραψε πως θυμόταν ακόμη και τα προβλήματα που είχαν με τους αγίους που λάτρευαν. «Το 1936, ήρθε ο παππάς του χωριού στα σπίτια μας και επειδή είχαμε τις εικόνες των Κυρίλλου και Μεθοδίου, μας έστειλε στο δικαστήριο. Επτά οικογένειες πληρώσαμε πρόστιμο 300 δραχμές, ήταν απαγορευμένοι οι άγιοι αυτοί», περιέγραψε. Δίπλα του κάθεται ο γιος του Σταύρος, που ήταν αυτός ο οποίος έθεσε επίσημα ζήτημα «μειονότητας», με παράσταση στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ) στην Κοπεγχάγη, το 1990, καταγγέλλοντας το ελληνικό κράτος για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στον κάμπο του Αμυνταίου, στις Πέτρες, το χωριό που είναι χτισμένο δίπλα στην ομώνυμη λίμνη, ο 66χρονος Γιώργος Ζαφειρίδης είναι και αυτός ντόπιος και δίγλωσσος, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι. Μόνον που δεν έχει συγγενείς «μέσα». «Εγώ είμαι Έλληνας φίλε, Έλληνας Μακεδόνας, όποιος γουστάρει ας πάει δίπλα να ζήσει», ξεκαθαρίζει. Έχει άποψη για τα ντόπια, τη γλώσσα που και ο ίδιος πολύ καλά μιλάει. «Δεν είναι μακεδονικά, οι Μακεδόνες ελληνικά μιλούσαν. Αυτήν τη γλώσσα τη φτιάξαμε εμείς οι ντόπιοι, για να μη μας καταλαβαίνουν, γι’ αυτό έχει τουρκικά, βουλγάρικα, ελληνικά, σέρβικα μέχρι και αγγλικά. Στα Σκόπια δεν μας καταλαβαίνουν», λέει και αναφέρει παραδείγματα με διαφορές σε συγκεκριμένες λέξεις. Σημειώνει ότι στα δίγλωσσα χωριά, όσο μεγαλώνει η απόσταση από τα σύνορα, τόσο λιγοστεύουν όσοι υποστηρίζουν ότι δεν είναι Έλληνες. «Στα δικά μας χωριά δεν έχει απ’ αυτούς. Φταίει όμως και το ελληνικό κράτος, με τις διώξεις εναντίον των ανθρώπων αυτών. Είναι πληγωμένοι», λέει στο VICE Greece. Και για τη Συμφωνία των Πρεσπών: «Είμαι αντίθετος, αλλά το θέμα κάποια στιγμή έπρεπε να λυθεί. Όταν ήμουν παιδί εδώ βλέπαμε τρία κανάλια: την ΕΡΤ και δύο σκοπιανά. Το ένα, από τότε έγραφε “Republica Macedonia”. Τι περιμένουμε τόσα χρόνια μετά;».
Πάλι πιο κοντά στα σύνορα, ο Γιώργος Μίρτσης, 67 χρόνων, από τη Μελίτη, δυσκολεύεται να περπατήσει λόγω προβλημάτων υγείας και κρατιέται σε δύο πατερίτσες. «Εδώ είμαστε οι γνήσιοι Μακεδόνες. Εδώ, μια ζωή, είχαν όλοι δικαιώματα, εκτός από εμάς τους ντόπιους. Ούτε να χορέψουμε, ούτε να μιλήσουμε μπορούσαμε, γι’ αυτό έφυγαν οι περισσότεροι», φωνάζει διαμαρτυρόμενος και αναφέρεται σε άλλες ομάδες του πληθυσμού, όπως πόντιους, βλάχους και άλλους, που είχαν άλλη αντιμετώπιση στο παρελθόν και καλύτερη μεταχείριση.
«Και θα σου πω κάτι: η μάνα Ελλάδα, δεν αγκάλιασε το ίδιο όλα τα παιδιά της».
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες από το οδοιπορικό του VICE στα δίγλωσσα χωριά στα σύνορα Ελλάδας-ΠΔΓΜ: