Με αναμμένα τζάκια που καπνίζανε νυχθημερόν, δρόμους ντυμένους με χιόνι, και μπλιάτσικες… όπου ήταν πολυπατημένες, με λιγοστούς κατοίκους που φθάνανε στην κάτω αγορά για τις απαραίτητες προμήθειες.
΄Εχουνε περάσει ενενήντα χρόνια από τότε… και δείχνουν πολύ μακρινά…
Ωστόσο και ηλεκτρικό ρεύμα υπήρχε… ότι πιο σύγχρονο και τα σπίτια είχανε νερό.. φερμένο από το Σέτομο – Κεφαλάρι. Αυτά λείπανε λίγα χρόνια πριν…
Επι δημαρχίας Λεωνίδα Μαυροβίτη, συγκεντρώθηκε το απαραίτητο χρηματικό ποσόν για την ύδρευση της πόλης, γι αυτό και οι συμπολίτες του τον τιμήσανε με το αξίωμα του προέδρου του ταμείου ύδρευσης Καστοριάς.
Φεβρουάριος του 1929, ένας μήνας και μια χρονιά που την θυμούνταν οι κάτοικοι και η τοπική εφημερίδα «Καστορία» του συμπολίτη μας Βαλαλά.
Στο σπιτικό του Τσιόλη όλα δούλευαν ρολόϊ… το υπόγειο βαστούσε σε μια γωνιά του τα αραδιασμένα ξύλα, που από τις μέρες του καλοκαιριού είχε προμηθευτεί ο νοικοκύρης Αποζαρινός, όπως κι άλλοι γείτονες κοντινοί ή μακρινοί, από τα ορεινά χωριά των Κορεστείων, Γάβρο, Αγιαντώνη, Βυσσινιά, Χαλάρα, Μακροχώρι..Οξυά, Στάτιστα – Μελάς. Στη διάρκεια της καλοκαιρίας τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα έφταναν τα ξυλοφορτώματα ως τον κήπο του, πότε με τον Τραϊανό, πότε με τον Ζήση και τα γερά τους άλογα. Το δέσιμο ήταν περίτεχνο, γερή τριχιά χρειάζονταν να τα δέσεις σωστά λίγο πιο κάτω απ΄το σαμάρι, και να τα λύσεις με τη μία όταν φτάσεις στον τελικό προορισμό. Αυτές οι δουλειές είχαν τον κόπο τους και τον χρόνο τους επίσης, ως ότου φθάσουνε στα καστοριανά σπιτικά… από τα μονοπάτια του Βιτσίου. Ο Τσιόλης φρόντιζε και για μερικά φορτώματα που τα περίμενε από το ΄Ορμανι – Λεύκη με το νέο όνομα. ΄Ηταν δεντρίσια ξύλα που τα καίγανε στο βαρύ κρύο και έδιναν περισσότερη ζεστασιά, αλλά και πολύ καλή ζιάρη, που την μοιράζανε στα τρανά μαγκάλια όταν χρειάζονταν. Λίγος κόπος παραπάνω γι΄ αυτά υπήρχε. Τα φορτώματα κινούσαν πάνω στα ζώα από τη Λεύκη με τον κυρ Χρυσό που τα έφερνε ως την θέση « ΄Αμμος» – σημερινή περιοχή Λύβ. Εκεί έφτανε ο Τσιόλης με το καράβι για να τα φέρει ως το Απόζαρι και την αβγατή του Βουρντούχα. Τα ξύλα – φορτώματα – ήταν με προσοχή τοποθετημένα στο καράβι για να φθάσει η «Οδύσσεια», αυτό ήταν τ΄ όνομά του γραμμένο στα πλάγια με λευκά κεφαλαία γράμματα, με ασφάλεια και σιγουριά ως την όχθη της λίμνης, σχεδόν ένα – δύο βήματα από την κατοικία του Τσιόλη.
«Ευτυχώς έριξάμε τα χειμωνιάτικα» έλεγαν συχνά οι δικοί μας άνθρωποι, θειοί, παππούδες και προπαππούδες, κι ανάμεσά τους κι ο Τσιόλης κι η συμβία του η Ρίγκω που καμάρωνε πλάϊ του και με το παραπάνω, διότι το σπίτι τους σε ώρες χειμώνα ήταν ζεστό στους καθημερινούς οντάδες, με τα γερόντια να ζεσταίνονται, κοντά τους και τα τέσσερα εγγονάκια που θέλανε ζεστές φέτες ψωμί ψημένες στη ζιάρη του τζακιού, με τυρί και ελιές…
Είχαν κι αυτοί τα δικά τους τρανά μαγκάλια φερμένα από τον πάππο – πατέρα του Τσιόλη – που στα νιάτα του ταξίδευε ως την Πόλη και το ξακουστό παναήρι της Ζιντζόβας, μεταξύ Αδριανούπολης και Φιλιππούπολης.
Το πάχος του πάγου εκείνη τη χρονιά ήταν αρκετό, κι ο Κοσμάς, ο τρανύτερος αδελφός του Αθανάσιου Κοσμά του εξαιρετικού δασκάλου, βγήκε φορώντας τα άρτι αφιχθέντα αμερικάνικα παγοπέδιλά του, γλυστρώντας πάνω στην παγωμένη επιφάνεια της Ορεστειάδας λίμνης.
Μόλις οι αποζαρινοί και οι ντουλτσινοί μαθαίνανε (από στόμα σε στόμα έφθανε το νέο) ότι κάποιοι ανέφκαν στον πάγο και είχαν ή τη σάνια, ή έκμαναν με τα παγοπέδιλα σκέρτσα, έβγαιναν απ΄ τα ζεστά τους καταφύγια, να χαζέψουνε και να θαυμάσουνε τους τολμηρούς που καταπιάνονταν μ΄ αυτό το ξενόφερτο θεαματικό σπορ. Μέχρι και ζώα φορτωμένα με ξύλα κι άλλα προϊόντα και μερικά από τα πρώτα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν στα μέρη μας, περάσανε εκείνο το δύσκολο χειμώνα από το «δουξάτο του διαβόλου» όπως την αποκαλούσαν οι παλιοί τη λίμνη όταν πάγωνε.
Να μη σου τύχει ρουκάνι βέβαια, κι ανοίξει ο πάγος και σε πάρει μέσα και χαθείς… Αυτά τα προσέχανε όσοι είχανε την εμπειρία, κι όταν ανέβαιναν στον πάγο μελετούσαν με προσοχή από πού θα περάσουν ώστε να φτάσουν σώοι και αβλαβείς και πάλι στη στεριά. Που και που ατυχήματα συνέβαιναν και σχεδόν σ΄ όλους ήταν γνωστό το τραγικό πάθημα του τούρκου χαλβατζή που τούτυχε το αναθεματισμένο ρουκάνι, που άνοιξε και τον έκλεισε μέσα. Στην επιφάνεια απέμεινε ο νταμπλάς με τον κόροβο χαλβά.
Χειμώνας… κι ο Τσιόλης από τις διηγήσεις του πάππου του θυμούνταν πως το χειμώνα του 1917 μπροστά στο αρχοντικό Γάκη στο Ντουλτσό, στα κάγκελα του μαγαζόπλου, είχαν κρεμάσει έναν σκοτωμένο λύκο, που άγνωστο πως περιπλανούνταν μεταξύ λίμνης και πόλης, οπότε οι κυνηγοί γείτονες άρχισαν να τον σημαδεύουν. Μετά τους πρώτους άστοχους πυροβολισμούς, το άτυχο ζώο μπήκε στο αχούρι του Κώττα του Ντάλα για να γλυτώσει από τη μανία των ανθρώπων. Εκείνοι όμως εκ του ασφαλούς ανέβηκαν πάνω στο τσιατί, άνοιξαν μια τρανή τρύπα, κι έριξαν με τα τουφέκια τους, και μετέφεραν τον άπνοο μέσα στην πλατεία του Ντουλτσού.
΄Άλλη μια φορά στα 1920 οι κάτοικοι της ίδιας συνοικίας είδαν λύκο που εκτέθηκε σε κοινή θέα δίπλα στο μπακάλικο του Χαριλάκη του Σιάνου. Στην πόλη μας τότε υπήρχαν αρκετοί κυνηγοί, οι γνωστότεροι αναφέρονται στο λαογραφικό βιβλίο του Λουκά Σιάνου «Καστοριανές Εικόνες». Τσιόλης Κοκκαλένιος – Γρηγόρης Τζώρτζης και Χαριλάκης Σιάνος είναι αυτοί που τέντωσαν τον άμοιρο λύκο και ακολουθούν ο Σωκράτης και ο Τσιόλης του Μάνθου, ο Νεράντζης του Αϊβάζη, ο Σπύρος του Τσίτσκου, ο Κώτσιος ο Φουρνουτζής και ο Τούρκος ο Ισρέφης.
Η τελευταία Κυριακή του μήνα στα 1929 έφερε τον κόσμο στην ηλιόλουστη και παγωμένη μεριά του Ντουλτσού. Φωτογραφία από την χρονιά εκείνη υπάρχει και στο λαογραφικό μουσείο Νεράντζη – Αϊβάζη.
Στην αγορά τα προϊόντα είχαν ακριβήνει αρκετά. Σπάνια τα αυγά και λιγοστά τα αρνάκια γάλακτος που είχανε γίνει ανάρπαστα. Τα σπίτια, τα νοικοκυρόσπιτα , μεσαία και εύπορα, είχαν κάνει το κουμάντο τους από πολύ πιο πριν. Είχαν αρκετά αποθέματα μα λίγα μα πολλά, από τα χοιρινά παρασκευάσματα, κοτούλες και πετεινάρια απ΄το κοτέτσι τους, τραχανά, φύλλα, αλεύρι και καλαμπόκι, αρμιά, σουτζούκια, φασόλια και φακές, λίγδα και λάδι, τυριά και μπάτζιον, μήλα, κυδώνια ψημένα, σταφυλαρμιά, τουρσιά, γλυκά του κουταλιού, σαλιάρους και ραϊσκόφυ (ρεβανί) για τα κυριακάτικα απογεύματα, μαζί με τις καστοριανές τυρόπιτες, πρασόπιες, αρμιόπιτες…
Χειμωνιάτικες ώρες διανθισμένες με ιστορίες, παραμύθια και αφηγήματα που ακούγονταν στο καθημερινό δωμάτιο, με γιάμπουλες κατακόκκινες στα μπάσια, για να κάθονται οι γέροντες κι οι μπάμπες, να παραδείχνουν στα εγγόνια όσα ξέρανε κι αυτοί από τους δικούς τους παππούδες και γιαγιάδες… ακόμα και γλωσσοδέτες εύκολους και δύσκολους, όπως θυμάται η λαογράφος της πόλης μας, κι όχι μόνον, Ιφιγένεια Διδασκάλου: «Ο γιός του κουμπή, του ρουμπή, του κουμπορουμπολογή, πήγε στη ρουμπιά, την κουμπιά, την κουμπορουμπολογιά, να ρουμπέψει, να κουμπέψει , να κουμπορουμπολουγέψει και του πήραν τα κουμπιά, τα ρουμπιά, τα κουμπορουμπολογιά…»
Μάταια δοκιμάζαμε και ξαναδοκιμάζαμε να το πούμε και μεις σωστά, όπως ο πάππος Χατζής…
«Δίπλα στο τζάκι, και στη γλυκειά θαλπωρή της φωτιάς, καθισμένα στα γόνατα του παππού και της γιαγιάς, ακούσαμε και μάθαμε κι άλλα πολλά πράγματα, πιο πολλά θαρρείς απ΄ όσα αργότερα μας δίδαξαν τα σοφά βιβλία»…
Σε λίγο ο Φλεβάρης κλείνει τον κύκλο του… κι έρχεται ο Μάρτης, ο γδάρτης και ο παλουκοκάφτης…
Με το καλό να τον δεχτούμε.
Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο του Αργυράκη
Μαρούλα Βέργου – Γκαμπέση