Μπορεί το εισόδημα των Ελλήνων να συρρικνώθηκε δραστικά την τελευταία δεκαετία, όμως πολλές τιμές προϊόντων και υπηρεσιών δείχνουν να αγνοούν αυτή την πτώση και η περίπτωση των τηλεπικοινωνιών αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Ο κλάδος που επί χρόνια αποτελούσε πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης μεταξύ των εταιρειών -με τις προσφορές και τις αντι-προσφορές μεταξύ των Cosmote, Vodafone και Wind να διαδέχονται η μία την άλλη-, εμφανίζει μια εντελώς διαφορετική εικόνα κατά τα τελευταία έτη. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, μάλιστα, ο υπο-τομέας των επικοινωνιών εμφανίζει άνοδο τιμών πολύ υψηλότερη από τον πληθωρισμό (γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή).
50 ευρώ στην Ελλάδα, 31 στην Πορτογαλία!
Το σχετικό διάγραμμα που ακολουθεί βασίζεται στα μηνιαία στοιχεία που ανακοινώνει η ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία του πληθωρισμού και των υπο-δεικτών που τον απαρτίζουν και δείχνει πως οι τιμές στις τηλεπικοινωνίες «τρέχουν» με ρυθμό δεκαπλάσιο (!) από το γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή.
To υψηλό κόστος που καλούνται να πληρώσουν οι Έλληνες καταναλωτές επιβεβαιώνει και η σύγκριση με τις τιμές που ισχύουν στην Ευρώπη, κυρίως όσον αφορά στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας.
Για παράδειγμα, για 5 GB ο συνδρομητής στην Ελλάδα μπορεί να πληρώσει 50 ή και 60 ευρώ, όταν στην Πορτογαλία είναι 31 ευρώ και στη γειτονική Ιταλία ένα πακέτο κοστίζει 12 ευρώ. Με βάση αυτές τις τιμές δεν είναι παράξενο που οι περισσότερες μελέτες τοποθετούν την Ελλάδα στις χώρες με τα πιο ακριβά προγράμματα για συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τελευταία διαθέσιμη μελέτη της Κομισιόν για την κινητή τηλεφωνία που εστιάζει στις ευρυζωνικές υπηρεσίες που προσφέρονταν από τα δίκτυα κατά το 2017 και στην οποία η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Κύπρος και η Τσεχία αποτελούσαν τις χώρες με τα ακριβότερα τιμολόγια.
Τι λένε οι εταιρείες
Μια διαφορετική πραγματικότητα περιγράφουν οι τρεις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας (Cosmote, Vodafone, Wind) καθώς και η Ένωση Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας (ΕΕΚΤ). Συγκεκριμένα, αναφέρουν πως πως πρόσφατη μελέτη που εκπονήθηκε από την εταιρεία ερευνών Ovum δείχνει ότι η ελληνική αγορά βρίσκεται στις μεσαίες θέσεις της κατάταξης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Όμως οι μεσαίες θέσεις δεν μπορεί να προκαλούν ικανοποίηση, λαμβάνοντας υπόψιν τη δραστική μείωση του εισοδήματος των πολιτών κατά την τελευταία δεκαετία.
Στο σχετικό ερώτημα, ο γενικός διευθυντής της ΕΕΚΤ Γιώργος Στεφανόπουλος, καθώς και στελέχη των εταιρειών, επισημαίνουν πως δημιουργείται εικόνα στρέβλωσης εξαιτίας της υπέρμετρης φορολόγησης. «Σχεδόν τα μισά χρήματα του καταναλωτή πηγαίνουν στη φορολογία και όσο αυξάνεται η χρήση στα συμβόλαια τόσο μεγαλύτερο φόρο πληρώνεις, ο φόρος ξεκινάει από 12% στις συνδέσεις καρτοκινητών και φτάνει στο 20% στα συμβόλαια, συν 24% που είναι ο ΦΠΑ» σχολιάζει ο κ. Στεφανόπουλος που προσθέτει πως αυτή η φορολόγηση αποθαρρύνει την ανάπτυξη της αγοράς και την παροχή υπηρεσιών νέας γενιάς από τις επιχειρήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μένει στο τέλος είναι πως εν έτει 2019 οι καταναλωτές στην Ελλάδα πληρώνουν αρκετά πιο ακριβά υπηρεσίες που οι άλλοι Ευρωπαίοι απολαμβάνουν σε πιο προσιτές τιμές εδώ και αρκετά χρόνια.