Άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή Φωτογραφίας του Πανεπιστημίου Αττικής Κωστή Αντωνιάδη σχετικά με τη μόνιμη έκθεση φωτογραφιών Λ. Παπάζογλου. Το άρθρο δημοσιεύεται στο έγκριτο περιοδικό Πανελλήνιας κυκλοφορίας “ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ” στο τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2019 που ήδη έχει κυκλοφορήσει:
«Τον Νοέμβριο εγκαινιάστηκε στο Αρχοντικό Βέργου στην Καστοριά μόνιμη έκθεση των φωτογραφιών του Λεωνίδα Παπάζογλου (1872 – 1918). Επαγγελματίας φωτογράφος με σπάνιο καλλιτεχνικό ένστικτο και άρτια τεχνική κατάρτιση άφησε πίσω του ένα σημαντικό έργο για την Καστοριά αλλά και την ευρύτερη περιοχή της. Το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του δραστηριότητας συνέπεσε με την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, μια εποχή όπου ο μακραίωνος πολυεθνικός και πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της περιοχής, όπου συμβίωναν ‘Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι και Τουρκαλβανοί, διανύει μια περίοδο αγώνων και ανακατατάξεων στη φθίνουσα εκείνη την εποχή Οθωμανική αυτοκρατορία. Το αρχείο του Λεωνίδα Παπάζογλου, αποτελούμενο από αρκετές χιλιάδες γυάλινες αρνητικές πλάκες, διατηρήθηκε από την εποχή του θανάτου του στοιβαγμένο σε ντουλάπια σε δωμάτιο του μεσαίου ορόφου του σπιτιού του.
Το καλοκαίρι του1993 όσες γυάλινες πλάκες βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, τοποθετήθηκαν σε χαρτοκιβώτια, ενώ οι υπόλοιπες καταστράφηκαν. ∆ύο χρόνια αργότερα το τμήμα του αρχείου που διασώθηκε περιήλθε με αγορά στον Γιώργο Γκολομπία*. Πριν από δεκατέσσερα περίπου χρόνια, ως διευθυντής τότε στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, είχα την τύχη να γνωρίσω, αυτόν τον εξαιρετικό άνθρωπο, συλλέκτη και ιστορικό ερευνητή.
Είχαμε κανονίσει ένα ραντεβού με σκοπό να εξετάσουμε το ενδεχόμενο μιας έκθεσης με τις φωτογραφίες του Λεωνίδα Παπάζογλου. Είχε στην κατοχή του 2500 περίπου γυάλινα αρνητικά με ατομικά και ομαδικά πορτραίτα κατοίκων της περιοχής καθώς και στρατιωτικών, σκηνές της καθημερινής ζωής, γεγονότα και κοινωνικές εκδηλώσεις. Συμφώνησα αμέσως να προχωρήσουμε στην παραγωγή της έκθεσης. Τους επόμενους μήνες δουλέψαμε μαζί, και σχεδόν σε όλα ήμασταν σύμφωνοι.
Φωτογραφικά αρχεία με ιστορική σημασία και αισθητική ποιότητα όπως αυτό που είχαμε να διαχειριστούμε απαιτούν ιδιαίτερη μεταχείριση αφού τόσο η επιλογή των φωτογραφιών όσο και οι αποφάσεις που σχετίζονται με το βαθμό επέμβασης στις φθορές των αρνητικών ή τη μορφή της εκτύπωσής τους προδιαγράφουν διαφορετικές κάθε φορά συνιστώσες ανάγνωσης.
Πρώτο θέμα λοιπόν συζήτησης ήταν ο τρόπος της αναπαραγωγής των αρνητικών, αν δηλαδή θα επιχειρούσαμε μια προσομοίωση των εκτυπώσεων της εποχής ή θα επιλέγαμε μια σύγχρονη ασπρόμαυρη εκτύπωση. Καλοτυπίες, αλμπουμίνες, πλατινοτυπίες, αργυροτυπίες είναι μερικές μόνον από τις δεκάδες εκτυπώσεις με χαρακτηριστικούς τόνους και αποχρώσεις, που συνδέουν διαφορετικές όψεις του κόσμου με συγκεκριμένες χρονικές περιόδους της ιστορίας της φωτογραφίας. Και είναι αυτές οι συνθήκες παραγωγής που επενδύουν συνήθως τις φωτογραφίες με μια σημασία, η οποία αφορά περισσότερο στην ιστορία της φωτογραφίας, αποπροσανατολίζει όμως το βλέμμα που επιχειρεί να διεισδύσει στη φωτογραφημένη πραγματικότητα. Θυμάμαι επίσης και τις συζητήσεις μας για το αν θα διατηρούσαμε ολόκληρο το περιεχόμενο του αρνητικού ή θα αφαιρούσαμε μέρος του, όπως ήταν δεδομένο πως έκανε ο Παπάζογλου όταν παρέδιδε στους πελάτες του τις φωτογραφίες τους.
Καταλήξαμε πως ακριβώς αυτό το περίσσευμα της φωτογραφικής εικόνας πρέπει να παραμείνει καθώς υποδηλώνει τη συνέχεια, μας υπενθυμίζει πως πίσω από το φόντο, πίσω από την πόζα, υπάρχει μια διαφορετική πραγματικότητα. Το ενδιαφέρον μας παρέμεινε προσκολλημένο στα πρόσωπα και στα γεγονότα και μου φαίνεται πως εντέλει οι επιλογές μας δικαίωσαν καθώς ανέδειξαν ποιότητες και φανέρωσαν ιστορίες που αλλιώς θα έμεναν αφανείς.
Πρίν από μερικούς μήνες, με προτροπή του αντιδήμαρχου Καστοριάς Λεωνίδα Παπαδημητρίου, η οικογένεια Γιώργου Γκολομπία, στην οποία ανήκει σήμερα το φωτογραφικό αρχείο του Λεωνίδα Παπάζογλου, παραχώρησε στον ∆ήμο Καστοριάς την άδεια γα μόνιμη έκθεση 140 φωτογραφιών. Είχα και πάλι την ευθύνη για την παραγωγή αυτής της έκθεσης. Ψάξιμο ξανά στο αρχείο, ψηφιοποιήσεις, εκτυπώσεις και οι συζητήσεις με τον Γιώργο Γκολομπία ξαναζωντάνεψαν.
Όταν πια είχα ολοκληρώσει το στήσιμο της έκθεσης, περπατώντας στα δρομάκια της παλαιάς πόλης της Καστοριάς, σκεφτόμουνα το πολύτιμο φορτίο αυτών των φωτογραφιών, την «ανεπίσημη» ιστορία αυτού του τόπου, των προσώπων, των σημαντικών ή καθημερινών γεγονότων της ζωής τους.
Σκεφτόμουν πως σε κάθε πόλη, δίπλα στα λαογραφικά μουσεία, ή και μέσα σε αυτά θα έπρεπε να εκτίθενται, όπως εδώ στην Καστοριά, φωτογραφίες του τόπου και των ανθρώπων του.»