Η χώρα έχει εισέλθει ουσιαστικά στη προεκλογική περίοδο. Και τα κόμματα προσπαθούν να καθορίσουν το στίγμα τους και προγραμματίζουν τις επόμενες κινήσεις τους μέσα σε μια κρίση που ξεκίνησε με τα θηριώδη ελλείμματα και τον υπέρμετρο δανεισμό από το 2007-2008 και συνεχίζεται, μετά μάλιστα την εφαρμογή τριών Προγραμμάτων Προσαρμογής.
Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μετά την υπογραφή και εφαρμογή του 3ου και σκληρότερου Μνημονίου, πασχίζει να δείξει ότι διαθέτει κοινωνική ευαισθησία μοιράζοντας κάποια επιδόματα και ‘’αναδρομικά’’ χωρίς να πείθει ότι έχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το Αύριο. Κάνει ό,τι μπορεί για να μείνει κολλημένη στην εξουσία και επικαλείται τον όρο ‘’Αριστερά’’ επιδιώκοντας να λησμονήσουμε όμως ότι πολιτικές όπως περικοπές στα εισοδήματα ακόμη και των ασθενέστερων, υπερφορολόγηση των μεσαίων στρωμάτων, υποκατάσταση της πλήρους εργασίας σε μορφές μερικής απασχόλησης, κατάργηση του ΕΚΑΣ και απορρύθμιση των συλλογικών εργασιακών συμβάσεων δεν έχουν να κάνουν με πραγματικά προοδευτικές αριστερές πολιτικές.
Δεν διστάζει να ξεπουλήσει στο αδηφάγο Κεφάλαιο ξένο και εγχώριο, δημόσιες υποδομές όπως τα αεροδρόμια, τους σιδηρόδρομους , τους εθνικούς οδικούς άξονες, την ενέργεια καθώς και να υποθηκεύσει ολόκληρο τον Εθνικό Πλούτο για 99 χρόνια(!!). Παρεμβαίνει σε πυλώνες της Δημοκρατίας, όπως η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και χρησιμοποιεί χωρίς δισταγμό παλαιοκομματικές πρακτικές. Στην εφαρμοσμένη πολιτική δεν είσαι ό,τι δηλώσεις, αλλά ό,τι πράττεις.
Η Ν.Δ αγωνίζεται να γίνει εξουσία και προσπαθεί να πείσει ότι είναι λιγότερο νεοφιλελεύθερη από ό,τι στο παρελθόν. Οι θέσεις της όμως δεν φέρνουν τίποτα φρέσκο, διαφορετικό. Ούτε αυτή είναι σε θέση να παρουσιάσει ένα συνολικό σχέδιο για το μέλλον που θα στοχεύει στην καθολική ανάπτυξη και στην κοινωνική δικαιοσύνη. Επαναλαμβάνεται και αντιγράφει εν πολλοίς τις θέσεις των άλλων συντηρητικών κομμάτων της Ευρώπης.
Οι επερχόμενες εκλογές είναι πιθανόν να μην αναδείξουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία επαρκή για αυτοδύναμη Κυβέρνηση.
Η πιθανότητα αυτή δημιουργεί όμως ένα πρόβλημα για τον εκφραστή της κεντροαριστεράς, το ΚΙΝΑΛ.
Υπάρχει ο κίνδυνος αντί το ΚΙΝΑΛ να προκαλεί ευρύτερα το ενδιαφέρον και την συζήτηση για τις θέσεις και τις προτάσεις του, να βρίσκεται όλο και πιο συχνά μπροστά στο ερώτημα ‘’με ποιον θα συνεργαστεί’’ μετεκλογικά.
Αν το ΚΙΝΑΛ μπλεχτεί σ’ αυτή τη συζήτηση τότε θα ακυρώσει το ρόλο του, ως συνέχεια της μεγάλης Παράταξης της Αλλαγής, που εκφράστηκε κυρίως από το ΠΑΣΟΚ και τον Αντρέα, είχε σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό και αγωνίστηκε για ριζοσπαστικές αλλαγές στο πλευρό πλατιών κοινωνικών στρωμάτων.
Αντί ο διάλογος του ΚΙΝΑΛ με τους πολίτες να γίνεται για τα ουσιαστικά, θα περιστρέφεται γύρω από το ερώτημα σε ποιανού Κυβέρνηση θα ΄΄χωθεί’’!
Το αποτέλεσμα θα είναι να συρρικνωθεί και να αντιμετωπίσει ακόμη και τον κίνδυνο της εξαφάνισής του.
Στον ευρωπαϊκό χώρο υπάρχει ήδη η εμπειρία δύο διαφορετικών δρόμων που ακολούθησαν τα Σοσιαλιστικά και τα Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα.
Ο ένας είναι ο δρόμος που ακολουθούν στη Γερμανία οι Σοσιαλδημοκράτες του SPD, με συμμετοχή σε κυβερνήσεις, με το πρώτο Κόμμα, τα τελευταία χρόνια, με τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ. Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν καταστροφικό για το SPD, με κατάρρευση των εκλογικών ποσοστών και τεράστια συρρίκνωση της απήχησης του μακροβιότερου σοσιαλιστικού κόμματος της Ευρώπης. Τα ποσοστά του SPD μόλις που αγγίζουν το 14- 15% και το Κόμμα κυμαίνεται μεταξύ της 4ης και 5ηςθέσης! Τώρα αναζητούν τρόπους διαφυγής από τον εναγκαλισμό με το Κόμμα της Μέρκελ.
Το επιχείρημα της ηγεσίας του SPD ότι η Συγκυβέρνηση, με τους νόμους που ψηφίζει, εφαρμόζει κυρίως προτάσεις των Σοσιαλδημοκρατών, δεν συγκινεί τους πολίτες, οι οποίοι θεωρούν ότι το ιστορικό αυτό Κόμμα χάνει την ταυτότητά του και απομακρύνεται συνεχώς από τα ιδεολογικά τουχαρακτηριστικά και τιςαρχές και αξίες που υπηρετούσε επί δεκαετίες. Η πολιτική βλέπετε δεν αγγίζει και δεν συγκινεί τους ανθρώπους όσο καλά κι αν παρουσιάζονται οι αριθμοί και τα μεγέθη που απασχολούν τους οικονομολόγους.
Ο άλλος δρόμος είναι αυτός που ακολούθησαν οι Σοσιαλιστές στην Πορτογαλία και στην Ισπανία , όπου αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε κυβερνήσεις, παρ’ ότι η πίεση που τους ασκήθηκε ήταν ασφυκτική τόσο από το εσωτερικό όσο κι από το εξωτερικό καθ΄ όλη τη διάρκεια της κρίσης που έπληξε κι αυτές τις χώρες.
Για να μην κατηγορηθούν δε ότι με ευθύνη τους θα οδηγούσαν σε αστάθεια και εκλογικές αναμετρήσεις έδωσαν, ως έσχατη ανάγκη, απλώς αρχική ψήφο ανοχής σε κυβερνήσεις των χωρών τους και άσκησαν με σοβαρότητα και συνέπεια την αντιπολιτευτική τους πολιτική σύμφωνα με τις αρχές και τις θέσεις τους.
Αποτέλεσμα; Τόσο στην Πορτογαλία όσο και την Ισπανία σήμερα κυβερνούν τα Σοσιαλιστικά Κόμματα και, εφαρμόζοντας πράγματι αναπτυξιακές και κοινωνικά δίκαιες πολιτικές, έχουν αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά τους και αναβαθμίσει τη θέση των χωρών τους στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Κάτι ανάλογο είχα προτείνει και στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πριν από τις εκλογές της Άνοιξης του 2012, αλλά η επιθυμία για συμμετοχή στην κυβερνητική εξουσία ήταν ως φαίνεται πολύ ισχυρή. Τα αποτελέσματα είναι βέβαια γνωστά. Δυόμιση χρόνια αργότερα τον Γενάρη του 2015 το Κίνημα κινδύνευσε να μην εκπροσωπηθεί στη Βουλή!
Εκτιμώ ότι τυχόν συμμετοχή του ΚΙΝΑΛ σε Κυβέρνηση της Ν.Δ ή του ΣΥΡΙΖΑ θαείχε το ίδιο καταστροφικό αποτέλεσμα για το Κίνημα.
Μια τέτοια εξέλιξη όμως δεν θα ήταν αρνητική μόνο για τον πολιτικό χώρο που εκφράζει, αλλά και για την ίδια τη χώρα.
Η καιροσκοπική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και οι πολιτικές της Ν.Δ έχουνδείξει ότι, παρά τις σφοδρές λεκτικές επιθέσεις και την επιχειρούμενη πόλωση, ουσιαστικά πρόκειται για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, με ιδιωτικοποίηση των πάντων, πλήρη παράδοση στις επιδιώξεις της αγοράς, θεοποίηση του κέρδους και υποτονική στάση στα μεγάλα θέματα που απασχολούν τον Ελληνισμό σήμερα.
Εκατέρωθεν κορόνες και δηλώσεις για χάραξη νέων δρόμων δεν είναι αρκετές να κρύψουν την πραγματικότητα μιας ακόρεστης δίψας για εξουσία.
Το ΚΙΝΑΛ όχι μόνο πρέπει και μετά τις εκλογές να διατηρήσει την αυτονομία του, αλλά είναι ανάγκη, εδώ και τώρα, με τις προτάσεις του να υπερβεί τη μιζέρια που χαρακτηρίζει την πολιτική ζωή σήμερα, αντλώντας από τις ιδεολογικές πηγές, τις αρχές και τις αξίες που είχαν οδηγήσει στη γέννηση του ΠΑΣΟΚ.
Οι θέσεις του για την οικονομία, την ανάπτυξη, την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική πολιτική και τη λειτουργία της Δημοκρατίας πρέπει να αποπνέουν αυτοπεποίθηση και θέληση ακόμη και για συγκρούσεις αν χρειαστεί. Να προκαλούν ενδιαφέρον και κινητοποίηση των υγειών και δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας μας και κυρίως της νέας γενιάς. Οι προτάσεις του πρέπει να δημιουργήσουν και πάλι αισιοδοξία και ελπίδα σ’ αυτή τη χώρα και την βεβαιότητα ότι ο αγώνας για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία δεν περιορίζεται στα πλαίσια που προσπάθησαν κάποιοι να επιβάλλουν με υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα, εκχώρηση του εθνικού πλούτου και ασυδοσία των ισχυρών.
Το ΚΙΝΑΛ πρέπει επίσης να αναλάβει προχωρημένες πρωτοβουλίες σε συνεργασία με τα ‘’συγγενή’’ άλλα ευρωπαϊκά Κόμματα για τις αλλαγές και προοδευτικές πολιτικές και στην Ευρώπη, η απουσία των οποίων έχει ως αποτέλεσμα να ξαναζωντανεύουν τα φαντάσματα του παρελθόντος όπως ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο φασισμός.
Έτσι θα προσφέρει στη χώρα και στον Λαό κι όχι με το να μετατραπεί σε ‘’πατερίτσα’’ άλλων που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα σ΄αυτό τον τόπο.
Φίλιππος Πετσάλνικος
Πρ. Πρόεδρος της Βουλής