Σ΄αυτό το κομμάτι γης όπου κατά τον μύθο πρωτοέφτασαν τρία βασιλόπουλα καταγόμενα από το ΄Αργος της Πελοποννήσου – ο Περδίκας, ο Γαλάνης και ο Αέροπος – απόγονοι του Τημένου – κι έμειναν στην περιοχή αυτή, έσκυψε με ευλάβεια και αγάπη, χιλιάδες χρόνια αργότερα η Ιφιγένεια επισκεπτόμενη πολλές μεριές της Μακεδονικής γης, συγκεντρώνοντας τα ιδιαίτερα λαογραφικά στοιχεία κάθε τόπου, που γιόρταζαν με το δικό τους τρόπο τον ερχομό του Δωδεκαήμερου…
Στο σημερινό φύλλο της Φωνής της Καστοριάς, η εκλεκτή λαογράφος μας οδηγεί σε γνωστά χωριά, μεγαλοχώρια ή πολιτείες, περιγράφοντάς μας εκείνα που μείνανε ως τις μέρες μας και περνούνε από γενιά σε γενιά και χάρις στα πολιτιστικά σωματεία, συλλόγους, ομίλους διασώζονται και πλουτίζουν τον ελληνικό κόσμο…
«Και πρώτα πρώτα θ΄ ακούσουμε τα μικρά «κολιντάρια» της όμορφης και πολύπαθης Δυτικομακεδόνισσας της Κλεισούρας που στέκεται 1.250 μέτρα ψηλά από τη θάλασσα, σκαρφαλωμένη στο στέρνο του Μουρικιού :
Για βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σου τζέπη
κι αν έχεις γρόσια δώσε μας, φλουριά μην τα λυπάσαι
κι αν έχεις και πεντόλιρα, κέρνα τα παλληκάρια.
Για το καλό του σπιτιού της κάθε Κλεισουριώτισσα ζυμώνει χριστόψωμα και κουλούρες και τις στολίζει με δικεφάλους αετούς και σταυρούς.
Σε μικρή απόσταση από την Κλεισούρα βρίσκεται το όμορφο Λέχοβο. Από παλιά συνήθεια του τόπου, στην πλατεία του χωριού ανάβουν μια μεγάλη φωτιά για να ζεστάνουν – όπως λένε οι γεροντότεροι – τους ποιμένες και τον Χριστό. Στο μεσημεριανό χριστουγεννιάτικο τραπέζι τους, μοσχοβολούν τα νόστιμα φαγητά. Τέτοια μέρα πρέπει να καλοφάνε όλοι. ΄Αλλωστε από πάντα οι άνθρωποι Χριστούγεννα έτρωγαν και χόρταιναν τόσο πολύ που χρησιμοποιούσαν παροιμιακά τη φράση: «κάνω χριστούγεννα» για το καλό φαγοπότι.
Χριστούγεννα στο Λέχοβο δεν έπρεπε να μείνει νηστικός και παραπονεμένος κανένας. Γι αυτό κάθε Λεχοβίτισσα έναν καιρό – πρωϊ πρωϊ της γιορτής, πήγαινε στην εκκλησιά, σαν πρόσφορο ένα πανέρι γεμάτο με κρέας χοιρινό, λουκάνικα και γλυκά, για να τα μοιραστούν οι φτωχοί του χωριού της.
Χριστουγεννιάτικες φωτιές ανάβουν και στο Βογατσικό Καστοριάς κι ύστερα τα μικρά παιδιά «Χ΄πουν τ΄ς πόρτις μι τ΄ς τζιουμάκις κι τραγ΄δούν». «Κόλιαντα μπάμπου κόλιαντα κι΄μένα κουλιαντίνα κι΄μένα την τρανύτερη να πούμε και του χρόνου. Κι αν δε μι δίνεις κόλιαντα, δόμου του κουρίτσι σου κι αν του κάμω τίπουτα κόψι του κεφάλι μου, ρίξι του στη θάλασσα να ματώσ΄ η θάλασσα.
Κόλιαντα, κουντύλινα, μπάμπου τραγατσίκινα».
Κι μαζώνουν κάστανα, κάχτις, βρασμένου καλαμπούκ΄ κι κουλιαντίνις».
Κλαδαριές – δηλαδή χριστουγεννιάτικες φωτιές – ανάβουν και στη Σιάτιστα. Τόσο στις γειτονιές της χώρας όσο και στης Γεράνειας. Πριν νυχτώσει και προτού έρθει ο δήμαρχος με τα «λαλούμενα» ολόγυρα από τις κλαδαριές πολλά μικρά παιδιά πιασμένα χέρι χέρι σχηματίζουν ένα αδιάσπαστο προστατευτικό κλοιό, από φόβο μήπως μπει κανένας ανεπιθύμητος από άλλη γειτονιά και βάλει φωτιά στην κλαδαριά. ΄Αλλα παιδιά απ΄ έξω από τον κλοιό μ΄ ένα σωρό κουδούνια- κυπριά, γκαβανούζες και τσουκάνια – που έχουν περασμένα στα χέρια τους, ξεκουφαίνουν τον κόσμο. ΄Όταν προχωρήσει η νύχτα και φανεί νάρχεται ο δήμαρχος με τη μουσική, βάζουν φωτιά στην κλαδαριά κι όλος ο τόπος λαμποκοπάει. Ανάβει το κέφι κι αρχίζει ο χορός με το τραγούδι: Μετά το χορό και το χαμήλωμα της φωτιάς, τα παιδιά χτυπούν δυνατά τις πόρτες με τις τζιουμάκες τους και τραγουδούν. «Κόλιαντα μπάμπου, κόλιαντα κι ΄ιμένα κουλιαντίνα κι΄ μένα την τρανύτερη κι΄τώρα κι΄απού χρόνου. Να ζήσεις χρόνους ικατό κι΄να τους απεράσεις, ν΄ ασπρίσεις σαν τον ΄Ελυμπου, σαν τ΄ άσπρου πιριστέρι. Δυο πιριστέρια μάλουναν κι πάλι αγαπιούνταν, ψηλά – ψηλά σηκώνονταν, στον ουρανό φιλιούνταν. Κι΄ σαν δεν έχεις κόλιαντα, δος μας ένα σιτζιούκι νάνι καλό, νάνι χουντρό, νάνι ζαχαρουμένου. Κι΄ σαν δεν έχεις κι σιτζιούκ΄δος μας ένα κουρίτσι. – Κι τι του θέλεις γαϊδάρι, του ξένου του κουρίτσι; – Να μ΄ρίχν΄νιρό να νίβουμι, να μ΄ στρώνει να πλαγιάζου, να του φιλώ, να του τσιμπώ, να μι ζισταίν΄ του βράδυ».
Με τα πρώτα χτυπήματα βγαίνει η νοικοκυρά και «φιλεύει» τα κολινταρούδια με «κουλιαντίνες» – στρόγγυλα ψωμάκια, που έχουν στη μέση της απάνω επιφάνειας σαν μάτι, μια σταφίδα ή ρόγα σταφυλιού.
Στη Νάουσα, αντί για «κουλιαντίνες» ζυμώνουν οι νοικοκυρές τα «αυγοκούλικα» που είναι δυο λογιών: μικρά και μεγάλα ψωμάκια. Τα μικρά τα κεντούν δηλαδή κάνουν με τις βελόνες πάνω στη ζύμη διάφορα σχέδια, τα πατούν κατόπιν στην άκρη και αντί για σταφίδα βάζουν στη μέση ένα καρύδι. Κατόπιν από την ίδια τη ζύμη σχηματίζουν ένα σταυρό και τον βάζουν πάνω στο καρύδι και με αυτά φιλεύουν τα μικρά παιδιά που λένε τα κάλαντα.
Στο επταχώρι της Καστοριάς οι νοικοκυρές ζυμώνουν «κ΄λούρις» και «π΄τάρια». Τα ψήνουν στην «μπόντζα» και ψημένα τ΄ αλείφουν με μέλι και τα πασπαλίζουν με καρύδια. Προτού τα ψήσουν , τα κεντούν με τις βελόνες. Σχηματίζουν σπίτια, βόδια, κατσικάκια, αλέτρι ή και σιτ΄ρι. Το πρώτο «π΄τάρι» για το καλό του σπιτιού, το κρεμούν στο καρφί και το φυλάγουν όλο το χρόνο.
Στην Εράτυρα τις «κουλιαντίνες» τις στολίζουν με πουλάκια φτιαγμένα από το ζυμάρι.
Και στη Κοζάνη πριν δώσουν τα κόλιαντα στα παιδιά, δηλαδή κάστανα, καρύδια, στραγάλια και κουλούρια, ειδικά ζυμωμένα για την ημέρα σε σχήματα διάφορα: στρογγυλά ή «της μπάμπως τα γυαλιά», «μπαστούνια ή περδίκια» – βάζουν έναν από τους μικρούς τραγουδιστές να ξεζιαρίσει, δηλαδή να συνδαυλίσει τη φωτιά στο τζάκι με το τσιμπίδι, κι εκείνο ξεζιαρίζοντας εύχεται:
«Ζιάρ ζιάρ ζιάρ στο σπίτι σας
ζιάρ ζιάρ ζιάρ και στην υγειά σας
ζιάρ ζιάρ ζιάρ στα πλούτη σας
ζιάρ ζιάρ ζιάρ κι στα παιδιά σας
ζιάρ ζιάρ ζιάρ σ΄ όλα τα ζωντανά
ζιάρ ζιάρ ζιάρ και στη φωτιά σας,
να βράσουν τα γιαπράκια σας,
να φάμε στην υγειά σας».
Τα γιαπράκια δεν λείπουν από κανένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι στην Κοζάνη. ΄Αν κάποια κοζανίτισσα δεν ανοίξει την πόρτα της στα μικρά παιδιά που είπαν τα κάλαντα θ΄ ακούσει θυμωμένο σκοπό:
«Εσένα πρέπει αφέντη μου, τρουβάς και δεκανίκι
να σε τραβούνι τα σκυλιά και πέντε δέκα λύκοι»
Στην Καστοριά θυμάμαι η μητέρα μου σφράγιζε με τον σφραϊστρο το χριστόψωμο, αποτύπωνε κατόπι πάνω στη ζύμη τα πέντε δάχτυλα, κι ύστερα όταν μας τα έδινε ψημένα μας έλεγε πως ο Χριστός κατέβηκε στο φούρνο, τα ευλόγησε κι άφησε τ΄αχνάρια του.
΄Ολες οι πόλεις της Ελλάδας ασφαλώς έχουν μια ξεχωριστή τοπική λαογραφία, που ανάγεται στην εποχή παρωχημένων χρόνων.
Η Καστοριά από την πλευρά αυτή μπορούμε να πούμε ότι κατέχει μια εξέχουσα θέση ανάμεσα σ΄ άλλες πόλεις, που με τον ιδιαίτερο ρυθμό και χρώμα τραγουδάει κάθε συναισθηματική κατάσταση των κατοίκων της και ιδιαίτερα στις μεγάλες γιορτές. Τον καιρό εκείνο δυο τρεις ώρες πριν η αυγή χαράξει 23 Δεκεμβρίου, διάφορες παρέες Καστοριανές, ακόμα και γέροι, με τους «μασιαλάδες» και τα μικρά φανάρια στο χέρι γύριζαν στις γειτονιές και τραγουδούσαν.
Στην πόρτα του σπιτιού όπου είχαν ξενητεμένο τραγουδούσαν:
«ξενητεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
η ξενητειά σε χαίρεται κι εγώ ΄χω τον καημό σου
να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει
να στείλω και το δάκρυ μου δεμένο στο μαντήλι
το δάκρυ μου είναι καφτερό και καίει το μαντήλι».
Πολύ παλιά… το μεγαλύτερο κορίτσι- το ανύπαντρο κορίτσι του σπιτιού- φορούσε πάνω στο κεφάλι του μια κορώνα με εφτά κεριά και πήγαινε στα συγγενικά σπίτια, ν΄ αφήσει τραγουδώντας τα δώρα που είχε γι αυτούς. ΄Ηταν η «νύμφη Λουτσία» , σύμβολο του φωτός που ανήγγειλε τα Χριστούγεννα, μια γραφικότατη εικόνα γιορτής, από τις μεγάλες εκείνες γιορτές της προχριστιανικής Ευρώπης που γίνονταν σε πολλά μέρη την εποχή που ο ήλιος έφθανε στο πιο χαμηλό σημείο του ορίζοντα, περίπου κατά τα Χριστούγεννα, και που επιζεί ακόμη στη Σουηδία.
Ιφιγένεια Διδασκάλου
(Με την επιμέλεια της Μαρούλας Βέργου Γκαμπέση)