Στον Ριχάρδο Μυλωνά, όπως και στον Τούρκο που φέρεται να ήταν ο συναρχηγός στο κύκλωμα, επιβλήθηκε εγγύηση 200.000 ευρώ, ενώ τους επιβλήθηκαν και περιοριστικοί όροι, όπως αυτός της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης μια φορά το μήνα στο αστυνομικό τμήμα. Για τους υπόλοιπους έξι κατηγορούμενους ορίστηκαν περιοριστικοί όροι, χωρίς εγγύηση. Για τους δύο κατηγορουμένους στους οποίους επιβλήθηκε εγγυοδοσία, απαιτείται προηγουμένως η καταβολή του ποσού στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, προκειμένου να μπορέσουν να βγουν εκτός φυλακής.
Σύμφωνα με το βούλευμα, αν και υιοθετείται η πρόταση της εισαγγελέως σχετικά με ότι ισχύει η τοποθέτηση της ΑΑΔΕ, σύμφωνα με την οποία δεν προβλέπεται η καταβολή δασμών για εξαγωγές χρυσού στην Τουρκία αλλά και ότι τα εμπορεύματα που βρίσκονται σε τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τεκμαίρεται ότι έχουν κοινοτικό χαρακτήρα, επισημαίνεται ότι πρόκειται για “μαχητό τεκμήριο”, καταλήγοντας ότι αυτό θα κριθεί από την κύρια ανάκριση. Δηλαδή, το δικαστικό συμβούλιο “βλέπει” σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για τα αδικήματα της λαθρεμπορίας και όχι μόνο, αλλά έκρινε πως “μόνο η βαρύτητα των πράξεων δεν αρκεί για την προσωρινή τους κράτηση”.
«Αποπειράθηκαν να εξάγουν λαθραία μέσω τουριστικού λεωφορείου»
Ειδικότερα, «προκύπτει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων, αφού παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς τους, συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι έχουν τελέσει τος κακουργηματικές αυτές πράξεις, ενόψει κυρίως του γεγονότος ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού, αργυρού, κοσμημάτων, ρολογιών και τιμαλφών που βρέθηκαν, προορίζονταν για εξαγωγή προς την Τουρκία, χωρίς την ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση φόρων, με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα».
Το σκεπτικό αναφέρεται και στις ράβδους χρυσού που βρέθηκαν σε λεωφορείο. «Οι κατηγορούμενοι αποπειράθηκαν να εξάγουν λαθραία μέσω τουριστικού λεωφορείου, χωρίς την υποβολή της αναγκαίας διασάφησης εξαγωγής και χωρίς να διαθέτουν φορολογικά παραστατικά» εξηγούν σχετικά με τους αναλογούντες φόρους που φέρονται να μην έχουν καταβάλλει.
Οι δικαστές τονίζουν επίσης, ότι κανείς από τους κατηγορουμένους δεν εξήγησε την προέλευση των κατασχεθέντων, ενώ καταλήγουν στο ότι “η κρίση του Συμβουλίου περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής, δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο, ούτε από τα έγγραφα της ΑΑΔΕ, καθώς η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων δεν αναφέρεται στην εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων από τη χώρα, που αποτελεί και το κρινόμενο ζήτημα”. Μάλιστα, όπως επισημαίνουν δεν έχει υπολογιστεί ακόμη η αξία των κατασχεθέντων εμπορευμάτων και ο επ΄ αυτών ΦΠΑ.
Για τον ενεχυροδανειστή βρέθηκαν σημαντικές ποσότητες αργύρου και χρυσού σε πλάκες, έτοιμες προς εξαγωγή στην Τουρκία συσκευασμένες επιμελώς σε κουτιά, χωρίς φορολογικά παραστατικά για προέλευση τους και επιμέτρηση ΦΠΑ.
Κανένας από τους κατηγορουμένους δεν εξειδίκευσε αν τα κατασχεθέντα αντικείμενα προέρχονται από το εξωτερικό, χώρα της Ε..Ε ή τρίτη, ή από επιχειρηματική δραστηριότητα των ενεχυροδανειστηρίων και αν αντιστοιχούν με τις ποσότητες χρυσού και λοιπών πολύτιμων μετάλλων και αντικειμένων που συγκεντρώθηκαν από την επιχειρηματική δράση τους.
Το γεγονός ότι δεν έχει υπολογιστεί ακόμα η αξία των εμπορευμάτων και ο ΦΠΑ ουδόλως αναιρεί την κρίση του Συμβουλίου περί των ενδείξεων ενοχής τους. Ωστόσο, επειδή διαθέτουν μόνιμη και σταθερή διαμονή, δεν έχουν κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνουν τη φυγή τους από τη χώρα, ούτε υπήρξαν φυγόποινοι ή φυγόδικοι, ούτε έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία στο στάδιο αυτό η προσωρινή τους κράτηση λαμβανομένου υπόψη ότι μόνο η βαρύτητα των πράξεων δεν αρκεί για την επιβολή της προσωρινής κράτησης.