Είχα την χαρά και τη τύχη να γνωρίσω την κυρία Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου πριν δυο χρόνια στην Καστοριά. Τότε διάβασα και το πρώτο της βιβλίο Το κουφάδι που μου έκανε τεράστια εντύπωση. Διηγήματα συγκλονιστικά με έντονο το αποτύπωμα της Ιστορίας και του Εμφυλίου που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη ζωή αυτή της πόλης της Μακεδονίας.
Η συγγραφέας, γεννημένη το 1941, αποφάσισε να εκδώσει το πρώτο της βιβλίο στα 73 της χρόνια και ευτυχώς για μας τους αναγνώστες επανέλαβε το εγχείρημά της με μια νέα συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Οι σημαδούρες και άλλες μικρές ιστορίες.
Η μαγεία αλλά και η μελαγχολία της πόλης διαχέονται σε όλο το βιβλίο, που είναι χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες: Φύση, παιδιά, ξενιτιά, ερημιά… Εκπληκτική γραφή, ενδιαφέρουσα πλοκή, εικόνες όλο δύναμη. Πρόσωπα που μένουν αποτυπωμένα στη μνήμη σου.
Κι όμως… Αυτό το βιβλίο –που κατά την ταπεινή μου γνώμη– είναι μια από τις καλύτερες συλλογές διηγημάτων που έχουν κυκλοφορήσει , κυκλοφορεί σε αυτοέκδοση – όπως ευθαρσώς μας λέει η συγγραφέας.
Αυτό που δεν λέει, αλλά το διαβάσαμε στον τύπο της Καστοριάς, είναι ότι όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις των βιβλίων διατίθενται στην Εταιρεία Προστασίας Ατόμων με Αυτισμό Δ.Α.Δ. Ν. Καστοριάς…
Πραγματικά δεν ξέρω πως να μεταφέρω όλα αυτά τα συναισθήματα που με γέμισε το διάβασμα αυτού του βιβλίου. Οι ιστορίες από το Κουφάδι με είχαν συγκλονίσει, αυτές οι ιστορίες με άγγιξαν βαθιά. Ένιωσα σα να έχω γνωρίσει τους ήρωες. Σα να περπατάω κι εγώ μαζί με τη συγγραφέα στον παραλίμνιο δρόμο και να απολαμβάνω τη φύση της Καστοριάς.
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Για το πρώτο, αφορμή ήταν μία έκθεση ζωγραφικής στην πόλη μου του εικαστικού Κώστα Λάκη, βασισμένη σε διηγήματά μου, που είχαν δημοσιευτεί στην τοπική εβδομαδιαία εφημερίδα Οδός. Οι περισσότεροι επισκέπτες της έκθεσης αυτής, με προέτρεψαν να προβώ στην έκδοση βιβλίου. Ο φίλος Ηλίας Παπαμόσχος, μου είπε να απευθυνθώ σε διάφορους εκδοτικούς οίκους, αλλά τότε, είτε δεν πήρα καμία απάντηση, ή αυτή ήταν αρνητική. Έτσι αποφάσισα να βρω κάποιον που θα εξέδιδε τα κείμενά μου επί πληρωμή, τουλάχιστον, όμως, σε μία ευπρεπή έκδοση. Το «Κοράλλι», λοιπόν. Όσο για τις Σημαδούρες, τα παιδιά μου ήταν εκείνα που επέμεναν να προχωρήσω και στην έκδοση δεύτερου βιβλίου, την οποία χρηματοδότησαν τα ίδια, και τους είμαι ευγνώμων. Βέβαια, στο συρτάρι μου υπάρχει υλικό για άλλα δέκα τουλάχιστον, και αν βρεθεί κάποιος εκδότης για μία νέα έκδοση, θα ήμουν ευτυχής να του τα παραδώσω. Φυσικά, δεν αναφέρομαι σε αυτοέκδοση και πάλι…
Η αλήθεια είναι ότι από πολύ μικρή ηλικία μου άρεσε να γράφω. Ο δε καθηγητής μου στο τότε γυμνάσιο, ο Απόστολος Ραφαηλίδης (πατέρας του γνωστού Βασίλη Ραφαηλίδη) μου έλεγε διαρκώς πως θα έπρεπε να φυλάγω τα γραπτά μου, διότι τα έβρισκε πολύ ενδιαφέροντα. Δεν το έκανα. Σημειώσεις, πάντως, για καταγραφή ιστοριών, κρατούσα πάντα.
Τώρα απολαμβάνω τους αργούς της ρυθμούς και όλη την ομορφιά που μου προσφέρει, την καθημερινή επαφή με φίλους, την γαλήνη στο σπίτι με τον άντρα μου, τους καθημερινούς μας περιπάτους στην παραλίμνια ζώνη. Ευχή.
Η τρομερή ανεργία που μαστίζει την Καστοριά, οι νέοι της που ξενιτεύονται και στερούν τον τόπο από κάθε προοπτική πνευματικής ανάτασης και δημιουργίας, μια έστω και ελάχιστη χαραμάδα για καλύτερες μέρες. Κατάρα
Στο προηγούμενο βιβλίο σας ήταν καταλυτική η παρουσία της Ιστορίας και του Εμφυλίου. Τώρα τα αφήνετε πίσω κατά κάποιον τρόπο;
Όχι. Το ότι στο παρόν βιβλίο δεν υπάρχουν διηγήματα –εκτός από ένα-δύο–, τα οποία έστω και έμμεσα αναφέρονται στην ιστορία και τον Εμφύλιο, ήταν μάλλον θέμα τυχαίας επιλογής. Τόσο ο πόλεμος, όσο και ο Εμφύλιος, έχουν βάλει βαθιά σφραγίδα στη ζωή μου και υπάρχει πληθώρα ιστοριών που αναφέρονται σ’ αυτήν την περίοδο της παιδικής μου ηλικίας, ανέκδοτων αλλά και δημοσιευμένων στην τοπική εφημερίδα. Απλά, ήθελα να αλλάξω κάπως το περιεχόμενο αυτής της συλλογής και να περιλάβω και άλλη θεματογραφία. Να αναφέρω ότι το πατρικό μου σπίτι –όπου και εξακολουθώ να μένω–, είναι στον παραλιακό δρόμο και στα χρόνια του πολέμου και του Εμφυλίου ήταν ο μόνος σχεδόν με εύκολη πρόσβαση για οχήματα παντός είδους, κυρίως στρατιωτικά. Όντας τότε νεόκτιστη μονοκατοικία, είχε όλες τις ανέσεις, δηλαδή εσωτερικό λουτρό και τουαλέτα, πράγμα που το καθιστούσε πολύ ελκυστικό για όλους τους «κατακτητές», όπως έλεγε ο πατέρας μου. Διαρκώς επιταγμένο, από το σαράντα μέχρι το πενήντα. Ιταλοί, Γερμανοί, Άγγλοι, Αμερικάνοι, και Έλληνες στο τέλος, μας είχαν περιορίσει σε δύο μόνο δωμάτια. Η ζωή για τους γονείς μας εφιαλτική. Για μας τα παιδιά, ένα κοσμοπολίτικο «πανηγύρι».
Ο χωρισμός των ιστοριών ήταν κατά κάποιο τρόπο και αυτός τυχαίος. Στο πρώτο μου βιβλίο, ο κ. Γκέλμπεσης, ο εκδότης μου, μου είχε ζητήσει να χωρίσω τις ιστορίες σ’ εκείνες που αναφερόταν στη φύση, κ.λπ. Τότε αποφάσισα να τις βάλω κατά χρονολογική σειρά, ξεκινώντας από παλιότερες και προχωρώντας σε πιο πρόσφατες. Αυτήν τη φορά σκέφτηκα να τις χωρίσω κατά περιεχόμενο, πάλι ωστόσο με μία χρονική κλίμακα. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να επιλέξω τον τρόπο που θα τις χώριζα, γιατί νομίζω πως σε όλες κυρίαρχο θέμα ήταν συμβάντα που αφορούσαν κατά κύριο λόγο την πόλη μου, άσχετα αν αναφέρονταν στη φύση, στα παιδιά κ.λπ.
Μια μελαγχολία διαπνέει συχνά τα κείμενα σας και συχνά το τέλος δεν είναι καλό. Γιατί αυτή η επιλογή;
Δύσκολο να απαντήσω. Από τη φύση μου είμαι πολύ αισιόδοξη και σπάνια μελαγχολώ. Όσο για το τέλος, δεν ξέρω, έτσι μου βγαίνει. Ίσως τα όσα έζησα ως παιδί, απωθημένα στο ασυνείδητο, αναδύονται μ` αυτόν τον τρόπο. Ένα είδος εξορκισμού; Κάθαρσης; Ποιος ξέρει…
Θα γράφατε και μια μεγάλη ιστορία, ένα μυθιστόρημα ίσως;
Θα αναφέρω μόνο, ότι τα παιδιά μου και κάποιος πολύ καλός φίλος, μου πρότειναν να χρησιμοποιήσω το υλικό μερικών μου διηγημάτων για να γίνουν νουβέλες. Έτσι, λένε, θα γίνονταν πιο ολοκληρωμένα. Με το ένα πειραματίζομαι ακόμη. Όταν, όμως, μου έρθει στο μυαλό μια νέα ιστορία, το παρατώ… για αργότερα. Πότε θα ολοκληρωθεί, δεν ξέρω. Η σύντομη ιστορία, είναι μια εσωτερική παρόρμηση. Δυο σελίδες και φτάνει.
Τι είναι η Καστοριά για σας;
Ευχή και κατάρα μαζί. Στα νιάτα μου ήθελα να φύγω μακριά. Η πόλη αυτή με έπνιγε. Εκτός από την φυσική της ομορφιά δεν είχε να μου προσφέρει τίποτε άλλο. Πράγματι, έφυγα στην Γερμανία, ως εργάτρια, όπου ταυτόχρονα άρχισα και σπουδές. Επέστρεψα για οικογενειακούς λόγους και ρίζωσα. Τώρα απολαμβάνω τους αργούς της ρυθμούς και όλη την ομορφιά που μου προσφέρει, την καθημερινή επαφή με φίλους, την γαλήνη στο σπίτι με τον άντρα μου, τους καθημερινούς μας περιπάτους στην παραλίμνια ζώνη. Ευχή.
Η τρομερή ανεργία που μαστίζει την πόλη, οι νέοι της που ξενιτεύονται και στερούν τον τόπο από κάθε προοπτική πνευματικής ανάτασης και δημιουργίας, μια έστω και ελάχιστη χαραμάδα για καλύτερες μέρες. Κατάρα.