Δικαίως έχει υποστηριχθεί, ότι, ο καλύτερος τρόπος διάσωσης, ανύψωσης μιας κοινωνίας σε εποχές κορεσμού και πτώσης όπως η σημερινή, είναι ο πολιτισμός. Αφενός γιατί πολιτισμός είναι η διαδικασία μέσω της οποίας η μοναδικότητα της
δημιουργίας μετατρέπεται σε κοινή εμπειρία, καθώς το πεδίο της ανθρώπινης συγκρότησης, συνείδησης, δεν είναι μια αυτόνομη διαδικασία, αλλά μια κοινωνική, εμπειρική διαδικασία (οι αξίες, πέραν του διανοητικού, είναι και βιωματικές –Αριστοτέλης). Και αφετέρου, γιατί η ιστορική πράξη μπορεί να συντελεστεί μόνο από το συλλογικό υποκείμενο, προϋπόθεση του οποίου είναι η επίτευξη μιας πολιτισμικής (ατομικής και κοινωνικής), ταυτότητας (Γκράμσι). Μιας κοινωνίας σκεπτομένων ανθρώπων, όπου το υποκείμενο και το αντικείμενο (πολιτισμού εν προκειμένω) συγκροτούν μια αδιάσπαστη ενότητα, ικανή να αναδείξει, να επεξεργαστεί και να υιοθετήσει νέες αισθητικές, απορρίπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, χαμηλής αισθητικής, δημιουργήματα, κίβδηλα διλήμματα και εθνικιστικές, φυλετικές περιχαρακώσεις. Στοιχεία απαραίτητα για κοινωνίες που πιστεύουν, θέλουν να πιστεύουν ότι είναι προηγμένες (πολιτισμικές), δοθέντος ότι, η κοινωνική, πολιτική ταυτότητα, του ανθρώπου διαπιστώνεται, πρωτίστως, από τα πολιτιστικά και θεσμικά προϊόντα του (Levi Strayss – Καστοριάδης).
Αντ’ αυτού όμως, τι βλέπουμε; Βλέπουμε μια εμμονή στο παρελθόν, χωρίς κανένα στοιχείο εμπλουτισμού και νεωτερικότητας, καθώς, η εμμονή, η ανάδειξη και η προβολή του φολκλόρ πόρρω απέχει από το να θεωρείται το όλον του πολιτισμού. Τόσο γιατί δεν αντιπροσωπεύει το, ιστορικά, παραχθέν πολιτιστικό προϊόν μιας κοινωνίας, όσο και γιατί η καταχρηστική του προβολή είναι επικίνδυνη, δεδομένου ότι επιφέρει, μέσω της συγκίνησης, τον εφησυχασμό, με απώτερο σκοπό την χειραγώγησή του δέκτη σε μια συγκεκριμένη πολιτιστική (πολιτική) κατεύθυνση. Φυσικό επακόλουθο βέβαια, δεδομένου ότι υπηρετεί έναν παλαιοντολογικό εθνικισμό που άγει την καταγωγή του (παραπέμπει) στον Γερμανικό Ρομαντισμό (1800-1840), κύριο στοιχείο του οποίου υπήρξε η θεοποίηση της ψυχής του έθνους (Χέγκελ). Η ιδεολογία της νοσταλγίας όπως ονομάστηκε, μέσω των μύθων και την αναγωγή στο παρελθόν. Πάγιο όργανο κατά καιρούς στα χέρια των δημαγωγών, ίσως γιατί γνωρίζουν, ότι πίσω από το προφανές νόημα οποιουδήποτε μύθου, κρύβεται ένα κωδικοποιημένο, συγκαλυμμένο μήνυμα (Φρόιντ), ικανό να ποδηγετήσει μέσω της φόρτισης συνειδήσεις, άτομα, κοινωνίες.
διαπίστωση
Αυτές είναι δυστυχώς οι προσλαμβάνουσες που έχει στις μέρες μας κανείς, καθώς κατακλύζεται από την ιδεολογία της νοσταλγίας, (φολκλόρ, ηθογραφία και λοιπά) τόσο, μέσω τηλεοράσεως σε κεντρικό επίπεδο, όσο και μέσω λαϊκών (;) εκδηλώσεων (πανηγύρια) σε περιφερειακό επίπεδο. Εμμονή η οποία αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, έλλειψη αισθητικής, έλλειψη παιδείας, έλλειψη ατομικής και συλλογικής αυτοπεποίθησης (εθνικής συνείδησης), εξ’ ου και η εμμονή στους πανηγυρικούς και τις παρελάσεις. Μια πλήρη καθυστέρηση, καθώς η έλλειψη νέας αισθητικής, είναι παντελής έλλειψη αισθητικής, ένας οιονεί μεσαίωνας (φυσική εξέλιξη για κοινωνίες που απέρριψαν τον Διαφωτισμό και δεν βίωσαν την νεωτερικότητα!)
Παρά τις επισημάνσεις, τις κριτικές και τις παρεμβάσεις ανθρώπων του πολιτισμού και των τεχνών όμως, ελάχιστα έχουν συμβεί προς την κατεύθυνση αυτή, ιδιαίτερα προς (και από) την πλευρά της περιφέρειας, η οποία επωμίζεται το κύριο βάρος πάντα οιασδήποτε φθοράς. Ολιγωρία η οποία αναδεικνύει την επιφανειακή σχέση της κοινωνίας με τον πολιτισμό, και την ευθύνη των υποκειμένων (δημιουργών και μη) που διαμορφώνουν τα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας. Ευθύνη καθοριστική, αν σκεφτεί κανείς ότι έχει άμεση σχέση, όχι μόνο με αυτά καθ’ αυτά τα πολιτιστικά δρώμενα, αλλά και με το κοινωνικό, πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας (χωρίς ανεπτυγμένο αισθητικό κριτήριο, δεν υπάρχει σωστή πολιτική, κοινωνική πράξη.) –πολιτισμός δεν είναι επίφαση, διασκέδαση, εφησυχασμός. Είναι περιεχόμενο, στοχασμός. Προϊόν ελεύθερης βούλησης, ικανό να διαμορφώσει άτομα, κοινωνίες, συνειδήσεις (Αξελός).
αίτια
Σημαντικότερος λόγος αυτής της εμμονής είναι η γενικότερη υποβάθμιση της επαρχίας στην συνείδηση των δημιουργών, ενώ ένας άλλος, το γεγονός ότι δεν έχουν οριοθετηθεί πλήρως τα όρια δημιουργού και διοικητικών φορέων που εμπλέκονται, άμεσα ή έμμεσα, στην παραγωγή, την επιλογή και την υλοποίηση (προώθηση) του παραγόμενου πολιτισμού. Ως εκ τούτου, με δεδομένη την, εσκεμμένη ή μη, σύγχυση, τίθεται το ερώτημα, από που εκπορεύεται, πρέπει να εκπορεύεται ο πολιτισμός; Από τα φυσικά πρόσωπα, τους δημιουργούς ή από τους εκάστοτε πολιτικούς και διοικητικούς φορείς, οι οποίοι τείνουν να τους υπερφαλαγγίσουν, καθώς καθορίζουν, μέσω των εκδηλώσεων πακέτο που επιλέγουν, χρηματοδοτούν και προωθούν, με κριτήρια ήσσονος αισθητικής αξίας, ενίοτε και συναλλαγής, τόσο την προβληματική των δημιουργών, που, εκόντες άκοντες, προσαρμόζουν την θεματική τους στις επιταγές των διοικούντων, όσο και την αισθητική της κοινωνίας.
Αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης, αλλοτρίωσης, είναι να παρουσιάζεται το φαινόμενο μιας, αντιφατικά, αμφίδρομης σχέσης, προθέσεων – αποτελέσματος, τελικό αποτέλεσμα της οποίας είναι, η, προοδευτική, απομάκρυνση της περιφέρειας από τον ουσιαστικό πολιτισμό και η απόρριψή του ακόμη. Μια απόρριψη πλήρως δικαιολογημένη. Όταν γαλουχεί με ήσσονος αισθητικής αξίας δημιουργήματα, εκδηλώσεις, την κοινωνία κανείς, επόμενο είναι να του στερεί τη δυνατότητα να προσεγγίσει και να αποδεχθεί την υψηλή αισθητική. Και στην πλειοψηφία τους οι επιλογές και τα σχήματα που κατακλύζουν την περιφέρεια, είναι τα πλέον ατυχή ομολογουμένως. Πως θα μπορούσε, αφού το επίπεδό τους κυμαίνεται από μέτριο, κακό, έως απαράδεκτο, κρίνοντας με την μεγαλύτερη επιείκεια πάντα κανείς.
ευθύνες
Την ευθύνη της σύγχυσης, της αλλοτρίωσης αυτής, δεν την φέρουν αποκλειστικά και μόνο οι διοικητικοί φορείς –ΥΠ.ΠΟ, Δήμοι, πολιτιστικοί σύλλογοι κ.λ.π, αλλά και οι, εντός και εκτός εισαγωγικών, “δημιουργοί”, πλην ελαχίστων, που δεν αναιρούν όμως τον κανόνα, οι οποίοι, εκλαμβάνοντας, ως εύκολη πηγή κέρδους, την περιφέρεια, την αντιμετωπίζουν με την μικρότερη δυνατή ευαισθησία, σοβαρότητα, υπευθυνότητα, ενεργώντας κατά τρόπο, που, ποτέ δεν θα επιχειρούσαν στο κέντρο, ανεξάρτητα αν τους το επέτρεπε ποτέ αυτό ή όχι.
Και ερωτάται κανείς. Γιατί σχήματα και δημιουργοί εγνωσμένης ποιότητας και αξίας δεν επιχειρούν την κάθοδό τους στην επαρχία, αφού κάθε φορά που το επεχείρησαν (σπανίως είναι αλήθεια) τιμήθηκαν δεόντως; Πότε τα κρατικά σύνολα, οι κρατικές και επιχορηγούμενες σκηνές, μηδέ των Μεγάρων Μουσικής (Αθηνών –Θεσσαλονίκης) εξαιρουμένων, θα κάνουν την κάθοδό τους στο 60% του ελληνικού λαού; Πότε το ΚΘΒΕ έστω θα πάψει να δίνει τα διαπιστευτήριά του στο κλεινόν άστυ αποκλειστικά και μόνο;
Θα αδικούσε εαυτόν και άλλους βέβαια κανείς εάν επιμέριζε την ευθύνη αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς, και στους διοικητικούς φορείς του Κέντρου όπως αναφέρθηκε, γιατί πολύ μεγάλη ευθύνη, αν όχι την μεγαλύτερη φέρουν και οι άνθρωποι της περιφέρειας. Τόσο γιατί αφήνουν τον προγραμματισμό στην καλή προαίρεση των άλλων, αποποιούμενοι του δικαιώματος κρίσης και επιλογής, όσο και γιατί δεν ενισχύουν την πρωτογενή δημιουργία, εκτός και αν θεωρούν ενίσχυση του πρωτογενούς την ψηφοθηρική διασπάθιση του δημοσίου χρήματος σε δημιουργήματα ήσσονος αισθητικής και ποιοτικής αξίας.
Αποτέλεσα της άρνησης, αδυναμίας; (αδιαφορίας;) αυτής είναι: Ο μεν προγραμματισμός να γίνεται επί ποδός, από τους φύλακες, τους θυρωρούς, τις γραμματείς και τους ημέτερους προς δόξαν της υποκουλτούρας και του κιτς, ο δε, πρωτογενής πολιτισμός να ολισθαίνει με ευθύνη των ίδιων των συντελεστών, δημιουργών, καθώς τον εκλαμβάνουν ως εφαλτήριο προσωπικής επιβεβαίωσης. Απόδειξη αυτού, οι σύλλογοι που λειτουργούν ως κλειστές Λέσχες, κυρίαρχο στοιχείο των οποίων είναι οι αποκλεισμοί, οι ομαδοποιήσεις, οι περιχαρακώσεις, οι οποίες, αγγίζουν τα όρια του φυλετισμού και τους εκθέτουν. (αχ αυτή η ανασφάλεια) ανεπανόρθωτα.
απόρροια
«Για την μετά χρημάτων δόξαν των καλλιτεχνών», μίλησαν κατά καιρούς πολλοί, οπότε κάθε λόγος περιττός. Για την άνευ κουλτούρας και πολιτισμού ηρωική πτώση της επαρχίας όμως, είναι ανάγκη να γίνουν και να ειπωθούν πολλά, αρχής γενομένης σήμερα, γιατί αύριο ίσως είναι πολύ αργά. Γιατί αύριο:
Αντί του Τουρκομπαρόκ· της γηραιάς κυρίας που, στα 60 – 70 της, επιμένει να υποδύεται την Ηλέκτρα ανεπιτυχώς· της δύσκαμπτης χορεύτριας που συγχέει τον κλασσικό χορό με τον χορό της κοιλιάς· της ώριμης νεαράς ερασιτέχνιδας, που μέσω της επιτήδευσης προσπαθεί να επιβάλλει εαυτόν ως μεγίστη ιέρεια της τέχνης· τους λαϊκούς τραγουδιστές που συναγωνίζονται σε ηχορύπανση τους μοτοσικλετιστές· τους συνθέτες που μπερδεύουν το πόντιουμ με το πολιτικό μπαλκόνι· τους κατ’ επάγγελμα δολοφόνους του πολιτισμού, που, ενώ θα έπρεπε, δια προεδρικού διατάγματος να τους απαγορευτεί εσαεί η ενασχόλησή τους με τον πολιτισμό, εντούτοις, επιμένουν, και τέλος τους «σπαρτούς» οι οποίοι, κρίνοντας το χρυσάφι, όχι από το βάρος του, αλλά από το χρώμα, όπως λέει και ο ποιητής (Ο. Ελύτης), έχουν αναλάβει κατ’ αποκοπήν, ως γνήσιοι (φευ) γηγενείς, την υπεράσπιση του πολιτισμού από τους βαρβάρους, οπότε, χρωματίζοντας, εν αγνοία τους (;), χρυσό, ο, τιδήποτε βρεθεί μπροστά τους, αναγορεύουν, καλλιεργούν και προωθούν, μετ’ επιτάσεως, ως υψηλό πολιτιστικό αγαθό το αγοραίο, το ημέτερο, την υποκουλτούρα και το κιτς…·
… ίσως ακούσουμε το αειθαλές και τόσο προφητικό δημώδες άσμα: «Α… κόμα ετούτη η άνοιξη …!»