Εφυγε εικοσιενός χρονών από την μικρή πολιτεία, σε μια περίοδο όπου η Καστοριά και τα χωριά της στη δεκαετία του 1950 προβοδούσαν πολλά απ τα παιδιά τους για την Αμερική, Καναδά, Αυστραλία και την Γερμανία.
Μέχρι τότε η δυναμική Σουλτάνα καθώς ζούσε εδώ, περίμενε κάθε πρωϊ στην όχθη της λίμνης (όπου παλιότερα υπήρχε η αβγατή του κυρ Γιαννάκη, στη γειτονιά του Ντολτσού), τον ψαρά αδερφό της – τον Τζώτζη τον Μπασακύρο – που απ΄την χαραή έπαιρνε το καράβι, ανοίγονταν στη μεσάδα της λίμνης και έριχνε τα δίχτυα…
Σ΄ένα μεγάλο πλεχτό καλάθι που βαστούσε εκείνη έπεφταν οι τούρνες, οι πλατίκες, τα πρικιά, κι ότι άλλο ψαρεύτηκε από την Ορεστειάδα λίμνη. Βαστώντας το γερά στο χέρι η Σουλτάνα έπαιρνε ένα ένα τα σοκάκια, βαρώντας τα τσιουκαλίδια να βγούν οι σπιτονοικοκυραίοι για να διαλέξουν από τα πολλά, όσα τους αναλογούσαν για το φαϊ – μεσημεριανό ή της επόμενης μέρας.
Η ψαροπούλα η γλυκειά, μελαχρινή ομορφιά, μεγαλωμένη σε πολυμελή οικογένεια μέσα σε δύσκολα και πικρά χρόνια, άντεχε τα πάντα. Με μια έμφυτη θέληση για επιβίωση και μια πίστη που συμπλήρωνε μ΄ ένα θαυμαστό τρόπο το «ταπεινό εγώ της», κατάφερνε να στέκει όρθια, γερή, έτοιμη για την επόμενη καθημερινή μάχη, τον αγώνα των καθημερινών απλών ανθρώπων που΄ βαζαν στην άκρη κάθε συμφορά και δυσκολία.
Νοικοκυρά, πλέχτρα, εργάτρια στο γουναράδικο, ράφτρα, με μυαλό ακόνι, η Σουλτανίτσα μια μέρα έλαβε την πολυπόθητη «πρόσκληση» για να φύγει από την πικραμένη και βασανισμένη πατρίδα και να ταξιδέψει για μέρη μακρινά…
«θα σε πάρω να φύγουμε
σ΄ άλλη γη σ΄ άλλα μέρη
που κανέναν δεν ξέρουμε
και κανείς δε μας ξέρει…»
Έχοντας τα τρία αδέλφια της στον παγωμένο Καναδά, τοίμασε τα χαρτιά της, τη βαλίτσα της και με τον Τζώτζη τον αδελφό της- που για λίγες μέρες άφησε το καράβι, τα δικουπόπλα και τα σύνεργα της ψαρικής, κατέβηκαν στην Αθήνα και κατόπιν φτάσανε στο τρανό λιμάνι του Πειραιά, απ΄ όπου φεύγανε οι καραβιές με τα παιδιά της ελληνικής νιότης γι αλλού… Παρών στον αποχαιρετισμό κι ο νουνός μας ο Αλέξης Βέργουλας που είχε συγγενικούς δεσμούς με την οικογένειά της.
Το μεγάλο υπερσύγχρονο υπερωκεάνιο «Βασίλισσα Φρειδερίκη» χώρισε πολύ κόσμο εκείνο το Γενάρη του 1960. Καστοριανούς, Φλωρινιώτες, Πελλοπονήσιους, ιδίως παιδιά από την Τρίπολη. Η Σουλτάνα προηγουμένως είχε κάνει ένα σύντομο ταξίδι, ανάμεσα στα Χριστούγεννα του 59 και πρωτοχρονιά, ως το Ηράκλειο αποχαιρετώντας την αδερφή της, που η τύχη την οδήγησε ως την Κρητική γη, μετά το «Ησαϊα Χόρευε». ΄Υστερα επέστρεψε στην Καστοριά, κατέβηκε ως το Σταυρό για την τελετή των Θεοφανείων, βγήκε χόρεψε στα ραγκουτσάρια του 1960 και «φορτωμένη» με τα δώρα της ιδιαίτερης πατρίδας έκανε το πρώτο βήμα…
Αποχαιρέτησε τους δικούς της με τα δάκρυα , τις αγκαλιές, τα φιλιά, τη συγκίνηση που φέρνει ο αποχωρισμός.
«Αντίο, εκεί που πας στα ξένα, θυμήσου με και μένα που θα σε καρτερώ, ποιος ξέρει της θάλασσας τ΄ αγέρι αν θα σε ξαναφέρει, για να σε ξαναδώ…».
Μεγάλο το καράβι, γεμάτο κόσμο, από κάθε γωνιά της Ελλάδας ανάμεσά τους κι οι 8 Καστοριανοί- 6 άνδρες, 2 γυναίκες… και να βλέπεις από το παραθύρι της καμπίνας – το φινιστρίνι μόνον το κύμα, και τίποτε άλλο. Η Μεσόγειος ήταν κατά πολύ πιο ήρεμη κι ακίνδυνη θάλασσα… αυτά μέχρι το Γιβραλτάρ ήταν ανεκτά, αλλά όταν το πλοίο πέρασε τα στενά και βγήκε στον Ατλαντικό ωκεανό η ναυτία πείραξε τους πάντες – σαν κεραυνός εν αιθρία – έπεσε στους επιβάτες που ανήξεροι από τα κουνήματα του πλοίου υπέφεραν νυχθημερόν.
Τότε ήταν που η Σουλτάνα δεν άντεξε άλλο μέσα στην πνιγηρή καμπίνα, ανέβηκε στο κατάστρωμα και για καλή της τύχη βρέθηκε μπρος σε άνθρωπο που της έδωσε άλλη καμπίνα β θέσης και πιο ψηλά από την προηγούμενη, οπότε τα πράγματα βελτιωθήκανε κατά πολύ…
Παρά ταύτα, τα τεράστια κύματα του ωκεανού, έπεφταν με σφοδρότητα πάνω στη «Φρειδερίκη» κι ο κοσμάκης συνέχιζε να υφίσταται τα πάνδεινα με τη ναυτία.
11 μέρες ταξίδι Ελλάδα- Καναδάς 11 εικοσιτετράωρα με το «πάτερ ημών» και το «Παναγιά βόηθα» να παίρνουνε κουράγιο, οι υποψήφιοι και εν πλω νέοι κάτοικοι του άγνωστου τόπου, ως ότου ξαναδούν γη μπροστά τους…
Στο χάραμα της επόμενης μέρας, το μεγάφωνο του πλοίου σε 4 γλώσσες τους ειδοποιούσε πως έφτασαν στο λιμάνι του Χάλιφαξ…
Μέσα στο χειμωνιάτικο σκηνικό είδαν κάτι θαμπό, θολό κι απροσδιόριστο απέναντί τους, αλλά κι ένα πρωτοφανές κρύο πούχουν εκείνα τα βόρεια μέρη που τους «αγκάλιασε αλλιώτικα» ξένο ολότελα από κείνο το κρύο που είχαν βιώσει στην φτωχή την κατατρεγμένη αλλά γλυκειά πάντα Ελλάδα…
Με την βαλίτσα της κατέβηκε σιγά σιγά ανάμεσα σ΄ όλο το πλήθος αφήνοντας το καράβι που ποιός ξέρει που αλλού θα έριχνε άγκυρα…
Στην προβλήτα η Σουλτάνα είδε τ΄ αδέρφια της, κι όλο το Μπασακυρέϊκο σόϊ, που κατέφθασε να την υποδεχθεί στη νέα πατρίδα, πάλι με φιλιά, αγκαλιές , χαρούμενες φωνές… και ωραίες φασαρίες που χαρακτηρίζουν τους φωνακλάδες έλληνες…
Κι από κει όλοι μαζί τράβηξαν για το Τορόντο με το τραίνο της γραμμής. Η Σουλτάνα ακόμη θυμάται τους κοκκινοπράσινους καναπέδες που υπήρχαν στα βαγόνια, άνετους ως ότου φθάσουν στα σπιτικά τους…
Η πρώην ψαροπούλα είχε το προσόν να μένει σε τρία διαφορετικά σπιτικά, έως ότου έρθει η ώρα να φτιάξει το δικό της…Με τον τρόπο της στάθηκε αντάξια και περήφανη στο νέο της περιβάλλον. Από τη μικρή πολιτεία της Καστοριάς βρέθηκε σε νέα γη, τη γη του Καναδά, που αρχικά την πρωτοκατοικούσανε ινδιάνοι και εσκιμώοι – ινουϊτ κατά την ντόπια γλώσσα… μα αλλάξανε τόσο οι καιροί, κι ήλθανε νέοι κατακτητές ΄Αγγλοι και Γάλλοι να κάνουνε κουμάντο, η γη άλλαξε χρήστες, οι βιομηχανίες πληθύνανε, νέοι δρόμοι ανοίξανε και νέες πολιτείες δημιουργηθήκανε… Μόντρεαλ και Τορόντο τα γνωστότερα μέρη για τους ΄Ελληνες… μια πόλη μ΄αρχικό όνομα Υόρκη, με ένα πανεπιστήμιο το Κing college ιδρυμένο από τα μέσα του 17ουαιώνα… ΄Ηταν και το λιμάνι του Τορόντο επίσης με ικανοποιητική εμπορική κίνηση…
Κι έτσι όλοι οι συμπατριώτες φωλιάσανε αλλού, αφού φθάσανε «εξ ανάγκης» εκεί, άλλοι λόγω πολιτικών φρονημάτων κι άλλοι για μια πιο καλύτερη ζωή ,με δουλειά πολλή και με απολαβές…μα η νοσταλγία… νοσταλγία… γράμματα δακρύβρεχτα πήγαιναν κι έρχονταν απ΄τη μια πατρίδα στην άλλη…
Η Σουλτάνα έκανε με τον καιρό δικό της σπιτικό, βρήκε τον Νεστορίτη Παντελή της, στεφανώθηκαν, έσμιξαν, έκαναν οικογένεια και παιδιά, παλαίψανε για μια πιο ανθρώπινη ζωή, όπως τόσοι και τόσοι μετανάστες, που άφηναν αναγκαστικά τη φτωχή πατρίδα που έβρισκε το κουράγιο και συνέρχονταν από τις συμφορές και την εμφύλια καταστραφή…
Οι άνθρωποι της ξενιτιάς … έκαναν την προκοπή τους σ΄ άλλο τόπο, με νέους νόμους, κανόνες, υποχρεώσεις και δικαιώματα, που άρχισαν να αποκτούν σαν Καναδοί πολίτες.
Η «Σου» έρχεται κάθε καλοκαίρι στην πρώτη πατρίδα, κι ένα τσούρμο από συγγενείς, φίλους, παλιούς γείτονες την υποδέχεται και την περιμένει για τον πρωϊνό καφέ, το απρεμεντί, τη βραδυνή έξοδο με τα ελληνικά μεζεδάκια και τα εκλεκτά ντόπια προϊόντα.
Στην ταράτσα του ελληνικού σπιτιού της κυματίζουνε πλάϊ – πλάϊ η ελληνική γαλανόλευκη και η ασπροκόκκινη με το φύλλο καναδέζικη σημαία… Τα περισσότερά της χρόνια τα έζησε εκεί. Τα λιγότερα εδώ…
Κι έχει πολλά να μας πει… ακόμη για τον τρόπο ζωής, τις ευκαιρίες που της δόθηκαν στα πρώτα χρόνια που βρέθηκε «σ΄ άλλη γη σ΄ άλλα μέρη»… Κι από ψαροπούλα να γίνεις μεσίτρια… άλμα μεγάλο…
Χρόνος είναι… θα περάσει… και θα ξανάρθει… θα μας παραδείξει κι άλλα πολλά…
Η βαλίτσα σε λίγο θα γεμίσει με αναμνήσεις, ρούχα καλοκαιρινά, φωτογραφίες από το γάμο της Σωτηρίας της ανεψιάς της, και την ζεστή αγάπη, όλων όσων την γνώρισαν στο πέρασμα του χρόνου…
Καλό ταξίδι Σουλτάνα, καλό χειμώνα, καλή αντάμωση, το προσεχές καλοκαίρι, στη ζεστή αγκαλιά της φιλόξενης πατρίδας Καστοριάς…
Τα δέοντα στους δικούς σου, παιδιά, εγγόνια, συμπεθέρια…
Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση