Σε πολλές μεριές της πόλης μας, όπου υπήρχαν κήποι μοσχομυρίζανε τις απογευματινές ώρες , τα γλυκά του κουταλιού.
Από τις προηγούμενες μέρες κιόλας είχαμε ξαμοληθεί προς αναζήτηση ασβέστη, που σημαίνει πως εντοπίζαμε δίπλα στα γιαπιά, τις σκαλωσιές και τα μαστόρια, τις ασβεσταριές για να πάρουμε σε μικρές σακούλες την ποσότητα που χρειάζονταν.
Εποχή ανοικοδόμησης και η πόλη άλλαζε μέρα με τη μέρα, κι άκουγε κανείς τα τραγούδια που ξεκουράζανε τους χτίστες καθώς κουβαλούσανε τούβλα, τενεκέδες άμμο, τσιμέντο, και πάσης φύσεως οικοδομικά υλικά.
Ο κήπος του σπιτιού είχε τ΄ απαραίτητα, ξύλα για να αναφτεί η φωτιά, το μεγάλο χαρανί, απομεινάρι άλλων καιρών, βρύση για να ξεπλένονται πιατικά και τρυπητές κουτάλες, κι άλλο ένα βαθύ τσίγκινο σκεύος όπου βρίσκονταν τα λαχταριστά ξεκουκουτσιασμένα καϊσια που κολυμπούσανε για 2-3 ώρες στο μπόλικο ασβεστόνερο και καθαρισμένα από τη φλούδα τους. Το σπίτι της οδού ΄Αρτη δίπλα στα πάρκα με τα σκιερά πλατάνια και τα νιούτσικα έλατα , περίμενε όπως κάθε χρόνο, το μεγάλο γυναικόσογο που έπαιρνε με δημοκρατικές διαδικασίες την απόφαση, για το πότε όλες οι θείες ,οι νυφαδιές και η νουνά η Χαιρετώ, θάταν έτοιμες για την ομαδική συνάντηση, σε μια αυλή – ταμάμ- για τέτοιες δουλειές , με τον πέτρινο νεροχύτη και τα γειτονικά μπακάλικα η ζαχαρτζίδικα, όπου σε περίπτωση χρειάζονταν ζάχαρη ή γλυκόζη , έστελναν εμάς τα μικρά ως τον Πασχάλη Καρακάση, και τους αδελφούς Τάνε δίπλα στην πλατεία Βάν Φλήτ.
-Να μας δώσετε γλυκόζη μια οκά για το καϊσάτο μας…
Κι από κει στρίβοντας από το ανηφορικό δρομάκι για την 11η Νοεμβρίου μπαίναμε στο μεγάλο κήπο να κόψουμε από τη γλάστρα της κυρίας Σαλαμαντζέ μοσχόφυλλο που ήταν απαραίτητο μυρωδικό στο τέλειωμα του γλυκού. Ποια ήταν η κυρία Σαλαμαντζέ, κι ο άνδρας της ο κύριος μπούμπανος; Εκείνη πάντως το κέρδισε με το σπαθί της το παρατσούκλι, όταν μια μέρα κάλεσε τις γειτόνισσες σε απρε-μιντί και γαλλιστί τις είπε «περάστε στην τραπεζαρία-σαλαμονζέ».
Ιούλιος… κατακαλόκαιρο , απόγευμα και μέσα στην ησυχία ν΄ακούς τα τζιτζίκια κρυμμένα στις φυλλωσιές και σε λίγο να χτυπά δυνατά το τσιουκαλίδι και να καταφθάνει ο οικογενειακός λόχος , με επικεφαλής την θεία Ντότα που γνώριζε περισσότερο από κάθε άλλη τα μυστικά των γλυκών. Είχε και φιλενάδα την Καϋμέτ Εκρέμ Φασλή – με τα γαλάζια μάτια- την τελευταία τουρκαλβανή του Απόζαρι που όλο και κάτι άρπαζε από μιας πρώτης τάξεως μαγειρεύτρα. Μια πρωτοχρονιά που γιόρταζε ο κυρ Βασίλης ο Σεκουλίδης – ο γιατρός- του πήγε μια πίττα κοκοσνίκ ως δώρο, γεμιστή με τυριά, αυγά και κρεατικό από σπιτικό κόκκορα, με φύλλο δικό της φτιαχτό – σαν τσιγαρόχορτο- να γλύφεις τα δάχτυλά σου…
1961, ο κήπος διέθετε αρκετά καφάσια και μερικές καρέκλες για να κάθονται ολόγυρα οι θείες, που ψηφίζανε ομόφωνα και κάθε πέντε λεπτά η κουτάλα άλλαζε χέρι, περνώντας από τη μια στην άλλη…
-Ντότα, σάματι με φαίνεται άδετο ακόμα το σιουρόπι του… ιδέ κι ισύ είπε η νουνά η Χαιρετώ.
Η θειά – αρχηγός- έσταζε με την κουτάλα, δυο τρείς σταγόνες σιρόπι , σ΄ένα ρηχό πιάτο, εκτιμώντας και λέγοντας:
-χράζεται ακόμα να δέσει, ανακάτουνέ το, απάνου απάνου και βγάνε τις αφρές. ΄Αϊντε, Κούλα, ΄Ολγα, πέστε στα τσουπιά να φέρουν λίγο γλυκόζη.
Κι εμείς εκεί που είχαμε στρωθεί , στο δροσερότερο δωμάτιο του σπιτιού, με τα διαβάσματά μας «θησαυρό», «μικρός ήρως» και «σούπερμαν» , κάναμε πως βαριακούγαμε… έως ότου βάζανε τις μαχαιρωμένες φωνές… και τότε εμφανιζόμασταν για να εκτελέσουμε την εντολή.
΄Ολος ο κήπος είχε το ξεχωριστό άρωμα του βερύκοκκου. Μέλισσες, σφήκες, κηφήνες, μυγάκια, κατέφθαναν απρόσκλητα στο μεγάλο φαγοπότι και το υπαίθριο εργαστήριο δίπλα στα ψαράδικα… Οι θείες καθισμένες, κρατώντας και τα φυσερά τους « έκοβαν» όσο να πεις κάτι από τη ζέστα που επικρατούσε . Ανάμεσά τους και οι δυο νεώτερες κι αγαπημένες, που λιγότερο τις ένοιαζε το γλυκό και περισσότερο το πλέξιμο με την ψάθινη κλωστή, καθώς και το σινεμά.
-άμα τελειώσουν όλα αυτά τις λες, πάμε στο Ρίο;
-τι παίζει;
-«Τα κίτρινα γάντια», και αύριο στο ΑΣΤΥ παίζει «Η κυρά μας η μαμή». Η συμφωνία και το ραντεβού έκλεινε την ώρα που το γλυκό «έδενε». Το χαρανί έβγαινε από τη φωτιά, και πριν μοιραστεί έμενε εκεί ως ότου κρυώσει, να μείνουν τα καϊσια φουσκωτά και να μοιραστούν στα ίσα.
Καλοκαίρι του 1961
Το σούρουπο έφτανε στη γειτονιά , τα κεπέγκια των καταστημάτων κατεβαίνανε και κλειδώναμε ως την επομένη το πρωϊ. Ο δρόμος ερήμωνε. Στο μεσαίο μπαλκόνι του σπιτιού μας, συνυπήρχαν τα αγαπημένα φυτά της νοικοκυράς, το ανθισμένο σκουλαρίκι, η λεπτεπίλεπτη αράχνη, το φουντωτό σπαράγγι, κι ένας τενεκές από τυρί με την ντάλια του, κι άλλος ένας με την τριανταφυλλιά του. Το αμερικάνικο ραδιόφωνο general electric έπαιζε σε χαμηλή ένταση… το «εφτά τραγούδια θα σου πω» με τον Δημήτρη Χόρν…
Στην παγωνιέρα φυλάχθηκαν μερικά καϊσια που δεν χωρούσανε στο γυάλινο βάζο…και περιμένανε μέσ΄στο σκοτάδι κάθε ληξούρικο παιδί…
΄Εξω από τα όρια του κήπου και το «μικρό μας κόσμο» υπήρχε η πόλη, με τα δικά της γνωρίσματα και οι τοπικές εφημερίδες που πληροφορούσανε το αναγνωστικό κοινό για τα νέα της εβδομάδας, δημόσια και μη…
΄Ηδη ο ΟΤΕ είχε ξεκινήσει τα πρώτα σκαψίματα για την τοποθέτηση των τηλεφωνικών καλωδίων. Το ζήτημα της αστικής συγκοινωνίας παρέμενε άλυτο, λόγω της έντονης λειψυδρίας. Το κατάστημα Τουμπίδη προσκαλούσε το θηλυκό γένος να παρευρεθεί σε επίδειξη μαγειρικής στον κινηματογράφο ΠΑΛΛΑΣ, με τις νέες συσκευές , που άλλαζαν το τοπίο στην κουζίνα. Η συνεστίαση των χορωδών στην πλατεία Ομονοίας, ομόρφηνε με το δείπνο και την συναυλία, μια από τις καλοκαιρινές βραδιές.
Ο Λουκάς Σωτηρόπουλος και η Νίτσα Ζέρμα,
Ο Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου και η ΄Εντζυ Πεπερίτου
Έδιναν αμοιβαίαν υπόσχεση γάμου.
1961… πολύς ο κόσμος που ξέφευγε από τα ίδια και τα ίδια, επιλέγοντας το Λουτράκι, τη Θάσο, την Αιδηψό για ολιγοήμερες διακοπές…
Πόσα άλλαξαν από τότε…
Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση