Συμμετέχοντας ενεργά στη διαβούλευση για «το μέλλον της Πολιτικής Συνοχής μετά το 2020» διατυπώσαμε τις προτάσεις μας και την τρέχουσα προγραμματική περίοδο, με βάση και την εμπειρία που αποκομίσαμε από τις προηγούμενες, όπως παρακάτω:
Ο σχεδιασμός των αναγκαίων υποδομών σε εθνικό και κυρίως σε περιφερειακό επίπεδο θα πρέπει να αποτελεί προϊόν τεκμηριωμένης συναπόφασης όλων των Φορέων της περιοχής σχετικά με την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητά τους και να εξυπηρετούν μία συμφωνημένη περιφερειακή στρατηγική για την οποία θα ξεκινάει η βελτίωση της ωριμότητάς της.
Η ανταγωνιστική διαδικασία στις δημόσιες υποδομές μπορεί να οδηγήσει στην ένταξη και στην υλοποίηση ώριμων μεν έργων που δεν έχουν όμως υποχρεωτικά προτεραιότητα για τον περιφερειακό σχεδιασμό, με συνέπεια την αποστέρηση πόρων από άλλες αναγκαίες υποδομές.
Απαιτείται ο σχεδιασμός σε περιφερειακό επίπεδο με στόχο την αντιμετώπιση των δυσχερειών και την προώθηση των δυνατοτήτων κάθε Περιφέρειας. Θα πρέπει δηλαδή να σχεδιάζονται και να υλοποιούνται κάθετες πολιτικές σε εφαρμογή μιας Εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής και στο πλαίσιο της επιλεξιμότητας των παρεμβάσεων.
Κάθε Περιφέρεια έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στα οποία θα πρέπει να επενδύει τους πόρους της και όχι με βάση έναν «εθνικό σχεδιασμό κατανομής ποσών σε Άξονες και Μέτρα» με αναλογικό επιμερισμό σε κάθε Περιφέρεια.
Η κατάταξη των Περιφερειών και κατ’ επέκταση η κατανομή πόρων σ’ αυτές με βάση μόνον το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα καθόσον το κρίσιμο στοιχείο δεν είναι το ύψος του παραγόμενου ΑΕΠ σε μία περιοχή αλλά η επένδυσή του.
Σαν συνέπεια αυτής της στρέβλωσης ορισμένες Περιφέρειες, όπως εν προκειμένω η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, εμφανίζεται με υψηλό ΑΕΠ και κατατάσσεται στις «πλούσιες» Περιφέρειες λόγω των εργοστασίων και των ορυχείων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία βρίσκονται στα όρια της ενώ η αξία της παραγωγής και του ΑΕΠ διαχέεται στο σύνολο και για τις ανάγκες της χώρας και των πολιτών της.
Επομένως ενώ η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας εμφανίζεται πλούσια (με βάση το υψηλό ΑΕΠ) ταυτόχρονα είναι πρώτη σε ανεργία σε επίπεδο χώρας και στις πρώτες θέσεις στην ανεργία των νέων στην Ευρώπη.
Για το λόγο αυτό προτείνεται, στα κριτήρια κατανομής των κοινοτικών κονδυλίων, να λαμβάνονται υπόψη και άλλα που καθορίζουν ουσιαστικά το επίπεδο ευημερίας μίας περιοχής όπως ενδεικτικά η φτώχεια, η ανεργία, οι παροχές πρόνοιας, η ορεινότητα, η συνοριακότητα, οι παροχές διάφορων εξυπηρετήσεων κλπ.
Με τον τρόπο αυτό η κατανομή των πόρων θα γίνεται στη βάση των πραγματικών αναγκών και θα ενισχυθεί ουσιαστικά η συνδρομή της Πολιτικής Συνοχής.
Θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο αποτέλεσμα του προγραμματισμού, με την απελευθέρωση των δυνάμεων λόγω απλοποίησης του θεσμικού και διοικητικού πλαισίου και της ευελιξίας αυτού, ειδικά σε ότι αφορά στην αποκέντρωση των αποφάσεων με την περαιτέρω ενίσχυση της επικουρικότητας.
Η προσήλωση στα απαραίτητα και σημαντικού μεγέθους αναπτυξιακά έργα με πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην κοινωνία, στο περιβάλλον και στην οικονομία θα καταστήσει πιο ορατή την παρέμβαση των κοινοτικών και εθνικών πόρων και τελικά πιο ελκυστικές τις νέες Πολιτικές Συνοχής προς όφελος των πολιτών.
Στο πλαίσιο αυτό, έργα διαπεριφερειακού χαρακτήρα θα δώσουν προστιθέμενη αξία και θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων.
Η ένταξη διακρατικών έργων με χώρες που βρίσκονται σε προενταξιακό στάδιο θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των Πολιτικών Συνοχής λόγω της άμβλυνσης των διακρατικών ανισοτήτων και της δημιουργίας ενιαίου χώρου ανάπτυξης.
Οι πολιτικές που ενισχύουν την αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού με βάση την καινοτομία και τη διαφοροποίηση, ευνοώντας την ανταγωνιστικότητά του, θα συμβάλλουν στη βελτίωση της ελκυστικότητας των περιοχών και στη δημιουργία, κατά το δυνατόν, πιο μόνιμων και καλύτερα αμοιβόμενων θέσεων εργασίας.
Ειδικά για την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας η μετάβαση σε μία νέα περίοδο ανάπτυξης, για μεγάλο τμήμα της, απαιτεί νέες πολιτικές εστιασμένες στο χώρο και παραγωγή υπό συνθήκες μειωμένης λιγνιτικής δραστηριότητας.
Απαιτείται πιο ενεργός ρόλος των οργάνων δημοκρατικού προγραμματισμού, των τοπικών κοινωνιών και των εταίρων των περιοχών σε όλα τα επίπεδα από το σχεδιασμό, τον προγραμματισμό, μέχρι και την υλοποίηση των πολιτικών.