Κατά τις Απόκριες του 1941, τα παιδιά τα καλοπαίδια βάλθηκαν να με μορφώσουν διευρύνοντας τους περιορισμένους μου ορίζοντες γνώσεων
Κείμενο του Γιάννη Εύδου
Εισαγωγικό σημείωμα του Γ.Τ.Α.
Ο Καστοριανός Γιάννης Εύδος γεννήθηκε το έτος 1928 στη Γαλλία και απέθανε στην Ελλάδα το έτος 2011. Τον Οκτώβριο του 1940, όταν οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο στην πατρίδα μας, ήταν 13ετής και ζούσε στην Καστοριά. Κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου, τα ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν συνεχώς την πόλη της Καστοριάς και γι’ αυτό οι κάτοικοί της κατέφευγαν στα χωριά της περιοχής για να σώσουν τη ζωή τους. Η οικογένεια του Γιάννη Εύδου επέλεξε τότε να μεταβεί στον Γέρμα, όπου και παρέμεινε επί 3-4 μήνες, έως τις αρχές του 1941. Οι θλιβερές αναμνήσεις του Γιάννη απ’ αυτήν την αναγκαστική μετάβαση και διαμονή του στο εν λόγω χωριό είναι δημοσιευμένες στο βιβλίο του, «Κομμουνισμός, η μεγάλη ουτοπία». Ένα αποσπασματικό κείμενο απ’ αυτό το βιβλίο, που αναφέρεται στ’ αποκριάτικα τραγούδια του Γέρμα, παρουσιάζεται ακολούθως:
«Στο χωριό τα παιδιά με δέχθηκαν με κάποιο σεβασμό, θα έλεγα, μια που ήμουν… πρωτευουσιάνος! Σύντομα όμως κατάλαβαν (ιδιαίτερα οι 15-άρηδες) ότι είχαν να κάνουν με έναν 13άρι που δεν είχε καμία σχέση με την δική τους κουλτούρα. Έτσι, κατά τις Απόκριες του 1941, τα παιδιά τα καλοπαίδια, παραβγαίνοντας στην παιδεία, που λέει και ο αξέχαστος Κ. Βάρναλης, βάλθηκαν να με μορφώσουν διευρύνοντας τους περιορισμένους μου ορίζοντες γνώσεων. Μαζεύονταν γύρω μου και με μάθαιναν τα… τραγούδια τους, που αποτελούσαν για αυτούς μεγάλα σουξέ. Έτσι άρχισα και εγώ να μαθαίνω τα παρακάτω άσεμνα βακχικά τραγούδια, που μετά 60 χρόνια θα πλάσαρε η συμπαθέστατη Δόμνα Σαμίου:
«Μπρέ Μουν… μπρέ, μπρέ, μπρέ,
μπρέ Μουν… κάτστε καλά,
να σας δώσει ο Θεός καλόν
έναν Πούτσ… τρυφερό,
στην κορφή, μπρε, μπρε, μπρε,
στην κορφή να είναι ροζ
και στον πάτο μαλλιαρός»
Έμαθα και για την διαθήκη που άφησε ο Γιάνναρος…. προς τον Δήμαρχο (σ.σ. Ο Γιάνναρος απέθανε κι άφησε διαθήκη, κι άφησε την ψωλ…). Έμαθα και για την θειά μου την Νικολάκαινα (σ.σ. Θειά μουΝι-, θειά μου Νικολάκαινα…) και νόμιζα πως το τραγούδι απευθυνόταν στην θειά μου την Νικολάκαινα, που έμενε στην Καστοριά λίγο πιο πάνω από μας και τακτικά μου έδινε ωραία ρόδια, πλούσια συγκομιδή από τις ροδιές της. Με άλλα λόγια τα είχα κάνει ρόιδο, εγώ ο άβγαλτος πρωτευουσιάνος, μπουνταλάς πήγα στο σπίτι και έκανα επίδειξη των μουσικών μου γνώσεων, χωρίς να ξέρω την σημασία των σκαμπρόζικων λέξεων.
«Αμάν, ο Ζανό που τά ’μαθε αυτά;… γίναμε ρεζίλι» και με περιόρισαν αμέσως. Ήρθε και η Άνοιξη και έτσι έμεινα ημιμαθής…».
fos-kastoria.blogspot.gr