ΛΟΥΚΑ Χ. ΣΙΑΝΟΥ – «ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ»
ΕΚΔΟΣΗ Μ/Σ «ΑΡΜΟΝΙΑ» ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ 1988
Το βράδυ της Κυριακής της τρανής απουκράς, ολόκληρη η Καστοριά βρίσκεται με τις μπουμπούνες στις φλόγες μα και στους χορούς, τα τραγούδια, τα ξεφωνητά, τα μπαμ-μπουμ των βεγγαλικών και τις αυτοσχέδιες κροτίδες. Τη μικρή απουκρά ανάβονται σ΄ όλες τις γειτονιές οι μικρές μπουμπούνες και την τρανή απουκρά οι τρανές.
Ο παιδόκοσμος, χωριστά της κάθε γειτονιάς, πριν δυο-τρεις βδομάδες φρόντιζε για τη συγκέντρωση και την αποθήκευση των καύσιμων υλικών της μπουμπούνας με εξορμήσεις στους μπαξιέδες, στις πλαγιές του βουνού, τους γύρω λόφους και με καράβια στα παραλίμνια καλάμια της «Πέτρας» και του «΄Αμμου». Τα υλικά αυτά, καλάμια, ξύλα, κλαδιά, τσάκανα κ.ά. , τα αποθήκευαν σ΄ ένα υπόγειο ή σε κάποιο χαγιάτι και τα φύλαγαν από τυχόν «επιδρομές» άλλων παιδιών ξένης γειτονιάς, που σκοπό είχαν την αρπαγή τους!
Την Κυριακή της τρανής απουκράς, από το πρωϊ , όλο το παραπάνω υλικό το μετέφεραν και το έστηναν , σε σωρό, γύρω από ένα μακρύ κοντάρι, χοντρό και γερό στο πιο ανοιχτό μέρος της γειτονιάς. Μια άμιλλα κι ένας ανταγωνισμός παρατηρούνταν στις γειτονιές, ποια απ΄ όλες θ΄ ανάψει την πιο τρανή μπουμπούνα και ποιανής γειτονιάς οι πύρινες γλώσσες θ΄ανέβαιναν πιο ψηλά και θα παρουσίαζαν το πιο φαντασμαγορικό θέαμα. Επίσης κάθε γειτονιά ήθελε ν΄ ανάψει τη μπουμπούνα της αργότερα, για νάχει πιο πολλούς θεατές. Για το σκοπό αυτό μια ομάδα παιδιών στέκονταν φρουρά, από το φόβο μήπως άλλα παιδιά βάλουν και ανάψει πρόωρα! Μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, ο αρχηγός της κάθε ομάδας έβαζε φωτιά στο σωρό των υλικών που αναφέραμε, ενώ στήνονταν γύρω από τη μπουμπούνα χορός απ΄ όλους κι απ΄όλες της γειτονιάς μικρούς και μεγάλους, νιές και μεσήλικες, αγόρια και κορίτσια. Τραγούδια , χοροί , αστεία και μπαμ-μπουμ από αυτοσχέδιες κροτίδες και βεγγαλικά συνόδευαν τις πανύψηλες φλόγες που όλο και δυνάμωναν. Τα παιδιά από την ημέρα ακόμα χαίρονταν με τα λογής-λογής αυτοσχέδια «εκρηκτικά» μηχανήματα: Τα «σάφια», ξύλινα πιστόλια με ένα τρυπημένο κάλυκα γεμάτο μπαρούτι, τα κουμπούρια δίκανα πιστόλια, τα γλέντια και χάρτινα σπίρτα, οι τάπες που «έβαζαν» χτυπώντας τες με μια πέτρα ή πατώντας τες δυνατά, τα πιστόλια με τα καψούλια, τα φώτα κ.ά, δημιουργούσαν σωστό πανδαιμόνιο. Στις πιο τρανές μπουμπούνες δεν έλειπαν και τα «βγελιά», ζουρνάδες, κλαρίνα ή βιουλιά και ούτια, που έπαιζαν διάφορους σκοπούς, ενώ οι γειτόνισσες πρόσφεραν σ΄ όλους κρασιά , ρακιά και διάφορους μεζέδες. Από το πρωϊ της Κυριακής κατέφθαναν στις μπουμπούνες κι οι χαλβατζήδες με τον χαλβά τον «κόραβο» στολισμένο με καρύδια και τον χαλβά τον «ψείρκαβο» πασαλειμμένο με σουσάμι. ΄Ολο αυτό το σκηνικό της μπουμπούνας κρατούσε μια ως δυο ώρες. Με το πέρασμα του χρόνου οι φλόγες όλο και χαμήλωναν ώσπου στο τέλος, στο χώρο της φωτιάς, έμενε μονάχα ή «ζιάρη», που πολλοί την πηδούσαν, για ν΄ απαλλαγούν το καλοκαίρι από τους ψύλλους και τα άλλα ενοχλητικά έντομα! Η όλη εκδήλωση τέλειωνε με τις ευχές όλων των γειτόνων.
Το έθιμο της μπουμπούνας είναι υπόλειμμα και λείψανο της πυρολατρείας, που συνδέεται με την άγια και ιερή φωτιά. Είναι ένα προχριστιανικό έθιμο, που επέζησε από την εποχή της ειδωλολατρίας. Δίκαια χαρακτηρίστηκε η φωτιά σαν η πιο σημαντική κατάκτηση του ανθρώπου κι αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του πολιτισμού. Ο άνθρωπος με τη φωτιά νίκησε το σκοτάδι, έλειωσε τα σίδερα, άλλαξε τον τρόπο διατροφής του, απόκτησε νέα εργαλεία και πέρασε σ΄ ένα νέο στάδιο εξέλιξης. ΄Όταν για πρώτη φορά παρουσιάσθηκε η φωτιά από τη λάβα κάποιου ηφαιστείου ή από κεραυνό ή ακόμα από κάποια αυτόματη ανάφλεξη κλαδιών, ο άνθρωπος φρόντισε να τη διατηρήσει άσβεστη. Ο ΄Ηφαιστος , ο Προμηθέας, η Εστία προσωποποιούσαν το πυρ κατά διάφορο τρόπο ο καθένας κι οι Εστιάδες, ιέρειες της Εστίας, διατηρούσαν άσβεστο το ιερό πυρ του Ναού. ΄Ένα τέτοιο λείψανο της πυρολατρείας είναι και οι μπουμπούνες της Καστοριάς, οι «κλαδαρές» της Σιάτιστας, οι «Φανοί» της Κοζάνης κι οι «Φωτιές» της Ηπείρου. Το έθιμο αυτό διατηρείται ως τα σήμερα.
Με το έθιμο της μπουμπούνας σχετίζεται και το έθιμο του «χάσκαρη». Μετά το βραδινό αποκριάτικο τραπέζι, για γλύκισμα πρόσφεραν τον σπιτίσιο χαλβά, που παρασκεύαζε η νοικοκυρά του σπιτιού με τις εξής αναλογίες: ΄Ένα μέρος λίπος, δυο μέρη σιμιγδάλι ή καλαμπουκίσιο αλεύρι, τρία ζάχαρη και τέσσερα νερό. Στη συνέχεια άρχιζε ο χάσκαρης. Στην άκρη ενός κλώστη (ένα κυλινδρικό ραβδί που μ΄ αυτό πλάθουν τις πίτες) δένουν μια κλωστή ως μισό μέτρο, και στην άκρη της δένουν ένα ξεφλουδισμένο αυγό, καλά βρασμένο, ή ένα κομμάτι κόραβο χαλβά. Ο αρχηγός του σπιτιού πιάνοντας τον κλώστη από την άλλη άκρη, με μια ελαφρή κίνηση του χεριού του κατευθύνει το δεμένο αυγό με τη σειρά, στο στόμα, σ΄ όλα τα μέλη της οικογένειας γύρω απ΄ το τραπέζι. Ο καθένας που σ΄ αυτόν προσφέρεται τ΄ αυγό με τον κλώστη, προσπαθεί να το χάψει, έχοντας ανοιχτό το στόμα (δηλ. χάσκοντας). Σε περίπτωση αποτυχίας επαναλαμβάνεται η προσφορά τρεις φορές. ΄Ολοι έχουν γυρισμένα τα μάτια τους σ΄ αυτόν, που προσπαθεί να χάψει τ΄ αυγό και κάθε του κίνηση συνοδεύεται με γέλια και χαρούμενα ξεφωνητά, και χειροκροτούν όταν πετύχει το χάψιμο! Στο τέλος αφού προσφερθεί ο χάσκαρης σ΄ όλους (για τον καθένα δένουν άλλο αυγό), ο νοικοκύρης του σπιτιού καίει την κλωστή αναφωνώντας, ως ότου καεί όλη, τη λέξη «σιτάρι-σιτάρι-σιτάρι…» , ή άλλη λέξη που σχετίζεται με τα προϊόντα των κτημάτων του ή της δουλειάς του. Είναι μια επίκληση στο Θεό για καλή σοδειά ή καλά κέρδη στο κάθε επάγγελμα.
Επιμέλεια: Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση