«Παραδοσιακά κουλάκα ψημένα σε ξυλόφουρνο για τα παιδιά που θα τρέξουν κόλιντα για να κρατήσουμε τό εθιμο του χωριού μας! Καλά Χριστούγενα και καλή Χρονιά!»
Γράφουν η κυρία Βίτα (Βίτα στα βλάχικα σημαίνει Αφροδίτη – Αφροβίτα – Βίτα) και ο κύριος Σωτήρης από την Κλεισούρα Καστοριάς λίγο μετά την πυρετώδη προετοιμασία εν όψει της πιο δημοφιλούς γιορτής της Χριστιανοσύνης.
– «Κουλάκου» = κουλούρι. Παράγεται από την αρχαία ελληνική λέξη «κόλλιξ» ή «κολλίκιον». Είναι το Χριστουγεννιάτικο κουλουρόψωμο που ψήνουν οι νοικοκυρές της Κλεισούρας για να δώσουν στους Κολιντάρηδες που «πιαλάν» (τρέχουν) Κόλιντα (κάλαντα) από πολύ νωρίς τα χαράματα τραγουδώντας και χτυπώντας τις πόρτες με το «Τσιόκο» (ξύλινο Χριστουγεννιάτικο σφυρί που φιλοτεχνούσαν γονείς και παππούδες για τη μέρα αυτή)! Οι νοικοκυρές τους «φιλεύουν» κουλάκα, μήλα, μανταρίνια, πορτοκάλια, γλυκίσματα, σύκα, καρύδια, κάστανα, κουλουράκια, χρήματα κ.ά. (Δείτε την αρχική φωτογραφία που για όσους έχουν ζήσει αυτά τα ζεστά έθιμα μέσα στα κρύα αλλά γεμάτα παιδικό ενθουσιασμό χιονισμένα χαράματα, μοιάζουν σαν πίνακες ζωγραφικής, θεϊκής εμπνεύσεως).
Εδώ πρέπει να μνημονεύσουμε τον…φόβο και τρόμο των παιδιών που δεν είναι άλλος από τους Κόλιες! Ο Κόλιας είναι συνήθως έφηβος που καλύπτεται με «μαλιότο» (κάπα βοσκού) το οποίο σηκώνει με γκλίτσα ψηλά (τοποθετώντας την στην κουκούλα) έτσι ώστε να μοιάζει με απόκοσμο και τρομακτικό μαύρο γίγαντα, ο οποίος φοβίζει τα μικρότερα παιδιά που βγαίνουν για κάλαντα λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Όταν δε τύχει και συναπαντηθούν, οι Κόλιες προσπαθούν να αρπάξουν τα κουλάκα ή ότι άλλο έχουν συγκεντρώσει από τα κόλιντα οι μικροί κολιντάρηδες φονάζοντας «κόλια-κόλια» με τρομακτικό ηχόχρωμα φωνής. Όταν το πρωί χτυπήσουν οι καμπάνες, οι Κόλιες ή Κόλιηδες εξαφανίζονται και τότε ηρεμούν οι τολμηροί κολιντάρηδες και ξεκινούν τα κάλαντα εκείνοι που δεν αποτόλμησαν να βγουν στο δρόμο από τα μαύρα μεσάνυχτα !
Η κυρία Βίτα όμως με τον κύριο Σωτήρη, οι γλυκύτατοι γονείς μου, λίγο πριν τα Χριστούγεννα κάθε χρόνο δεν παραλείπουν να τελέσουν και την πατροπαράδοτη γουρουνοχαρά. Εκτός όλων των άλλων, νοστιμότατος μεζές που προκύπτει από αυτό είναι και οι «πισιρούδες» δηλαδή οι τσιγαρίδες στη Βλάχικη. Δείτε τις φωτογραφίες που δημοσίευσαν:
Πέτρος Σμιξιώτης
Δείτε και ένα άρθρο για τα βλάχικα χριστουγεννιάτικα κάλαντα σε διάφορες περιοχές της χώρας και η λαογραφική και ελληνογλωσσική σημασία τους
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Χιλιάδες χριστουγεννιάτικα έθιμα, άλλα γνωστά και άλλα όχι, αναβιώνουν κάθε χρόνο ανά τη χώρα και μόνο αν ταξιδέψουμε στα μέρη της Ελλάδας θα μπορέσουμε να μάθουμε όλες τις παραδόσεις κάθε περιοχής.
ΗΠΕΙΡΟΣ
Τα καρύδια
Tα καρύδια είναι ένα παραδοσιακό ομαδικό παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά. Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν ως εξής: Κάποιο παιδί χαράζει στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ’ αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή των καρυδιών, σημαδεύει σκυφτός, και με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, κάποιο άλλο καρύδι. Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να βγουν από τη γραμμή όλα τα καρύδια.
Tο αναμμένο πουρνάρι
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Από τότε, λοιπόν, στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.
ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Το τάισμα της βρύσης
Οι κοπέλες, τα χαράματα των Χριστουγέννων, αλλού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση «για να κλέψουν το άκραντο νερό» (άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή). Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φτάνουν εκεί, την «ταΐζουν», με διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα ήταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, «κλέβουν νερό» και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.
Τα Μπαμπαλιούρια
Στο Λιβάδι Ελασσόνας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά βγαίνουν στους δρόμους τραγουδώντας τα Αγιοβασιλιάτικα κάλαντα και φωνάζοντας «Σουρβάσο». Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς ο επισκέπτης μπορεί να δει στο δρόμο τα «Μπαμπαλιούρια». Τα «Μπαμπαλιούρια» είναι ένα Πρωτοχρονιάτικο έθιμο, που έχει τις ρίζες του στη Διονυσιακή λατρεία και αναβιώνει και στις μέρες μας. Η στολή τους αποτελείται από το «σαλβάρι», ένα μάλλινο άσπρο παντελόνι, το οποίο στερεώνουν στη μέση με μια μάλλινη άσπρη ζώνη. Το πουκάμισο που φορούν από πάνω είναι συνήθως άσπρο με φαρδιά μανίκια σαν εκείνο των τσολιάδων. Στα πόδια φορούν άσπρες καλτσοδέτες και τσαρούχια. Στη μέση φορούν ένα χοντρό μάλλινο ύφασμα, διπλωμένο πολλές φορές, όπου επάνω δένουν τα μεγάλα και βαριά κουδούνια. Στο κεφάλι φορούν ειδική μάσκα, από προβιά ζώου, τη λεγόμενη «φουλίνα». Η μάσκα αυτή είναι άσπρη ή μαύρη και έχει τρία ανοίγματα, δύο στα μάτια και ένα στο στόμα. Στα χέρια κρατούν ένα ξύλινο κυρτό σπαθί που συμπληρώνει τη φορεσιά του κάθε «Μπαμπαλιούρη».
Έτοιμα πλέον τα «Μπαμπαλιούρια» περιμένουν να τελειώσει η Θεία Λειτουργία για να ξεχυθούν στους δρόμους. Μαζί τους είναι πάντα ο «αδελφογύρτης» ο οποίος κρατάει έναν κουμπαρά και μαζεύει τα χρήματα που προσφέρει ο κόσμος. Πριν ακόμη τελειώσει η Πρωτοχρονιάτικη Θεία Λειτουργία οι «Μπαμπαλιούρηδες» έχουν πάρει θέση έξω από τις τρεις ενορίες του χωριού. Βγαίνοντας ο κόσμος από την εκκλησία τους συναντά και αιφνιδιάζεται αφού περνούν το σπαθί στη μέση τους και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει αν δεν βάλει χρήματα επάνω σ’ αυτό. Μόλις βάλουν τα χρήματα τα παίρνει ο αδελφογύρτης και τους εύχεται Καλή Χρονιά. Μετά τις εκκλησίες τα «Μπαμπαλιούρια» πηγαίνουν στην πλατεία, και με το δυνατό θόρυβο που προκαλούν τα κουδούνια τους, τραβούν την προσοχή των ντόπιων και ξένων επισκεπτών. Φεύγοντας από εκεί, περνούν από τα καφενεία και τις καφετέριες του χωριού, και έπειτα ξεχύνονται στους δρόμους μέχρι αργά το βράδυ. Αυτό το έθιμο έχει σαν σκοπό να διώξει τα κακά πνεύματα, και να είναι ήσυχη και χαρούμενη η καινούρια χρονιά.
Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς σε όλα τα σπίτια κόβεται η κρεατόπιτα με το χρυσό φλουρί, το άχυρο και το πουρνάρι σε τόσα κομμάτια όσα είναι και τα μέλη της οικογένειας. Όποιος βρει το φλουρί θεωρείται ο τυχερός της καινούριας χρονιάς και λέγεται ότι θα ζήσει πλούσια. Όποιος βρει το άχυρο λένε ότι θα παντρευτεί γεωργό και όποιος βρει το πουρνάρι θα παντρευτεί βοσκό.
Η Γουρουνοχαρά
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και της Θεσσαλίας είναι η γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά.
Λέγεται πως, οι οικογένειες αγόραζαν το γουρούνι, από το μήνα Μάιο και το συντηρούσαν με κολοκύθια και πίτυρα, σε νερό, είτε στο ποτάμι. Το γουρούνι ήταν απαραίτητο για ένα αγροτικό σπίτι, καθώς από το γουρούνι έπαιρναν τη λίπα, το κρέας, τα λουκάνικα κι έφτιαχναν τα γουρνοτσάρουχα. Αποτελούσε ντροπή για το σπίτι εκείνο, που δεν είχε γουρούνι, καθώς θεωρούνταν παρακατιανό, φτωχό κι ανοικοκύρευτο.
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Το Χριστόψωμο
Το «Ψωμί του Χριστού», όπως λέει και το όνομά του το έφτιαχναν οι νοικοκυρές την Παραμονή των Χριστουγέννων, με ευλάβεια και ειδική μαγιά. Επάνω χάραζαν οπωσδήποτε το σταυρό και γύρω – γύρω έφτιαχναν διάφορα σχέδια και στολίδια με ζυμάρι. Την ημέρα των Χριστουγέννων, ο νοικοκύρης του σπιτιού, αφού σταύρωνε τα Χριστόψωμο το έκοβε σε κομμάτια και το μοίραζε στα μέλη της οικογένειας.
Το σπάσιμο του ροδιού
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία για τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και ο νοικοκύρης κουβαλά μαζί του ένα ρόδι για να το «λειτουργήσει». Κατά την επιστροφή στο σπίτι, ο νοικοκύρης πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας -δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του- και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: «με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά». Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.
Το κυνήγι
Στα χωριά Μάνης κατά τη διάρκεια της σαρακοστής των Χριστουγέννων τα παιδιά βγαίναν για κυνήγι τα βράδια, εφοδιασμένα με φακούς με καινούργια «πλάκα» και γυρίζανε στα χαλάσματα και σε σπήλαια με στόχο τους γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Στη συνέχεια τα πήγαιναν στο σπίτι όπου οι νοικοκυρές τα καθάριζαν και τα πάστωναν, τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα και τα έτρωγαν τα Χριστούγεννα.
ΚΡΗΤΗ
Ο χοίρος των Χριστουγέννων
Στην Κρήτη παλιότερα ήταν έθιμο να μεγαλώνει κάθε οικογένεια στο χωριό ένα γουρούνι, το «χοίρο», όπως το έλεγαν. Ο χοίρος σφάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων κι ήταν το κύριο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα. Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, οι χωρικοί έκοβαν το κρέας του χοίρου και έφτιαχναν λουκάνικα, απάκια, πηχτή, σύγλινα, ομαθιές, και τσιγαρίδες.
Αναπαράσταση της φάτνης στα Χανιά
Στην σπηλιά του Αϊ Γιάννη στην Μαραθοκεφάλα Κισάμου την παραμονή των Χριστουγέννων τελείται Αρχιερατική θεία λειτουργία. Το σπήλαιο πήρε το όνομά του από τη διαμονή και την εκκλησία του Αγίου που βρίσκεται μέσα στο σπήλαιο. Φωτεινό και μεγαλόπρεπο, πανάρχαιο και επιβλητικό έχει χωρητικότητα 3000-4000 ατόμων και τη σπάνια θέα στο κάμπο του Κολυμβαρίου. Εδώ και μερικά χρόνια, στο σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη, καθιερώθηκε να γίνεται η παραδοσιακή αναπαράσταση της γεννήσεως του Χριστού.
Το χριστουγεννιάτικο ψωμί
Το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία . Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά , ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι , ροδόνερο , μέλι , σουσάμι , κανέλα και γαρίφαλα, λέγοντας: «Ο Χριστός γεννιέται , το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει.» Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ΄ τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια
ΘΡΑΚΗ
Ρουγκάτσια
Στο Πύθιο του Έβρου τα μικρά παιδιά έβγαιναν στους δρόμους του χωριού για να πουν τα «κόλιαντα» μια μέρα νωρίτερα από την παραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή στις 23 Δεκεμβρίου. Τα αγοράκια, από νωρίς το πρωί, ξεχύνονταν στα σοκάκια του χωριού και φώναζαν: » Kόλιντα,μπάμπου τσικ,τσικ,τσικ …;.» Ανήμερα τα Χριστούγεννα τα παλικάρια του χωριού χωρίζονταν σε μικρές ομάδες και γύριζαν όλα τα σπίτια. Τα Ρουγκάτσια, δηλαδή οι παρέες των παλικαριών, όταν έμπαιναν στο σπίτι κάθονταν, όπου τους έβαζαν οι νοικοκυραίοι, και τραγουδούσαν εναλλάξ δυο-δυο το παραπάνω τραγούδι. Κι αυτό για να «ξεκουράζουν» τη φωνή τους. Γιατί το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλο, χωρίς ενδιάμεσα «ξεκουράσματα», και θα δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα. Εξάλλου έπρεπε να τραγουδήσουν σε πολλά σπίτια και μέχρι αργά το βράδυ της μέρας των Χριστουγέννων. Όταν θα ‘ρχονταν τα Ρουγκάτσια στο σπίτι έπρεπε όλα τα μέλη της οικογένειας να βρίσκονται εκεί. Σπίτι κλειστό τα Ρουγκάτσια δεν έπρεπε να βρουν. Τ
Χριστόκλουρα
Οι γυναίκες των Σαρακατσάνων στη Θράκη συνήθιζαν να ζυμώνουν και να φτιάχνουν τη “Χριστόκλουρα”, η οποία είναι κεντημένη. Τα κεντήματα στη “Χριστόκλουρα” αναπαριστούν πρόβατα, άλογα, τη στάνη, τη στρούγκα και άλλα στοιχεία του παλαιού καθημερινού τους βίου. Τη “Χριστόκλουρα” την τρώνε όλοι μαζί με μέλι, περιμένοντας τη γέννηση του Χριστού. Στο τραπέζι των Θρακιωτών ακόμη και σήμερα, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, βρίσκονται εννέα διαφορετικά τρόφιμα, που το καθένα συμβολίζει στιγμές της καθημερινότητας.
Το έθιμο των Μπαμουσιαραίων
Το έθιμο των Μπαμουσιαραίων στο Ρήγιο της επαρχίας Διδυμοτείχου αναβιώνει τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων. Δύο παλικάρια μεταμφιέζονται το ένα σε μπαμπουσιάρο και το άλλο σε γυναίκα του μπαμπούσιαρου. Το πρώτο φορά μια νεροκολοκύθα στο πρόσωπο με τρύπες στα μάτια και στο στόμα, προβιές προβάτων και κρεμά στη μέση κουδούνια και στη ζώνη του ένα μεγάλο μαχαίρι. Ζουρνατζήτδες ή γκαϊντατζήδες συνοδεύουν το ζευγάρι καθώς και ένα νταουλτζή. Η άγρια και χαρακτηριστική μουσική των οργανοπαιχτών ξεσηκώνει όλο το χωριό.
Το Χριστόξυλο
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό , το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού. Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο , για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι , ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το Χριστόξυλο. Ο λαός λέει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο , ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα.
Οι μωμόγεροι
Η λαϊκή φαντασία οργιάζει στην κυριολεξία σχετικά με τους καλικάντζαρους, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν τον κόσμο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, τότε δηλαδή που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους τρομακτική, οι σκανδαλιές τους απερίγραπτες και ο μεγάλος φόβος τους η φωτιά. Στις περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας εμφανίζεται το έθιμο των μεταμφιέσεων, που φαίνεται πως έχει σχέση με τους καλικάντζαρους. Οι μεταμφιεσμένοι, που λέγονται Μωμόγεροι, Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια, φοράνε τομάρια ζώων (λύκων, τράγων κ.λ.π.) ή ντύνονται με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά. Γυρίζουν στο χωριό τους ή στα γειτονικά χωριά, τραγουδούν και μαζεύουν δώρα. Όταν συναντηθούν δυο παρέες κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
Μάσκες, κουδούνια και προβιές αλλά και προετοιμασίες με ιδιαίτερη φροντίδα για τον νεογέννητο Χριστό, μουσικές και κάλαντα, γεύση μελιού, άρωμα κανέλας και σύννεφα από άχνη κυριαρχούν στα χριστουγεννιάτικα έθιμα που θα αναβιώσουν και το επόμενο χρονικό διάστημα στις περιοχές της Μακεδονίας.
Στοιχεία που επέζησαν στο χρόνο και αντιστέκονται με πείσμα στους καιρούς, ξυπνούν παιδικές μνήμες και μεταφέρονται στην επόμενη γενιά ως αναπόσπαστο κομμάτι της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης.
Χριστόψωμο και Χριστόξυλο δανείζονται το όνομά τους από τον ίδιο το Χριστό και μεταφέρουν μηνύματα για καλή τύχη, καλή χρονιά και καλή σοδειά στα χωράφια. Η παράδοση λέει ότι ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και τους αγρούς για να εντοπίσει το καλύτερο, το ομορφότερο και το μεγαλύτερο ξύλο από πεύκο ή ελιά που θα πάρει την θέση που του αξίζει στην εστία του σπιτιού και θα καίει από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα.
Ο συμβολισμός είναι προφανής και σύμφωνα με αυτόν, το Χριστόξυλο θα κρατήσει ζεστό το σπιτικό για την έλευση του Θείου Βρέφους, αποτελώντας, παράλληλα, σημείο συνάντησης για όλη την οικογένεια που θα το υποδεχτεί. Οι συμβολισμοί όμως δεν σταματούν εκεί, αφού το έθιμο προβλέπει μια τελετουργία για τον καθαρισμό του τζακιού προτού τοποθετηθεί εκεί το Χριστόξυλο, ώστε να απαλλαγεί από κάθε κακοδαιμονία αλλά και να αποτρέψει τους καλλικάντζαρους να κατεβούν από την καμινάδα. Η στάχτη, άλλωστε, που δημιουργείται στο τζάκι κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου δεν πάει ούτε αυτή χαμένη, αλλά σκορπίζεται γύρω από το σπίτι, στους αγρούς και τα χωράφια καθώς θεωρείται ότι έχει την ιδιότητα να διώχνει την κακοτυχία.
Ξεχωριστή θέση στα έθιμα των Χριστουγέννων κατέχει και το Χριστόψωμο που σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας φέρει και την ονομασία «το μέλωμα του Χριστού». Το ψωμί παρασκευάζεται την παραμονή με ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρύφαλλα, υπό τους ήχους των στίχων: «ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει». Αφού ψηθεί, τοποθετείται στο τραπέζι του σπιτιού, προτού πάει η οικογένεια στην εκκλησία, ώστε να βρει τροφή ο νεογέννητος Χριστός. Το έθιμο έχει την τιμητική του στην περιοχή της Αρναίας Χαλκιδικής όπου οι κάτοικοι παρασκευάζουν ένα τεράστιο Χριστόψωμο βάρους πολλών δεκάδων κιλών που μοιράζεται με μέλι, καρύδια και κρασί στους κατοίκους, συνοδεία μουσικής και τοπικών χορωδιών.
Την επόμενη μέρα το γιορτινό τραπέζι προμηνύει μεγάλο φαγοπότι, μαζί με μουσική, χορό και τραγούδι. Χοιρινή τηγανιά, λαχανοντολμάδες που συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού και κοτόσουπα φιλοξενούνται στο πλούσιο γεύμα ενώ η παράδοση δεν επιτρέπει στις νοικοκυρές να σηκώσουν το τραπέζι γιατί κυριαρχεί η δοξασία ότι θα καθίσει ο Χριστός να φάει. Έτσι το τραπέζι μαζεύεται το επόμενο πρωί. Ανάλογα με την περιοχή, το μενού διαφοροποιείται και στις Σέρρες, για παράδειγμα, περιλαμβάνει ψητό γουρουνόπουλο, τουρσί, σαρμάδες κ.α. Στην ίδια περιοχή οι άνδρες της γειτονιάς αναβιώνουν το έθιμο Σούρβα και κρατώντας αναμμένα ξύλα και κεριά λένε τα κάλαντα στα σπίτια. Στο τέλος πηγαίνουν έξω από το χωριό για κάψουν τα ξύλα που κρατούσαν.
Έντονο είναι το στοιχείο της προσμονής και στα «Κόλιντα Μπάμπω» που είναι ιδιαίτερα προσφιλές έθιμο στις περιοχές της Πέλλας και της Ημαθίας ενώ λέγεται «Κόλιντα Μπάμπω» στην Εορδαία. Η ονομασία του σημαίνει «σφάζουν γιαγιά» και σύμφωνα με αυτό οι κάτοικοι μιας περιοχής ανάβουν φωτιές και φωνάζουν «Κόλιντα Μπάμπω» για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή του Ηρώδη και να προστατευτούν. Πρόκειται όμως, ουσιαστικά, για κάλαντα που ψάλλονται στις περισσότερες περιοχές της Μακεδονίας, άλλοτε από παιδιά, άλλοτε από νέους, άλλοτε από ηλικιωμένους που δέχονται για κέρασμα γλυκίσματα, μελομακάρονα, καρύδια και κρασί. Δεν είναι, όμως, μόνο οι χορωδίες που διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τόπο αλλά και το περιεχόμενο του τραγουδιού καθώς ανάλογα με την περίσταση απευθύνονται σε νέους, γέρους, νιόπαντρα ζευγάρια, ανύπαντρες γυναίκες κ.α. και προμηνύουν μεν τον ερχομό του Θεανθρώπου, απευθύνουν δε ευχές στον κύρη ή την κυρά του σπιτιού.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Χριστουγεννιάτικων εθίμων της Μακεδονίας είναι οι μεταμφιέσεις που κατάφεραν να διατηρηθούν μέχρι σήμερα από τον προχριστιανικό κόσμο, προσαρμοζόμενες στη χριστιανική πίστη και αλλάζοντας ονομασίες ανά περιοχή: ραγκούτσια στη Χαλάστρα της Θεσσαλονίκης, ρουγκάτσια στην Ημαθία, ραγκουτσάρια στην Καστοριά, μπουμπουσάρια στη Σιάτιστα Κοζάνης, μωμόγεροι στο Κιλκίς και την Κοζάνη, κουδουνοφόροι στο Σοχό, αράπηδες και μπομπόγερα στη Δράμα.
Η παράδοση της Μακεδονίας για τα ραγκούτσια αναφέρει ότι επί τουρκοκρατίας οι τουρκικές αρχές αδυνατούσαν να αστυνομεύσουν τις περιοχές από τις επιθέσεις ληστών και για το λόγο αυτό ανέθεταν σε ομάδες Ελλήνων να προφυλάξουν τους κατοίκους. Έτσι, νέοι από χωριά της περιοχής γύριζαν τις μέρες του 12ήμερου τα χωριά, ντυμένοι με φουστανέλες, φέροντας σπαθιά και παίζοντας ζουρνάδες και νταούλια. Ο ρόλος τους ήταν να προστατεύουν τα χωριά και για το έργο αυτό εισέπρατταν ως αντίτιμο δώρα ή οτιδήποτε είχαν οι χωρικοί: κρασί, κρέας, καλαμπόκι και σιτάρι.
Στην περίπτωση των μωμόγερων, το έθιμο προέρχεται από Πόντιους πρόσφυγες και η ονομασία του προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος. Οι πρωταγωνιστές του φορούν προβιές ζώων και μάσκες ενώ ιδιαίτερο είναι το ενδιαφέρον ενός δρώμενου όταν συναντώνται διαφορετικές ομάδες μωμόγερων που οφείλουν να αντιπαρατεθούν σε μια μάχη όπου θα κερδίσει ο καλύτερος και ο χαμένος θα δηλώσει υποταγή.
Έντονα θεατρικά στοιχεία χαρακτηρίζουν και το έθιμο της γκαμήλας που αναβιώνει στα Γιαννιτσά αλλά και σε άλλες περιοχές της κεντρικής Μακεδονίας όπως η Γαλάτιστα Χαλκιδικής αλλά και η Θέρμη Θεσσαλονίκης. «Απόψε μας κλέψαν τη Μανιώ τρεις τούρκοι Αρβανιτάδες», λέει το τραγούδι, με το οποίο ξεκινά η αναβίωση του εθίμου που έχει τις ρίζες του στην εποχή της τουρκοκρατίας και περιγράφει μια ιστορία αγάπης. Ο αγαπημένος της όμορφης Μανιώς είναι αποφασισμένος να την πάρει πίσω. Έτσι σκαρφίζεται την ιδέα να φτιάξει ένα ομοίωμα καμήλας, στο οποίο μπαίνει ο ίδιος και οι φίλοι του. Η καμήλα και το «περιεχόμενό» της φτάνουν στον τούρκικο μαχαλά και οι νέοι κερνούν κρασί και ρακί τους φρουρούς που κρατούν τη Μανιώ.
Οι φρουροί μεθούν κι αφήνουν αφύλακτο το σπίτι, όπου βρίσκεται η νεαρή κοπέλα. Οι νέοι ελευθερώνουν τη Μανιώ, την κρύβουν στην καμήλα και τη φέρνουν πίσω. Κανονίζουν, μάλιστα, να γίνει γρήγορα ο γάμος του ζευγαριού κι έτσι την επομένη νταούλια και ζουρνάδες βγαίνουν στους δρόμους για να γιορτάσουν όλοι τα ευχάριστα.
Την αυλαία των χριστουγεννιάτικων εθίμων κλείνουν φαντασμαγορικά οι κλαδαριές, φωτιές που ανάβουν την παραμονή των Χριστουγέννων στη Νέα Μεσήμβρια, τη Φλώρινα, τη Σιάτιστα, την Κοζάνη και αλλού και συμβολίζουν τη φωτιά που άναψαν οι ποιμένες της Βηθλεέμ για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός. Και αν κάποτε αυτές οι παραδόσεις ζέσταιναν τις σχέσεις των ανθρώπων και κατάφερναν να τους φέρουν πιο κοντά, σήμερα, εκτός από αυτό, καταφέρνουν να προσελκύσουν πλήθη επισκεπτών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό σε μια γνωριμία με την ιστορία και τα ήθη κάθε τόπου.
Κοινός παρονομαστής στην πορεία του χρόνου και την αναβίωση των χριστουγεννιάτικων εθίμων είναι εκείνοι που αναλαμβάνουν να συνεχίσουν την παράδοση, οι παλαιότεροι που ανασύρουν τα στοιχεία και τα συναισθήματα από τις μνήμες των παιδικών τους χρόνων και οι νεότεροι που παίρνουν τη σκυτάλη για να τα μεταφέρουν στα δικά τους παιδιά.