“Αφού μελέτησα την κατάσταση, πήγα στο προξενείο του Μοναστηριού να συνεννοηθώ με τον Πεζά, τον πρόξενο. Του εξέθεσα τα πράγματα, του είπα ότι η προπαγάνδα η Βουλγαρική κερδίζει έδαφος, ότι κάθε μέρα γίνονται φόνοι κι εκβιασμοί. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες έλεγαν στους δικούς μας; «Δε θα πάτε στη Μητρόπολι». Κι αν πήγαιναν, τους σκότωναν.
Ο Πεζάς μου είπε ότι η κατάστασις αυτή είναι κι εδώ κι αλλού. Εδώ οι πιέσεις είναι τόσο μεγάλες, γιατί θέλουν να δείξουν ότι ως τον Αλιάκμονα είναι Βουλγαρία. Μου είπε όμως ο Πεζάς να κάνω μιαν έκθεσι προς την Κυ6έρνησι. Κι έκανα μια και την έστειλε ο ίδιος ο πρόξενος στο Υπουργείο. Σ’ αυτή τους υπεδείκνυα ότι ήταν αδύνατο να κρατηθεί ο αγών χωρίς ελληνικά σώματα. Η έκθεσις στάλθηκε, μα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Σε λίγες εβδομάδες πήγα πάλι στο προξενείο και ο πρόξενος μου είπε ότι όχι μόνον δεν μας στέλναν βοήθεια, αλλά και μας εμποδίζαν. «Δεν μπορούμε να κάνωμε τίποτα» μου λέει. «Μα καλά» του απαντώ «κάθε μέρα χύνεται το αίμα το ελληνικό. Κάθε μέρα οι ορθόδοξοι αποσκιρτούν. Αυτοί σκοτώνουν. Το Κομιτάτο τους δυναμώνει. Θα μείνω λοιπόν με χέρια δεμένα; Τότε χάθηκε η Μακεδονία». Κι αυτός ήταν σύμφωνος.
Γύρισα απελπισμένος στην Καστοριά και αποφάσισα να ενεργήσω όπως μπορούσα μόνος μου. Με όλους τους παράγοντας των χωριών, κληρικούς και λαϊκούς, Βρισκόμουν σε μυστική αλληλογραφία και τους ενεθάρρυνα και τους υποσχόμουν ότι γρήγορα θα έχουν βοήθεια από ΐην Ελλάδα.
Τώρα λοιπόν σκέφθηκα άλλο πράγμα. Αφού δεν είχα πια να περιμένω Βοήθεια από την Ελλάδα, έπρεπε να δοκιμάσω ν’ αποσπάσω κανένα βουλγαρόφωνο οπλαρχηγό και να τον πείσω και να τον μεταστρέψω και να τον κάνω Έλληνα οπλαρχηγό. Κι έτσι αποφάσισα να συναντήσω τον Κώτα από τη Ρούλια. Αυτός ήταν και παλληκάρι και δεινός σκοπευτής και ως οπλαρχηγός στους Βουλγάρους είχε σκοτώσει τον Κασίμ Αγά. Ήταν επομένως εκτός νόμου, καταδικασμένος σε θάνατο. Το χωριό του όμως Ρούλια προ ολίγων ακόμη χρόνων ήταν ελληνικό κι αυτός ο ίδιος πριν μπει στο Κομιτάτο ήταν ορθόδοξος, ώστε θα μου ήταν πιο εύκολο να τον προσηλυτίσω απο οποιονδήποτε άλλο. Έπειτα στο Κομιτάτο έδειχνε ακόμα σημεία συμπάθειας για τους δικούς μας και προ πάντων για εκείνους που σκότωναν. “Θα τον έβρω λοιπόν” είπα “και ό,τι θέλει ας γίνει”.
Ύστερα από πολλές ενέργειες κατόρθωσα να συνεννοηθούμε και μείναμε σύμφωνοι με γράμμα ν’ ανταμώσουμε σ’ ένα χωριό απέναντι στη Ρούλια, το ΤύρνοΒο. Επήγα εκεί μεσάνυχτα, Καθήσαμε μαζί όλη τη νύχτα και μιλούσαμε. Του έλεγα: «Εσείς είσαστε Έλληνες από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και πέρασαν οι Σλάβοι και σας εξεσλάβωσαν. Η μορφή σας είναι ελληνική και η γη που πατούμε είναι ελληνική. Το μαρτυρούνε τα αγάλματα που είναι κρυμμένα μέσα της. Και αυτά είναι ελληνικά, και τα νομίσματα που βρίσκομε είναι ελληνικά, κι οι επιγραφές είναι ελληνικές. Έπειτα η Εκκλησία μας και το Πατριαρχείο επρωτοστάτησαν πάντοτε στην ελευθερία. Ενώ η Βουλγαρία δε στάθηκε ικανή ώστε η ίδια να ελευθερωθεί, παρά την ελευθέρωσε η Ρωσσία. Και συ περιμένεις τώρα να ελευθερώσει και τη Μακεδονία; Και φαντάζεσαι πως είναι ποτέ δυνατόν η ευρωπαϊκή διπλωματία να κατακύρωσει τη Μακεδονία στη Βουλγαρία και προπάντων τη Φλώρινα και την Καστοριά, που απέχουν μόλις δυο μέρες από τα ελληνικά σύνορα, ενώ από τα Βουλγαρικά απέχουν επτά;»
Έπειτα του μίλησα και για τους φόνους, και του είπα όχι, αν αληθινά το Βουλγαρικό Κομιτάτο εργαζόταν για την ελευθερία, για ένα τόσο ιερό σκοπό, δε θα μπορούσε να κάνη τέτοια κακουργήματα, να παίρνει διά της βίας χρήματα από τους φτωχούς χωρικούς και να σκοτώνει αθώους.
«Από σήμερα» του είπα «θα είσαι μαζί μας, θα είσαι ο πρώτος. Θα σε στείλω κάτω να γνωρίσης τους Έλληνες βασιλείς και τα παιδιά σου θα τα στείλω στην Ελλάδα να σπουδάσουν». Το παραδέχθηκε και μείναμε σύμφωνοι, αυτός ν’ αναλάβει την υπεράσπιση των χωριών της περιφερείας του κι εγώ την υποχρέωση να συντηρώ το σώμα του. Μου έδωσε και ένα γράμμα ότι στο εξής θα υπηρέτηση το Ελληνικό Κομιτάτο.
Σε δυο τρεις μέρες μου έστειλε καν τα παιδιά του, δυο αγοράκια, το ένα επτά και το άλλο δώδεκα χρονών, που ήσαν τρόφιμοι του βουλγαρικού γυμνασίου Καστοριάς. Τα κράτησα μια εβδομάδα στη Μητρόπολη κι έπειτα τάστειλα στον Παύλο Μελά με το ιστορικό τους. Εδώ τα έβαλαν στο Λύκειο του Δέλιου κι έπειτα στη Σχολή των Ευελπίδων και σήμερα είναι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού.Στον Κώτα έστειλα αμέσως ένα μηνιάτικο, δέκα λίρες γι’ αυτόν και δύο για κάθε ένα από τα παιδιά του, τα παλληκάρια του δηλαδή.
Αργότερα τον έστειλα και τον ίδιο τον Κώτα στο Μελά στας Αθήνας. Από την Καστοριά ως τα ελληνικά σύνορα είχα αγγελιοφόρους χωρικούς κι ένας απ’ αυτούς τον συνώδευσε ως εδώ με δύο-τρία από τα παλληκάρια του, επειδή ήξερε και την Ελλάδα. Σε κάθε χωριό είχαμε έναν αγγελιοφόρο, που έπρεπε να μας ειδοποιή για το κάθε τι. Εμείς ειδοποιούσαμε τον αγγελιοφόρο ότι θα έρθη την τάδε ώρα ένα σώμα και θα το φιλοξενήσης. Τα ίδια την άλλη νύχτα σ’ άλλο χωριό. Περπατούσαν νύχια σε νύχτα και την ημέρα κοιμόντουσαν.
Εδώ στην Αθήνα τον Κώτα τον περιποιήθηκε πολύ ο Μελάς κι έπειτα επέστρεψε πάλι στην Μακεδονία. Όταν γύρισε, άρχισε να αντενεργή στο Βουλγαρικό Κομιτάτο- μα όχι φανερά, ως μέλος ακόμα του Κομιτάτου. Οι Βούλγαροι βέβαια το είχαν μάθει ότι πήγε στην Αθήνα, μα τον φοβόνταν πολύ. Κι έτσι εξακολούθησε να μένη στα Κορέστια, στην περιφέρεια του, που ήταν όλο Βουλγαρόφωνα χωριά.”.
Από το βιβλίο:Απομνημνεύματα Μητροπολίτου Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη “Ο Μακεδονικός Αγών”εκδόσεις Μπαρμπουνάκη