Τι πρέπει να γνωρίζουν όσοι θέλουν να εξάγουν προϊόντα στη Ρωσία
Nα “κοιτάξουν” αγορές και εκτός της κορεσμένης Μόσχας, να …δείξουν μεγαλύτεροι σε μέγεθος μέσω έξυπνων συνεργασιών, αλλά και να βρουν τους κατάλληλους ντόπιους συνεργάτες με τις απαιτούμενες διασυνδέσεις, καλούνται όσοι μικρομεσαίοι Έλληνες εξαγωγείς έχουν “βάλει στο μάτι” την αχανή ρωσική αγορά.
Μπορεί οι Ρώσοι καταναλωτές να διάκεινται θετικά απέναντι στα ελληνικά προϊόντα και να τα προτιμούν, η εξαγωγική, ωστόσο, επέκταση στη Ρωσία σίγουρα δεν είναι …περίπατος, ιδίως για τους μικρούς, κι αυτό όχι μόνο λόγω του εμπάργκο των τελευταίων ετών.
Τα υψηλά entrance fees για την είσοδο στα ρωσικά σούπερ μάρκετ, ο “γρίφος” των ενίοτε δαιδαλωδών πιστοποιήσεων, η γραφειοκρατία και η δυσκολία των τελωνειακών διασαφήσεων, αλλά και οι συχνές μεταβολές της νομοθεσίας δημιουργούν προσκόμματα, που χωρίς την ισχύ τής ένωσης γίνεται δυσκολότερο να αντιμετωπιστούν.
Πάντως, η εικόνα του 2016 ήταν ελαφρώς βελτιωμένη και η προοπτική για το 2017 διαφαίνεται ευνοϊκή, παρότι τα μηνύματα σε ό,τι αφορά τον τερματισμό του εμπάργκο στα νωπά οπωροκηπευτικά προέλευσης ΕΕ δεν είναι θετικά, όπως προκύπτει από συζητήσεις του ΑΠΕ-ΜΠΕ με εκπροσώπους φορέων εκπροσώπησης εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Εξαγωγές με …γεωγραφικές παρακάμψεις
“Το 2016 οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Ρωσία αυξήθηκαν ελάχιστα, κατά περίπου 1%, σε συνέχεια μιας περιόδου μεγάλης πτώσης. Είναι μεν θετικό ότι η πτώση σταμάτησε, αλλά δεν πρέπει να ενθουσιαστούμε, γιατί το γεγονός ότι η αύξηση ήταν τόσο μικρή δείχνει ότι οι πωλήσεις ελληνικών προϊόντων δεν μειώθηκαν μόνο σε αυτά που επηρεάζονται από το εμπάργκο, αλλά ότι και τα υπόλοιπα δεν πήγαν πολύ καλά. Η γούνα για παράδειγμα, που είναι από τα σημαντικότερα προϊόντα για τις εξαγωγές μας στη Ρωσία γνώρισε τα τελευταία χρόνια σημαντική πτώση, λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των Ρώσων, κι αυτό το είδαμε τόσο στις απευθείας εξαγωγές, όσο και στις λιανικές πωλήσεις εντός Ελλάδας σε Ρώσους” σημειώνει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ).
Κατά τον Κυριάκο Λουφάκη, “η αισθητή μείωση των ελληνικών εξαγωγών προς Ρωσία το 2015 είχε να κάνει με το εμπάργκο στα νωπά οπωροκηπευτικά κι αυτό δεν έχει βελτιωθεί. Τα προβλήματα παραμένουν και δυστυχώς όλα τα μηνύματα που λαμβάνουμε από συζητήσεις είναι -κι ελπίζω αυτό να μην αποδειχτεί αληθές- ότι το εμπάργκο θα συνεχιστεί και στο σύνολο του 2018. Οι Έλληνες εξαγωγείς εξακολουθούν να κάνουν προσπάθειες για να το παρακάμπτουν, μεταφέροντας π.χ. τα προϊόντα τους στη Ρωσία μέσω Λευκορωσίας, αλλά εξαγωγές που γίνονται με αυτόν τον τρόπο προφανώς δεν μπορούν να έχουν την ευρωστία και την υγεία των απευθείας εξαγωγών. Κατά τη γνώμη μου, οι Έλληνες εξαγωγείς θα πρέπει να στραφούν σε άλλες αγορές, κάτι που σε έναν βαθμό έχει γίνει, αλλά όχι επαρκώς, αφού π.χ., στη Γερμανία οι εξαγωγές μας στον κλάδο, σε σχέση με τις ισπανικές, είναι μικρές”.
Κορεσμός στην αγορά της Μόσχας και δυσκολίες για τους “μικρούς” που δεν συνενώνονται
Όπως παρατηρεί ο ίδιος, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, αγορές όπως αυτή της Μόσχας είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό κορεσμένες, ιδίως σε κλάδους όπως τα τρόφιμα, οπότε οι Έλληνες που θέλουν να εξάγουν στη Ρωσία, καλό είναι να ανοίξουν τον χάρτη και να κάνουν έρευνα και σε μεγάλες πόλεις εκτός πρωτεύουσας, όπως για παράδειγμα η Αγία Πετρούπολη.
“Η ρωσική αγορά είναι τεράστια, με 150- 200 εκατ. καταναλωτές και επηρεάζει σημαντικά τις εξελίξεις στις γειτονικές χώρες. Άρα, είναι μια αγορά που δεν πρέπει να σταματήσουμε να τη βλέπουμε, δεν θα αποθάρρυνα κανέναν που θέλει να εξάγει εκεί. Ωστόσο, το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι ένα πρόβλημα, το οποίο βέβαια δεν εντοπίζεται μόνο στην αγορά της Ρωσίας. Χρειάζεται να πάμε εκεί συντονισμένα, γιατί ένας μικρός εξαγωγέας μόνος του θα δυσκολευτεί με τα υψηλά entrance fees, τις πιστοποιήσεις, το γεγονός ότι η ρωσική αγορά είναι προστατευόμενη, με κρατικές παρεμβάσεις και υψηλούς δασμούς. Το να ξεκινήσει να πάει κάποιος μόνος του στη χώρα, ιδίως χωρίς να έχει βρει από πριν συγκεκριμένο κανάλι διανομής, αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα να αποτύχει” σημειώνει ο δρ Λουφάκης και προσθέτει ότι ο ΣΕΒΕ έχει ξεκινήσει προσπάθεια για να ενθαρρύνει τη συνεργατική έξοδο στην αγορά της Ρωσίας, χωρίς ωστόσο να επεκταθεί σε λεπτομέρειες, αφού το όλο εγχείρημα είναι σε πολύ πρώιμο στάδιο.
“Τεράστια πτώση” για τη γούνα τα τελευταία χρόνια, με προϋποθέσεις για ανάκαμψη το 2017, αλλά …χωρίς βεβαιότητες
Πτώση που σωρευτικά αγγίζει το 60%-70% (σε ποσότητες) σημείωσαν μετά το 2015 οι εξαγωγές της ελληνικής γούνας στη Ρωσία, αλλά το 2017 “φαίνεται ότι υπάρχουν προϋποθέσεις για ανάκαμψη, χωρίς όμως αυτό να είναι δεδομένο”, όπως δηλώνει ο Χαράλαμπος Καραταγλίδης, πρόεδρος και του Επιμελητηρίου Καστοριάς, προσθέτοντας:
“Για αρκετά χρόνια η γούνα παίζει μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης θέσης στη λίστα με τα ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα στη Ρωσία. Λόγω του κακού κλίματος γενικότερα, της πτώσης του ρουβλιού και των πολιτικών εξελίξεων που προκάλεσαν οι σχέσεις της Ρωσίας με την Ουκρανία, είχαμε μεγάλη πτώση, ιδίως την τελευταία τριετία, η οποία προσδιορίζεται σε όρους ποσοτήτων και όχι αξίας, γιατί στις τιμές υπήρχε ούτως ή άλλως πτώση διεθνώς, της τάξης του 70%-80%. Παρόλα αυτά, η Ρωσία παραμένει ο βασικός πελάτης της ελληνικής γούνας και το 2017 πήραμε κάποια μηνύματα που δείχνουν ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να ξεφύγουμε από το τέλμα”.
“Δεν ελπίζουμε ότι σε έναν χρόνο θα επανακάμψουμε στα επίπεδα των παλιών καλών εποχών, αλλά φάνηκε ότι δεν έχει σβήσει το ενδιαφέρον” εξηγεί ο κ. Καραταγλίδης, διευκρινίζοντας ότι η εικόνα ώς προς το πώς θα πάει η φετινή χρήση θα γίνει πιο εναργής μετά τον Σεπτέμβριο, καθώς ουσιαστικά τότε ξεκινά η σεζόν της γούνας.
Παραμένει το ενδιαφέρον για τα ακίνητα;
Η γενικότερη “αναθέρμανση” φαίνεται ότι αφορά και τον τομέα των ακινήτων, όπου το ενδιαφέρον των Ρώσων δεν φαίνεται να έχει ατονήσει. Ενδεικτικό είναι ότι όπως είχε δηλώσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ νωρίτερα φέτος ο Δαμιανός Σαχμπαζίδης, υποδιευθυντής της «Grekodom Development», εταιρείας αξιοποίησης ακινήτων του ομίλου Μουζενίδη, οι Ρώσοι φαίνεται πως επανακάμπτουν στη Χαλκιδική ως αγοραστές ακινήτων, επενδύοντας μάλιστα ποσά άνω των 250.000 ευρώ, ώστε να εξασφαλίσουν την πενταετή άδεια διαμονής στην Ελλάδα, που συνοδεύει τις αγορές ή δεκαετείς χρονομισθώσεις αυτού του ύψους.
Μάλιστα, είχε προσθέσει, στη συντριπτική πλειονότητά τους, οι Ρώσοι αγοραστές δεν περιορίζονται στην αγορά κατοικιών δίπλα στο κύμα, αλλά επενδύουν για την ανακαίνισή τους μεγάλα ποσά, που συχνά συγκρίνονται με το κόστος κτήσης του ακινήτου. Ως αποτέλεσμα, δεκάδες επαγγελματίες και μικρές επιχειρήσεις στη Χαλκιδική, είτε αυτές πωλούν έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, είδη υγιεινής και κουφώματα, είτε κατασκευάζουν πισίνες, στηρίζουν την επιβίωσή τους …στο ρούβλι, δεδομένου ότι η εγχώρια αγορά κατασκευών έχει καταρρεύσει.
Σύμφωνα με τον κ. Σαχμπαζίδη, στο τέλος του 2016 σημειωνόταν μικρή αύξηση αγορών ακινήτων από Ρώσους, ενώ φέτος εκτιμάται ότι η εικόνα θα είναι πολύ καλύτερη, καθώς το ρούβλι βρίσκεται σε πορεία σταθεροποίησης. Ακόμη δε και την εποχή που το ρούβλι δεχόταν ισχυρές πιέσεις, οι αγορές μεγάλων και ακριβών ακινήτων από Ρώσους δεν επηρεάστηκαν, αφού τις αρνητικές πιέσεις της μειωμένης ισοτιμίας του ρωσικού νομίσματος, τις υπέστη κυρίως η μεσαία τάξη.
Οι διμερείς εμπορικές σχέσεις με αριθμούς
Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τελωνειακής Υπηρεσίας, που επικαλείται η πρόσφατη (Ιούλιος 2017) ετήσια έκθεση του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ)της ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα, το συνολικό εξωτερικό εμπόριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατά το 2016 σημείωσε πτώση κατά 11% και διαμορφώθηκε σε 471,2 δισ. δολάρια ΗΠΑ. Οι ρωσικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 17% σε σχέση με το 2015 και ανήλθαν σε 287,6 δισ. δολάρια ΗΠΑ.
Οι εισαγωγές της Ρωσίας ακολούθησαν οριακά πτωτική πορεία (- 0,4%) και διαμορφώθηκαν σε 183,6 δισ. δολάρια ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέμεινε -παρά το εμπάργκο- στην πρώτη θέση μεταξύ των εμπορικών εταίρων της χώρας, έχοντας ωστόσο υποστεί μείωση του μεριδίου της σε σχέση με το 2015.
Στο σκηνικό αυτό και σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η πτωτική πορεία του διμερούς εμπορίου Ελλάδας – Ρωσίας συνεχίστηκε και πέρυσι, παρουσιάζοντας όμως σημάδια επιβράδυνσης. Η αξία του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών μειώθηκε κατά 16,8%, στα 3,6 δισ. ευρώ.
“Σημαντική, ωστόσο, εξέλιξη κατά το περασμένο έτος ήταν η επιστροφή των ελληνικών εξαγωγών σε θετικό έδαφος μετά από τρία έτη συνεχούς πτώσης. Συγκεκριμένα, οι ελληνικές εξαγωγές κατέγραψαν μικρή άνοδο της τάξης του 1,1% και διαμορφώθηκαν σε 215,5 εκατ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, οι εισαγωγές από τη Ρωσία συνέχισαν να μειώνονται με ρυθμό 18% και ανήλθαν σε 2,8 δισ. ευρώ. (…) Οι επιδόσεις αυτές του διμερούς εμπορίου αντανακλούν τις αρνητικές επιπτώσεις που συνεχίζουν να έχουν η ρωσική απαγόρευση εισαγωγών αγροτικών προϊόντων από χώρες της Ε.Ε (…), η σημαντική υποτίμηση του ρουβλιού που συνεχίστηκε και πέρυσι, καθώς και η μείωση της εγχώριας ζήτησης λόγω της ύφεσης της ρωσικής οικονομίας” υπογραμμίζεται στην έκθεση του γραφείου ΟΕΥ.
Η γούνα στην πρώτη θέση, αλλά οι σωλήνες από χαλκό έφεραν το θετικό πρόσημο
Όσον αφορά στη σύνθεση των συνολικών ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα ενδύματα και εξαρτήματα της ένδυσης από γούνα κατέχουν την πρώτη θέση, με μερίδιο 21% επί των συνολικών εξαγωγών, σημειώνοντας μικρή μείωση 3% σε σχέση με πρόπερσι.
“Η επιστροφή των ελληνικών εξαγωγών σε θετικό έδαφος οφείλεται κυρίως στην θεαματική αύξηση που παρουσιάζουν οι εξαγωγές σωλήνων από χαλκό, τηλεφωνικών συσκευών, μαρμάρων, τσιγάρων, ελαιολάδου, απορροφητήρων και τσιμέντων” υπογραμμίζεται.
Προβλήματα και ευκαιρίες
Σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ, όσον αφορά τις δυνατότητες προσέγγισης της αγοράς της χώρας εκ μέρους των Ελλήνων επιχειρηματιών μεμονωμένα ή συλλογικά, και ενίοτε με την αρωγή των δημοσίων φορέων, πρέπει να επισημανθεί ότι η ρωσική οικονομία παραμένει τόσο στην πράξη όσο και στην νοοτροπία μία σε μεγάλο βαθμό κρατικά διευθυνόμενη οικονομία.
“Τα τεράστια εμπόδια φυτοϋγειονομικών/τεχνικών προδιαγραφών που τίθενται κατά καιρούς στις εισαγωγές προϊόντων από το εξωτερικό, η συνεχής μεταβολή των ισχυόντων κανονισμών, η παροχή της απαραίτητης πληροφόρησης μόνο στη ρωσική γλώσσα, καθώς και η απαίτηση όλες οι φόρμες και αιτήσεις που πρέπει να υποβληθούν κατά την εισαγωγή να είναι επίσης στη ρωσική, τα πάσης φύσεως γραφειοκρατικά εμπόδια είναι πολύ συχνό φαινόμενο” επισημαίνει.
Παρά ταύτα, τονίζει, παραμένουν τα αντικειμενικά πλεονεκτήματα – ευκαιρίες της Ρωσικής οικονομίας,δηλαδή το γεγονός ότι παραμένει νέα αγορά, με μεγάλη ροπή προς κατανάλωση κι αμείωτο ενδιαφέρον για νέα προϊόντα, νέους τρόπους ζωής και διαφορετικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις κλπ. “Η ρωσική αγορά δεν ενδείκνυται για πρόσκαιρες και ευκαιριακές εξαγωγές, αλλά προκειμένου να στεφθούν με επιτυχία οι προσπάθειες διείσδυσης των ελληνικών επιχειρήσεων στη Ρωσική αγορά, με την αρωγή των εκάστοτε υποστηρικτικών δημοσίων υπηρεσιών (Γραφείο ΟΕΥ, Ενιαίος Φορέας Εξωστρέφειας, Εμπορικά Επιμελητήρια κλπ) απαιτείται καλός σχεδιασμός και επιμονή” υπογραμμίζεται.
Ενιαίο brand name και γεωγραφική διαφοροποίηση
Οι κλάδοι στους οποίους υπάρχει προοπτική -τρόφιμα, γούνες και δομικά υλικά, τουρισμός, τουριστικά ακίνητα- συνδέονται πολλαπλώς μεταξύ τους και “ως εκ τούτου τυχόν προωθητικές ενέργειες οφείλουν να συντονιστούν προκειμένου τόσο να πολλαπλασιαστεί το αποτέλεσμά τους με τη δημιουργία ενιαίου brand name όσο και να μειωθεί το κόστος και η σπατάλη των πόρων που θα χρησιμοποιηθούν”.
Οσον αφορά τα τρόφιμα αλλά και τα επιμέρους καταναλωτικά αγαθά για τα οποία υπάρχει ζήτηση στην Ρωσία, ιδιαίτερη έμφαση οφείλει να δοθεί στο συντονισμό της προσπάθειας υπέρβασης των γνωστών εμποδίων (τελωνειακή διασάφηση, πιστοποίηση προϊόντων και δειγμάτων, πληρωμή entrance fees στα σουπερμάρκετ κλπ), τους οποίους ο εκάστοτε μικρός εξαγωγέας δεν είναι συνήθως σε θέση να αντιμετωπίσει μόνος του με αποτέλεσμα να παραιτείται των προσπαθειών εισόδου στην αγορά της Ρωσίας.
Στο μέτρο δε που η αγορά της Μόσχας, για πολλά από τα προϊόντα ενδιαφέροντός μας, μεταξύ των οποίων και των τροφίμων, παρουσιάζει σημάδια κορεσμού, προκύπτει άμεσα η ανάγκη προσέγγισης της αγοράς των πόλεων της ρωσικής περιφέρειας.
Τι πρέπει να γνωρίζουν οι έχοντες ακίνητα προς διάθεση
Σχετικά τέλος, με τον τομέα της κατοικίας, το γραφείο ΟΕΥ υπογραμμίζει ότι πέρα από το πάγιο αίτημα για μείωση της γραφειοκρατίας που συνδέεται με την απόκτηση τίτλου στην χώρα μας από ξένο υπήκοο, πρόσθετα ευεργετικά αποτελέσματα θα έχει η προσέλκυση του ενδιαφέροντος χρηματοδότησης τέτοιων επενδύσεων και από ρωσικές τράπεζες.
“Ειδικής μνείας χρήζει επίσης ο τομέας των κατασκευών. Τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε επίπεδο περιφερειακών κυβερνήσεων και δημοτικών Αρχών προκηρύσσονται κατά καιρούς σημαντικά κατασκευαστικά έργα. Η επιτυχία των ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών στους σχετικούς διαγωνισμούς εκτιμάται πιθανότερη όσο συστηματικότερη και μακρόπνοη είναι η προηγηθείσα καλλιέργεια της σχέσης τους με τις εκάστοτε εδώ αναθέτουσες αρχές” καταλήγει το γραφείο ΟΕΥ.