Μετά τις εξαιρετικές: «Μέρες Αλεξάνδρειας», ο Δημήτρης Στεφανάκης, επανέρχεται με ένα άλλο, επίσης, κοινωνικό έργο υπό τον τίτλο: «Ευτυχισμένες Οικογένειες», το οποίο δεν υπολείπεται σε κοινωνική ανάλυση και ευαισθησία του προαναφερομένου, δεδομένου ότι πρόκειται για μια άλλη, της αυτής τάξης, κοινωνική, και, εν τινι μέτρω, πολιτική ανάλυση της παρελθούσης και της ενεστώσας Ελλαδικής πραγματικότητας, αρχής γενομένης, από την δεκαετία του ’20-’30, έως τις μέρες μας.
Πρόκειται, εν τάχει, για ένα κοινωνικό θρίλερ, μια τοιχογραφία του νεοελληνικού καπιταλιστικού οικοδομήματος, που ονομάζεται Ελληνική «αστική» τάξη, με ότι συνεπάγεται αυτό· πολιτικές και οικονομικές ίντριγκες, κατασκοπίες, λαθρεμπόριο, απηνείς διώξεις πολιτικών και φυλετικών αντιπάλων, στο όνομα μιας οικονομικής ανέλιξης η οποία δεν ορρωδεί προ ουδενός. Ένα έργο το οποίο φωτίζει άπλετα την σκοτεινή διαδρομή του νεοελληνικού αστικού κράτους από τον μεσοπόλεμο και εντεύθεν.
Με πρόσχημα την ερεβώδη προσωπικότητα και ζωή κάποιου Ρόμπερτ Σεράρντ, Άγγλου την καταγωγή, η Λή-ηδα, κύρια αφηγήτρια του έργου, ανατρέπει τις, εκ των πραγμάτων, μυστικές, επτασφράγιστες διαδρομές, συγκεκριμένων οικογενειακών προσώπων, για να βρεθεί, με την επικουρική βοήθεια κάποιου Σι – Σι (φοιτητή, ερευνητή, εν προκειμένω), αντιμέτωπη με το ομιχλώδες παρελθόν του οικογενειακού της δένδρου, οι ρίζες του οποίου είναι εμποτισμένες με αποκλίνουσες, κατά το ηπιότερο, συμπεριφορές· παρά τις έντονες προσπάθειες των υπολοίπων μελών, απογόνων της οικογένειας, να την εμποδίσουν, σε μια προσπάθεια να περισώσουν, δια της σιωπής και της λήθης, την κατεστραμμένη εικόνα που τους επιφυλάσσουν οι σκληρές, αδυσώπητες αποκαλύψεις.
Αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης ή, μάλλον, ανασύνθεσης της αλλοτριωμένης εσωτερικής, οικογενειακής τους συνείδησης· περί της έξωθεν, δεν γεννάται λόγος, δεδομένου ότι η αυτονόμηση από το κοινωνικό γίγνεσθαι είναι ασπίδα προστασίας, στοιχείο της ταξικής τους ταυτότητάς, παρά τους λεκτικούς, ελάχιστους είναι αλήθεια, περί του αντιθέτου, ισχυρισμούς, της εκάστοτε «αστικής» τάξης.
Τα χάρτινα πολυτελή χαμόγελά τους, παραπαίουν ανάμεσα κωμωδίας και τραγωδίας, χωρίς να τολμούν να υιοθετήσουν ένα εκ των δύο, καθώς γνωρίζουν το κόστος του γελοίου και το έρεβος του τραγικού, εκτός της Λήδας, φυσικά, που, έχοντας επίγνωση του τραγικού, οδηγεί την έρευνα ως τα έσχατα όρια των αντοχών της, για να ανακρούσει πρύμναν και αυτή, λίγο πιο ’δω από τον όλεθρο (δολοφονία Πολκ), και να συμβιβαστεί έχοντας καρπωθεί την μέγιστη δυνατή οικονομική απολαβή, κατά ελεγχόμενο, μάλλον, τρόπο, έναντι όλων των άλλων, υπό το κράτος της ενοχής και της ανέλπιστης κυοφορίας.
Και ενώ θα δικαιολογείτο μία παρόμοια διαδρομή, ου μην, και ηθική, λόγω της εμπολέμου καταστάσεως, ιδιαίτερα του εμφυλίου στον οποίο είχε εμπλακεί η χώρα, και ενώ το, δέον γενέσθαι, θα ήταν να υπερβεί η χώρα και η «αστική» της τάξη το τραγικό αδιέξοδο της εποχής, όχι μόνο δεν συνέβη, αλλ’ επιτάθηκε, έτι περαιτέρω, δημιουργώντας μια αρραγή συνείδηση στις νεότερες γενιές περί του αναπόδραστου, του νομοτελειακού για τα ελλαδικά δεδομένα.
Αν παιδεία είναι η συνείδηση του υποκειμένου, δεν είναι απορίας άξιον το αδιέξοδο των ημερών μας, καθόσον αντλεί την ύπαρξή του από το παρελθόν. Από λογικές, πρότυπα, και συμπεριφορές, όπως η συγκεκριμένες που παρατίθενται με ενάργεια από τον συγγραφέα. Απόδειξη αυτού, η παντελής έλλειψη αυτοκριτικής, πολλώ δε μάλλον, αποδοχή της ενοχής, ακόμη και συγγνώμης. Τόσο, αυτής καθ’ αυτής, της «αστικής» τάξης, όσο και της πολιτικής, που ως ικέτιδα συνωστίζεται στις αυλές της.
Παράλληλα με την αφήγηση, και μέσω της αφήγησης, δεν παραλείπει να μας κάνει γνωστή, και την, αενάως, λανθασμένη προσέγγισή μας ο συγγραφέας, καθώς μας εφιστά την προσοχή στην επαναλαμβανόμενη, υπό το ίδιο πρίσμα πάντα, κοινωνιολογική ανάλυση του φαινομένου.
Να μιλάμε για την παλαιά τάξη πραγμάτων δηλαδή, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για την αυτή τάξη πραγμάτων, καθόσον συνίσταται από τις ίδιες αρχές, τις ίδιες ηθικές, τις ίδιες συνειδήσεις, οι οποίες, πόρρω απέχουν από την απαστράπτουσα, πολυτελή, ζωή τους. Φυσικώ τω λόγω, αν σκεφθεί κανείς ότι, τόσο η ατομική, όσο και η συλλογική μνήμη, είναι κατασκευάσματα των ιστορικών, κοινωνικών συνθηκών, που, τους μόνους που επηρεάζουν, είναι τους δέκτες, επί το πλείστον, μάλλον, παρά τους δημιουργούς· τα υποκείμενα της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Αν, κάλλος, ζωή κατ’ αναλογία (πολιτική και κοινωνική) είναι η σύνθεση των αντιθέτων κατά τον Ηράκλειτο, αυτό δεν έχει ισχύ στη χώρα που διαδραματίζεται ο μύθος του συγκεκριμένου έργου, δεδομένου ότι, δεν υπάρχει σύνθεση, δηλαδή πολυσημία, αλλ’ αποσύνθεση, μάλλον· μονοσημία. Απόλυτη κυριαρχία των κρατούντων με επικυριαρχία της, κατ’ επίφαση ή μη, αστικής τάξης.
Μιας «αστικής» τάξης που επαληθεύει, μέσω των έργων της, την γνωστή θέση των αναλυτών, ότι δεν υπήρξε, από γενέσεως ελλαδικού κράτους, αστική τάξη στη χώρα, όπως αυτή είναι αναγνωρίσιμη τουλάχιστο, στον Δυτικό Ευρωπαϊκό χώρο.
Είναι γνωστό, ότι το μυθιστόρημα, η πεζογραφία γενικότερα, είναι λαϊκό ανάγνωσμα, όμως αυτό δεν είναι ελιξίριο και λόγος υποβιβασμού της ποιότητος, προς άγραν αναγνωστών, πράγμα που το γνωρίζει, πως θα μπορούσε, ο συγγραφέας, γιατί, παρόλη την προσπάθειά του, να παραμείνει στο επίπεδο της δημώδους ανάγνωσης το έργο, στέκεται με την δέουσα ευρηματικότητα στη σύνθεση του μύθου, δείχνοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στο ύφος και τη γλώσσα. Δεν ενδίδει στον αγοραίο λαϊκισμό, ούτε στα ενστικτώδη αντανακλαστικά του αναγνώστη.
Ο Δημήτρης Στεφανάκης, δεν δίνει τραγικό τέλος, υπό την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, στον μύθο και στους ήρωές του. Τους αφήνει να υφίστανται και να συγκρούονται στο διηνεκές, δίνοντας διαχρονικότητα στο, εν είδη παιδιάς. ασυνείδητο, δράμα τους, μαζί με το ενσυνείδητο (στο μέτρο του δυνατού), δράμα της κοινωνίας, που όντας ελεύθερη (;) και άρα τραγική, αδυνατεί να υπερβεί την ηθική της κυρίαρχης ιδεολογίας που επιβάλλει θεσμούς και ηθικές στο όνομα μιας επιφατικής, φανερά νοσούσης, λόγω, κατά κοινή ομολογία, δημοκρατίας.
Ο Δημήτρης Μάνος είναι συγγραφέας. Έχει γράψει Θέατρο, Ποίηση, Πεζογραφία