Η ανάπτυξη θα αργήσει πολύ να επιστρέψει στη χώρα μας. Κι όποιος έχει την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό δεν έχει παρά να διαβάσει το εξής:
Εστω ότι στην Ελλάδα του 2017 βρίσκετε εργοδότη πρόθυμο να σας προσλάβει με σύμβαση πλήρους απασχόλησης και να καταβάλλει τους αναλογούντες φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές. Συμφωνείτε να παίρνετε 1.120 ευρώ τον μήνα καθαρά, ποσό που αυτομάτως σας κατατάσσει στη «μεσαία τάξη», μετά τη βίαιη υποχώρηση στα εισοδήματα των τελευταίων ετών. Ο εργοδότης αντιλαμβάνεται ότι θα πληρώνει 25.000 ευρώ τον χρόνο προκειμένου εσείς να εισπράττετε τις 15.680 ευρώ. Και εσείς με τη σειρά σας, από αυτές τις 15.680 ευρώ θα δώσετε και 5.610 ευρώ στο κράτος για ΕΝΦΙΑ, ειδικό φόρο κατανάλωσης καυσίμων, ΦΠΑ, τέλη κυκλοφορίας και ειδικό φόρος κατανάλωσης στον καπνό.
Συμπέρασμα; Από το συνολικό ποσόν που καλείται να πληρώσει ένας εργοδότης για να απασχολήσει έναν εργαζόμενο, τουλάχιστον το 60% είναι δεδομένο ότι θα καταλήξει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο κράτος. Ή πιο απλά, από τους 14 μισθούς, περίπου οι 8,5 θα γίνουν άμεσοι και έμμεσοι φόροι ή ασφαλιστικές εισφορές. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της «ελληνικής υπερφορολόγησης» την οποία έφτασε πλέον να… ξορκίζει μέχρι και η σημερινή κυβέρνηση, η οποία βέβαια έχει υπογράψει για την αύξηση 40 διαφορετικών φόρων μόνο από το 2015 μέχρι σήμερα. Οι 40 αυτοί νέοι –ή υφιστάμενοι που αυξήθηκαν– φόροι θα έχουν «ξεδιπλωθεί» πλήρως το 2021 και θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του ετήσιου εισοδήματος των Ελλήνων κατά 7,6 δισ. ευρώ.
Η δε αντιαναπτυξιακή διάσταση του θέματος προκύπτει από ένα και μόνο αριθμητικό συμπέρασμα: για να μειωθεί η ανεργία από το 23%-24% που είναι σήμερα στο 10%, θα πρέπει να προκύψουν περίπου 650.000 καινούργιες θέσεις εργασίας. Μόνο και μόνο για να εισπράττουν αυτοί οι εργαζόμενοι 1.100 ευρώ καθαρά τον μήνα, θα πρέπει να βρεθούν εργοδότες πρόθυμοι να αναλάβουν εργοδοτικό κόστος της τάξεως των 16 δισ. ευρώ ετησίως, δηλαδή κοντά στο 9% του ΑΕΠ.
Φόροι και εισφορές
Ο κανόνας, όπως έχει διαμορφωθεί πλέον, προβλέπει ότι ο εργοδότης πληρώνει 100, το κράτος εισπράττει 60 και ο εργαζόμενος 40. Ο κανόνας δε ισχύει οριζόντια και σχεδόν ανεξάρτητα από το εισόδημα. Διότι στα χαμηλά εισοδήματα, που ο φόρος εισοδήματος είναι μικρότερος λόγω του αφορολογήτου (η ευεργετική επίπτωση του οποίου θα μειωθεί από το 2019 ή από το 2020), έρχονται οι οριζόντιοι έμμεσοι φόροι για να ψαλιδίσουν το διαθέσιμο εισόδημα. Στα δε υψηλότερα εισοδήματα που οι έμμεσοι φόροι επιδρούν λιγότερο, έρχεται η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος και εισφοράς αλληλεγγύης να φορολογήσει με συντελεστές που φτάνουν ακόμη και στο 55%. Η τεκμηρίωση του κανόνα έχει ως εξής:
1. Για να εισπράξει ένας χαμηλόμισθος του ιδιωτικού τομέα 753 ευρώ μηνιαίως, ο εργοδότης του πρέπει να πληρώνει 15.037 ευρώ ετησίως, εκ των οποίων οι 4.486 ευρώ θα καταλήξουν σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές (το ποσό θα ξεπεράσει τις 5.000 ευρώ μόλις ενεργοποιηθεί η μείωση του αφορολογήτου). Από τις 15.000 ευρώ, ο εργαζόμενος θα πάρει στα χέρια του 10.551 ευρώ. Από αυτά όμως, θα πληρώσει 300 ευρώ για τον ΕΝΦΙΑ, 720 ευρώ για φόρο καυσίμων (για κατανάλωση μόλις 60 λίτρων τον μήνα που επαρκούν για όχι περισσότερα από 5.000-6.000 χιλιόμετρα ετησίως), 255 ευρώ για τέλη κυκλοφορίας (για ένα μοντέλο 1.400 κυβικών 10ετίας) και περίπου 2.120 ευρώ για τον ΦΠΑ που αναλογεί στην κατανάλωση. Αν προστεθούν και τα περίπου 1.168 ευρώ που αναλογούν σε φόρους για ένα πακέτο τσιγάρα ημερησίως, οι συνολικές εισπράξεις του Δημοσίου, από έναν εργαζόμενο των 753 ευρώ καθαρά, εκτοξεύονται στις 9.058 ευρώ ή στο 60,23% του ποσού που πληρώνει ο εργοδότης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υπολογισμοί έχουν γίνει βάσει της έρευνας «Taxing Wages» του ΟΟΣΑ, κάτι που σημαίνει ότι για τον υπολογισμό του καθαρού εισοδήματος, έχουν ληφθεί υπόψη μέχρι και τα οικογενειακά επιδόματα που εισπράττει ο εργαζόμενος.
2. Για να απασχοληθεί στην Ελλάδα ένα στέλεχος το οποίο θα εισπράττει 2.180 ευρώ τον μήνα καθαρά, ο εργοδότης θα πρέπει να πληρώνει 62.656 τον χρόνο. Από αυτές τις 62.656 ευρώ, οι 32.131 ευρώ θα δοθούν για ασφαλιστικές εισφορές και φόρους, κάτι που σημαίνει ότι το καθαρό εισόδημα του εργαζόμενου θα πέσει στις 30.525 ευρώ. Το «πακέτο» των έμμεσων φόρων, με το οποίο θα επιβαρυνθεί ο συγκεκριμένος φορολογούμενος (για καύσιμα, τέλη κυκλοφορίας, τσιγάρα, ΦΠΑ καταναλωτικών αγαθών ή υπηρεσιών αλλά και ΕΝΦΙΑ), θα του κοστίσει περίπου 8.600 ευρώ επιπλέον. Ετσι, από τις 62.656. ευρώ που θα πληρώσει ο εργοδότης, ποσοστό 65% θα καταλήξει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο κρατικό ταμείο.
Ρεκόρ εργοδοτικού κόστους και ΦΠΑ
Ο υποψήφιος ξένος επενδυτής προχωρεί σε έρευνα εις βάθος του φορολογικού καθεστώτος μιας χώρας πριν λάβει την οριστική απόφαση για την πραγματοποίηση της επένδυσης. Αν δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για την πραγματοποίηση της επένδυσης, το εργοδοτικό κόστος, ο ΦΠΑ και ο συντελεστής φορολόγησης των νομικών προσώπων, όπως επίσης και η πολιτική υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, βαραίνουν καθοριστικά στη λήψη της οριστικής απόφασης. Τι θα διαπιστώσει λοιπόν αν μελετήσει τις έρευνες για την Ελλάδα;
1. Για έναν εργαζόμενο με δύο παιδιά, το εργοδοτικό κόστος στην Ελλάδα είναι το πέμπτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ και μάλιστα με πολύ μικρή διαφορά από τις τέσσερις πρώτες. Οι υπολογισμοί έχουν γίνει για το μέσο ετήσιο εισόδημα το οποίο στην Ελλάδα προσδιορίζεται στις 20.074 ευρώ μεικτά. Οι κρατήσεις για φόρους και εισφορές φτάνουν στο 38,34%, με τον μέσο όρο για τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ να είναι στο 26,56%.
2. Ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ στην Ελλάδα είναι ο τρίτος υψηλότερος στην Ευρώπη. Ακόμη και χώρες που πρωταγωνιστούν λόγω των υψηλών κρατήσεων που επιβάλλουν στους εργαζομένους για φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές (π.χ. Γαλλία, Ιταλία) μετριάζουν κάπως τις επιβαρύνσεις λόγω των χαμηλότερων συντελεστών ΦΠΑ. Ετσι, η Ιταλία είναι στο 22% και η Γαλλία στο 20%. Η Ελλάδα, από την άλλη, πρωταγωνιστεί και στον βασικό έμμεσο φόρο και στις κρατήσεις στους εργαζομένους.
3. Το μεταφορικό κόστος επίσης συνιστά βασικό ζήτημα. Αλλη μία ελληνική πρωτιά: μετά και την τελευταία αύξηση που επιβλήθηκε από τις αρχές του χρόνου, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στην αμόλυβδη είναι ο τρίτος υψηλότερος στην Ευρώπη. Σε κάθε χίλια λίτρα επιβάλλεται ειδικός φόρος 710 ευρώ, ενώ πάνω από την Ελλάδα είναι μόνο η Ιταλία με τα 728 ευρώ και η Ολλανδία με τα 780 ευρώ. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί ότι επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης επιβάλλεται και ΦΠΑ, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η φορολόγηση των καυσίμων στην Ελλάδα είναι τελικώς από τις βαρύτερες στον πλανήτη, καθώς σε ένα λίτρο αμόλυβδης αντιστοιχεί ένα ευρώ φόρων.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ