Οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση όσων συμφωνήθηκαν με τους πιστωτές διατηρούν την αβεβαιότητα και οδηγούν σε απώλεια αξιοπιστίας και συμμαχιών, διαμηνύει ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής».
Η πλειονότητα των μελών της κυβέρνησης συμμερίζεται αυτή την άποψη, υποστηρίζει ο ΥΠΟΙΚ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχουν υπουργοί που δεν κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση.
Σε ό,τι αφορά την πρόσφατη έκδοση ομολόγου, ο κ. Τσακαλώτος υποστηρίζει ότι ήταν επιτυχής και ένα βήμα προς την επιστροφή στην κανονικότητα αναφορικά με την πρόσβαση στις αγορές.
«Ηταν μια επιτυχής έξοδος όπως αποτυπώνεται τόσο στις δηλώσεις των ξένων θεσμικών παραγόντων όσο και του διεθνούς Τύπου. Εξάλλου, από την επόμενη μέρα της έκδοσης το ομόλογο έχει απόδοση στο 4,45%, απόδειξη της ισχυρής ζήτησης και της υγιούς διάρθρωσης του χαρτοφυλακίου με επενδυτές που δεν πωλούν το ομόλογο. Αντίθετα το ομόλογο του 2014 π.χ. ανέβηκε πολύ γρήγορα πάνω από το 5% και έφτασε το 5,25% τις πρώτες δυο εβδομάδες κυκλοφορίας», τονίζει.
Σε ερώτηση ποια θα πρέπει να είναι η στρατηγική της κυβέρνησης, ιδιοκτησία του προγράμματος ή κατενάτσιο έναντι των πιστωτών, ο υπουργός Οικονομικών απάντησε: Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι σαφές ότι αν είχαμε την πλήρη νομοθετική και πολιτική αυτονομία, τότε το πρόγραμμά μας θα ήταν πιο κοντά στις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας –αποδείχθηκε επανειλημμένως ότι οι προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα– και σίγουρα πιο κοντά στις ανάγκες της κοινωνίας με δεδομένους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Από την άλλη το κατενάτσιο, όπως το ορίσατε, το μόνο που κάνει είναι να διατηρεί την αβεβαιότητα και να χάνει ευκαιρίες για πειθώ και συμμαχίες. Νομίζω ότι το παραπάνω αξίωμα το συμμερίζεται η μεγάλη πλειονότητα των μελών της κυβέρνησης».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Τσακαλώτος απορρίπτει το αίτημα το αίτημα του ΔΝΤ για επίσπευση του στρες τεστ στις ελληνικές τράπεζες και δηλώνει αισιόδοξος πως δεν θα χρειαστούν νέα κεφαλαιακή ενίσχυση, ενώ καλεί το Ταμείο να αποφασίσει έως το τέλος του χρόνου αν θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα ή όχι.
«Έχω πει πολλές φορές ότι μπορούμε να δουλέψουμε με το ΔΝΤ μέσα και με το ΔΝΤ έξω. Αυτό που δεν γίνεται είναι να συνεχίσει επ’ αόριστον με ένα πόδι μέσα και ένα πόδι έξω. Και άρα οφείλει έως τα Χριστούγεννα να πάρει τις τελικές του αποφάσεις».