Υπέρ της εξομοίωσης των ονομαστικών φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις με τους πραγματικούς (που βρίσκονται στα επίπεδα του 17%) τάσσεται ο πρώην υπουργός κ. Τρύφων Αλεξιάδης. Μιλώντας στο insider.gr, ο κ Αλεξιάδης παραδέχεται ότι η υπερβολική φορολόγηση στις περιπτώσεις των καπνικών, των καυσίμων αλλά και των τελών κυκλοφορίας, έφερε αρνητικό αποτέλεσμα, ενώ τονίζει ότι, εκτός από τους μειωμένους συντελεστές, για την προσέλκυση επενδύσεων απαιτείται και σταθερό φορολογικό περιβάλλον.
Κύριε υπουργέ, το πολυνομοσχέδιο που ψηφίσατε πρόσφατα περιλαμβάνει μια σειρά από φορολογικές διατάξεις που μεταφράζονται σε επιπλέον βάρος για τους φορολογούμενους. Υπάρχει πλέον δυνατότητα να τα αντέξουν;
Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αυτά τα μέτρα έπρεπε να είχαν ψηφισθεί εδώ και μήνες και ότι υπήρξαν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις που κόστισαν στην οικονομία. Συμφωνείτε;
Χάθηκε πολύτιμος χρόνος, αλλά εδώ πρέπει να βρούμε την αιτία. Ορισμένοι ερμηνεύουν το όχι χάθηκε ο χρόνος επειδή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε κάποιες περίεργες απόψεις, έκανε κάποια λάθη ή δεν χειρίστηκε κάποια πράγματα ή δεν κατάλαβε σωστά την πραγματικότητα. Δεν συμφωνώ μαζί τους. Το ότι κάναμε λάθη και ότι είχαμε αυταπάτες, το έχει πει ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, δεν είναι κάτι που κρύβουμε. Άλλο όμως αυτό, άλλο το ότι ευθυνόμαστε εμείς για την καθυστέρηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τελευταία αξιολόγηση. Κάποιοι θυμούνται το 2014 αλλά δεν θυμούνται ότι παρά το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ έδωσαν ό,τι τους ζητούσαν οι δανειστές, η αξιολόγηση δεν έκλεινε, γιατί τους ζητούσαν παραπάνω. Και να θυμίσω ότι το e-mail Χαρδούβελη συνδυαζόταν με υπερβολικά υψηλά πλεονάσματα για την επόμενη περίοδο.
Παράλληλα, υποστηρίζετε ότι δώσατε μάχη απέναντι στη φοροδιαφυγή. Αυτό εν τέλει έφερε αποτελέσματα;
Σε πάρα πολλές περιπτώσεις η αύξηση συγκεκριμένων φορολογιών, αντί να οδηγεί σε αύξηση των εσόδων του δημοσίου, οδηγεί σε μείωση των εσόδων!
Αγώνας για τη φοροδιαφυγή δόθηκε και δίνεται. Δόθηκε οργανωμένα, δόθηκε με σχέδιο και κυρίως με αποτέλεσμα. Γιατί μπορεί κανείς να πει το οτιδήποτε, αλλά τον Οκτώβριου του 2016, σε κοινοβουλευτική διαδικασία, κατέθεσα στη Βουλή όλα τα σχετικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι στον τομέα των φορολογικών εσόδων είχαμε μια υπεραπόδοση που έφτασε το 1,8 δις. Άρα δεν μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει τα πραγματικά νούμερα. Και δεν είχαμε υπεραπόδοση όπως λένε μερικοί, επειδή βάλαμε πολλούς φόρους. Η αύξηση της φορολογίας είχε προβλεφθεί στον προϋπολογισμό. Πιάσαμε υπεραπόδοση διότι είχαμε συγκεκριμένο σχεδιασμό, χτυπήσαμε μεγάλες περιπτώσεις φοροδιαφυγής, ανοίξαμε ζητήσαμε ζητήματα με το λαθρεμπόριο. Εδώ υπάρχει ένα παράδειγμα που δεν το γνωρίζει πολύς κόσμος. Έχουν αλλάξει οι ταινίες στα τσιγάρα, γεγονός που αποτελεί ένα μεγάλο χτύπημα στο λαθρεμπόριο τσιγάρων. Γιατί ξέραμε ότι γινόταν λαθρεμπόριο ταινιών τσιγάρων και έτσι δεν μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε έσοδα του δημοσίου. Αλλάξαμε τις ταινίες, τυπώνονται πλέον στην Τράπεζα της Ελλάδος και έγινε ένα σημαντικό βήμα, που καλά-καλά δεν το ξέρει ο κόσμος.
Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι οι αύξηση των φόρων σε τσιγάρα, ποτά και καφέ δίνει επιπλέον κίνητρο για λαθρεμπόριο. Άρα τα όποια επιπλέον χρήματα παίρνει το κράτος από την αύξηση της φορολογίας, τα χάνει από την άλλη πόρτα, καθώς αυξάνεται το λαθρεμπόριο.
Συμφωνώ απολύτως ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις η αύξηση συγκεκριμένων φορολογιών, αντί να οδηγεί σε αύξηση των εσόδων του δημοσίου, οδηγεί σε μείωση των εσόδων! Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο φόρος στα καύσιμα, ο φόρος στα τσιγάρα, ο φόρος στα τέλη κυκλοφορίας. Αυξήσαμε το φόρο στα τέλη κυκλοφορίας για να έχουμε περισσότερα έσοδα και έχουμε λιγότερα. Το ίδιο έγινε και στα καπνικά προϊόντα.
Εμείς όσες αυξήσεις κάναμε, τις κάναμε πιεσμένοι και αναγκασμένοι από τη συμφωνία. Δεν ήταν επιλογή μας, ήταν αναγκαιότητα. Δεν θεωρώ εγώ προσωπικά ότι ο στόχος για παράδειγμα στο ΦΠΑ πρέπει να είναι η αύξηση των συντελεστών. Πρέπει να αυξήσεις την εισπραξιμότητα των φόρων. Κάτι στο οποίο στην Ελλάδα υστερούμε πάρα πολύ.
Ένα άλλο βασικό κομμάτι ως προς το φορολογικό καθεστώς αφορά τις ξένες επενδύσεις και το πόσο το φορολογικό καθεστώς είναι θετικό ως προς την προσέλκυσή τους.
Βεβαίως στην Ελλάδα έχουμε υψηλούς ονομαστικούς φορολογικούς συντελεστές, αλλά οι πραγματικοί φορολογικοί συντελεστές (όπως υπολογίζονται από διεθνείς οργανισμούς) είναι πολύ πιο μικροί από αυτούς. Γιατί στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε για παράδειγμα 29% ονομαστικό συντελεστή, αλλά ο πραγματικός είναι πολύ πιο μικρός. Εκεί πρέπει να μειωθούν οι ονομαστικοί συντελεστές και να φτάσουν στους πραγματικούς. Γιατί δεν έχει νόημα να έχεις συντελεστές που να επιβαρύνουν τους ειλικρινείς φορολογούμενους, ενώ κάποιοι άλλοι θα λένε ‘’στην υγεία των κοροϊδων’’.
Δηλαδή σε απόλυτα νούμερα πού θα μπορούσε ή θα έπρεπε να φτάσει;
Από ό,τι θυμάμαι, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής στην Ελλάδα είναι γύρω στο 17%. Άρα οι ονομαστικοί φορολογικοί συντελεστές, πρέπει να κατέβουν και να κατεβούν αρκετά, ώστε να αντιμετωπίσουν το δεύτερο πρόβλημα που έχουμε, αυτό του φορολογικού ανταγωνισμού. Είτε από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε από άλλες γειτονικές χώρες. Και λέω ότι αν δεν πάμε σε συντελεστές που μπορούν να ανταγωνιστούν αυτές τις χώρες, θα έχουμε πρόβλημα.
Δεν υπερασπίζομαι την επιχειρηματολογία που λέει (για παράδειγμα) «μία χώρα έχει φορολογικό συντελεστή 12%, να το κάνουμε εμείς 11%», διότι την επόμενη μέρα η χώρα αυτή θα το κάνει 10%, εμείς 8% κοκ.
Άλλωστε, η νεοφιλελεύθερη λογική που έχει επιχείρημα ότι μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές, αυξάνεις και τα έσοδα, δεν είναι σωστή. Να σας θυμίσω ότι είχαμε στο παρελθόν –επί Αλογοσκούφη- μείωση των φορολογικών συντελεστών χωρίς να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα, ούτε οι επενδύσεις. Εάν ο φορολογικής συντελεστής ήταν το μόνο κριτήριο, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας θα ήταν υποδείγματα κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Πολύ λίγες από αυτές είναι, οι πιο πολλές δεν είναι. Και οι Σκανδιναβικές χώρες που έχουν υψηλούς φορολογικούς συντελεστές θα είχαν καταρρεύσει, ενώ ισχύει το αντίθετο. Θεωρώ λοιπόν ότι βεβαίως θα πρέπει να μειωθούν οι ονομαστικοί φορολογικοί συντελεστές, να πλησιάσουν τους πραγματικούς και να αντιμετωπίσουμε το θέμα του φορολογικού ανταγωνισμού, που δεν είναι θέμα μόνο Ελλάδας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης.
Υπάρχουν όμως και μια σειρά από άλλα στοιχεία, πάλι φορολογικής φύσεως, όπως η φορολογία των ακινήτων και των επιχειρήσεων που επενδύουν σε αυτά, που λειτουργούν αποτρεπτικά. Θέλουμε επενδύσεις σε real estate, ταυτόχρονα όμως «τιμωρούμε» αυτούς που το κάνουν. Πώς μπορείς μετά να προσελκύσεις επενδυτές;
Γενικά για να προσελκύσεις επενδύσεις πρέπει να πείσεις τους επενδυτές ότι έχεις ένα σταθερό φορολογικό σύστημα. Διότι το βασικό που θέλει ένας επενδυτής είναι ένας μακροχρόνιος σχεδιασμός για το τι θα του αποδώσει η επένδυσή του. Όταν έχεις ένα φορολογικό σύστημα, το οποίο μεταβάλλεται συνεχώς –και αυτό είναι και ευθύνη των Θεσμών που μας επιβάλλουν συνεχείς αλλαγές- αυτό δεν βοηθάει στη σταθερότητα του συστήματος. Επίσης δεν βοηθάει ότι δεν δίνουμε κίνητρα φορολογικά σε μια σειρά από τομείς –όπως αυτόν των ακινήτων- και τα κίνητρα αυτά να είναι πιο δελεαστικά και αποτελεσματικά. Και στον τομέα αυτό θα πρέπει να σκεφθούμε ορισμένα ζητήματα: Για παράδειγμα, σε αυτή την περίοδο, έχει νόημα να βάλεις Πόθεν Έσχες στην αγορά ενός ακινήτου, όταν θέλεις να ξανακινηθεί η κτηματαγορά;