Συνεχίζοντας, οφείλουμε να ερευνήσουμε εάν τα παραπάνω προβλήματα της Ελλάδας είναι δυνατόν να επιλυθούν εντός της Ευρωζώνης – παρά το ότι η χώρα μας είναι ασφαλώς εγκλωβισμένη μετά την υπογραφή του PSI, για λόγους που έχουμε αναλύσει πολλές φορές (άρθρο), οπότε η έξοδος θα ήταν συνώνυμη με την αυτοκτονία μας.
Στα πλαίσια αυτά ξεκινάμε με τη διαπίστωση ότι, η Φινλανδία είναι η μοναδική χώρα της Σκανδιναβίας, η οποία έχει το ευρώ ως νόμισμα της και δεν έχει ανακάμψει από την κατάρρευση του 2008 – ενώ το βιοτικό επίπεδο μας, όπως το αντίστοιχο της Ιταλίας, είναι κάτω από τα επίπεδα της ένταξης μας στο ευρώ.
Περαιτέρω, η επόμενη διαπίστωση είναι ότι, η βασική αιτία που οι νομισματικές ενώσεις αποτυγχάνουν, με την έννοια πως κάποιες χώρες εξελίσσονται θετικά, ενώ οι περισσότερες αρνητικά, είναι οι διαφορετικές πορείες ανάπτυξης – ως ένα σύμπτωμα του γενικότερου προβλήματος της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας τους.
Ειδικότερα, με την πάροδο του χρόνου δημιουργούνται σταδιακά μεγάλες διαφορές στην ανταγωνιστικότητα των κρατών-μελών μίας νομισματικής ένωσης – οι οποίες όμως δεν προβληματίζουν σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, επειδή η ενίσχυση της συνολικής ζήτησης λειτουργεί θετικά, (υπό)στηρίζει δηλαδή τους προβληματικούς παραγωγικούς τομείς. Εν τούτοις, όταν μία νομισματική ένωση αντιμετωπίζει μία κρίση ή βυθίζεται στην ύφεση, η πτώση της συνολικής ζήτησης που ακολουθεί πλήττει σε μεγάλο βαθμό τις λιγότερο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και χώρες – στις οποίες αυξάνεται επί πλέον σημαντικά το κόστος χρηματοδότησης.
Εν προκειμένω προκαλείται ένα «ασύμμετρο σοκ» στις επιχειρήσεις και στις χώρες αυτές, το οποίο μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με τη μεταφορά χρημάτων από τα κράτη που ευημερούν στα υπόλοιπα – όπως συνέβη στις Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1930, όπου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υιοθέτησε εισοδηματικές μεταβιβάσεις από τις υγιείς Πολιτείες στις προβληματικές. Παράλληλα, ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός των Η.Π.Α. αυξήθηκε με γρήγορους ρυθμούς – ενώ, πρακτικά, οι μεταβιβάσεις αυτές έγιναν μόνιμες.
Κατ’ αναλογία, η Ευρωζώνη χρειάζεται ένα παρόμοιο σύστημα για να επιβιώσει – δηλαδή, την πλήρη πολιτική της ένωση, τη μετατροπή της στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, κατά το παράδειγμα των Η.Π.Α. Για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να αλλάξει η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία απαγορεύει αυτές τις μεταβιβάσεις, καθώς επίσης να επικυρωθεί από όλες τις χώρες – κάτι με το οποίο όμως δεν συμφωνεί σχεδόν κανένα κράτος της Ευρωζώνης, ειδικά η Γερμανία και η Ολλανδία, οι κυβερνήσεις των οποίων δεν είναι πρόθυμες να επιδείξουν κανενός είδους αλληλεγγύη στις υπερχρεωμένες υπόλοιπες.
Υπάρχουν βέβαια εναλλακτικές προτάσεις, όπως αυτή του γερμανού διοικητή του ESM, σύμφωνα με την οποία το ευρώ θα μπορούσε να διασωθεί από έναν συνδυασμό μίας τραπεζικής/κεφαλαιακής ένωσης, με κάποιο ειδικό Ταμείο – το οποίο θα χρησιμοποιείται όταν συμβαίνουν «ασύμμετρα σοκ». Το εν λόγω Ταμείο θα έπρεπε βέβαια να χρηματοδοτείται από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης – κάτι που όμως είναι θεωρητικό, αφού μόνο οι πιο ανταγωνιστικές θα είχαν επαρκή εισοδήματα, οπότε θα ήταν σε θέση να συνεισφέρουν χρήματα.
Θα μπορούσε βέβαια να χρηματοδοτείται το Ταμείο από την ΕΚΤ, αλλά αυτό δεν είναι κάτι διαφορετικό – επειδή κάποια στιγμή θα φαινόταν πως οι αδύναμες χώρες δεν θα ήταν σε θέση να αποπληρώσουν τα δάνεια τους, τα έσοδα από το εκδοτικό προνόμιο της ΕΚΤ δεν θα ήταν αρκετά για να καλύψουν τις ζημίες, οπότε σε τελική ανάλυση θα επιβαρύνονταν ξανά οι Πολίτες των πλούσιων χωρών.
Ως εκ τούτου, υπάρχει μόνο η λύση της πολιτικής ένωσης και της μεταβίβασης χρημάτων από τις ανταγωνιστικές χώρες στις μη ανταγωνιστικές – ένα ενδεχόμενο που, εκτός από τη συμφωνία όλων των κρατών, απαιτεί την υιοθέτηση πάρα πολλών αλλαγών. Για παράδειγμα, την ενοποίηση των φορολογικών και κοινωνικών πολιτικών, την εξασφάλιση της σύγκλισης των προτύπων ανταγωνιστικότητας και διαβίωσης, την πλήρη τραπεζική ενοποίηση κοκ. – κάτι που, ακόμη και αν ήταν εφικτό, θα απαιτούσε πάρα πολλά χρόνια και συζητήσεις, όταν αρκετά κράτη δεν είναι σε θέση να περιμένουν ούτε μερικούς μήνες.
Εναλλακτικά συνεχίζει βέβαια να υπάρχει η λύση της επιστροφής στους κανόνες του Μάαστριχτ – όπου κανένα κράτος δεν πρέπει να βοηθάει κανένα άλλο, όταν αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα (no bail-out). Κάτι τέτοιο θα σήμαινε όμως πως τόσο το ESM, όσο και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα έπρεπε να πάψουν να λειτουργούν, αφού προηγουμένως εκκαθαρισθούν – επίσης πως η ΕΚΤ θα σταματούσε τα προγράμματα ποσοτικής διευκόλυνσης (QE, OMT).
Σε μία τέτοια περίπτωση, η οποία δεν είναι καθόλου απίθανη, η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε ακαριαία, οπότε θα αναγκαζόταν κάποια στιγμή να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη – ενώ μακροπρόθεσμα θα την ακολουθούσαν αρκετές άλλες χώρες, όταν αντίστοιχα ασύμμετρα σοκ τους προκαλούσαν παρόμοιες ζημίες.
Φυσικά οι χώρες αυτές, διαθέτοντας πλέον την οδυνηρή εμπειρία της Ελλάδας, θα το αποφάσιζαν πολύ πριν βρεθούν σε μία ανάλογη κατάσταση – κάτι που προβλέπεται ήδη όσον αφορά την Ιταλία και τη Γαλλία, ενώ η Φινλανδία εξετάζει την υιοθέτηση του εθνικού της νομίσματος, έχοντας αναθέσει μία μελέτη σε ειδικούς επιστήμονες. Ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε ξανά τον τροχό στην Ελλάδα, αφού υπάρχουν πολλές λεπτομερείς αναλύσεις – μία ενδιαφέρουσα από τις οποίες παραθέτουμε εδώ (μελέτη).
Συμπερασματικά λοιπόν τα προβλήματα της Ελλάδας δεν λύνονται εντός της σημερινής Ευρωζώνης, όσο καλή θέληση και αν έχει κανείς πιστεύοντας στην ανάγκη της ενωμένης Ευρώπης, με το δικό της νόμισμα – σε σχέση με την ειρήνη στην ήπειρο μας, με τις γεωπολιτικές εξελίξεις που προβλέπονται, με τους εμπορικούς πολέμους που διαγράφονται στον ορίζοντα, με τους νομισματικούς, με το κραχ κοκ.
Επομένως, θα έλεγε κανείς πως θα έπρεπε να επιλεχθεί η ελεγχόμενη, σταδιακή και προσεκτική επιστροφή στη δραχμή – ταυτόχρονα με την καταγγελία των δανειακών συμβάσεων στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, με την αναβολή των πληρωμών όταν θα είμαστε ακόμη εντός της Ευρωζώνης, με την προσπάθεια διαγραφής ενός μεγάλου μέρους του χρέους, με την έρευνα δυνατοτήτων μετατροπής του υπολοίπου σε δραχμές παρά το PSI, με την καταγγελία του αγγλικού δικαίου, με την προσπάθεια αποφυγής της υποθήκευσης της χώρας κοκ.
Η μεγάλη μας απορία όμως είναι το ποιό πολιτικό σύστημα θα μπορούσε να επιτύχει έναν τέτοιο άθλο, χωρίς να οδηγήσει το ελληνικό καράβι στα βράχια – κάτι για το οποίο δυστυχώς δεν έχουμε καμία απολύτως υπεύθυνη απάντηση.
Επίλογος
Όπως όλα δείχνουν, ευρισκόμαστε πράγματι προ των πυλών του χάους – αφού η Ευρωζώνη είναι σε αδιέξοδο, χρειάζεται απαραίτητα η ομοσπονδιακή ένωση της για να διορθωθούν τα προβλήματα της, ενώ οι Ευρωπαίοι δεν την υποστηρίζουν.
Εκτός αυτού, ο χρόνος που θα χρειαζόταν για να επιτευχθεί είναι τόσο μεγάλος, ώστε να θεωρείται πια ουτοπική – πόσο μάλλον μετά από τόσες καθυστερήσεις και τόσα πολλά λάθη στη διαχείριση της κρίσης της, καθώς επίσης λόγω της αλλαγής πολιτικής εκ μέρους των Η.Π.Α. και της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Φαίνεται λοιπόν πως η μερική ή ολική διάλυση της έχει ήδη σφραγισθεί, ενώ ίσως δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να αποτραπεί – οπότε όλα τα κράτη, ειδικά η Ελλάδα, πρέπει να προετοιμασθούν άμεσα για το μοιραίο.
Οφείλουν όμως να γνωρίζουν οι Έλληνες πως δεν θα πρόκειται για μία εύκολη ή έστω ελαφρά οδυνηρή διαδικασία αλλά, αντίθετα, για μία μεγάλη και επικίνδυνη περιπέτεια – για την οποία δεν υπάρχει καμία προετοιμασία, ενώ το υφιστάμενο, εντελώς διαβρωμένο και ανεπαρκές πολιτικό μας σύστημα, δεν ήταν και δεν είναι σε θέση να διαχειρισθεί ούτε καν τα μικρότερα από τα προβλήματα που θα προκύψουν.
Δυστυχώς ο δρόμος αυτός φαίνεται πλέον αναπόφευκτος, οπότε δεν είναι σωστό να εθελοτυφλούμε – ενώ δεν πρόκειται για μία ελεύθερη, δική μας επιλογή, αλλά για το επισφράγισμα των αποτυχιών μας να διαχειρισθούμε σωστά την κρίση, οπότε για μία αναγκαιότητα που τόσα χρόνια δεν καταφέραμε να αποτρέψουμε. Ολοκληρώνοντας, πριν από κάθε τι άλλο θα έπρεπε φυσικά να αλλάξει το Σύνταγμα της χώρας μας – επειδή με τη δραχμή στη διάθεση των πολιτικών «συμμοριών» που λυμαίνονται την πατρίδα μας (ανάλυση), θα είμαστε ασφαλώς «χαμένοι από χέρι».