Μετά τη συντριπτική νίκη του «Οχι», η Ευρώπη ενδέχεται να εμπλακεί σε έναν κυκλώνα χρηματιστηριακών και τραπεζικών αναταράξεων.
Οι αναλυτές φοβούνται ότι το «Οχι» θα οδηγήσει την Ιταλία σε πολιτική αστάθεια και οι τράπεζές της θα καταρρεύσουν, συμπαρασύροντας τις αντίστοιχες της Ισπανίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας, δηλαδή ολόκληρο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Οι Ιταλοί είναι συνηθισμένοι στην πολιτική αστάθεια, αλλά οι αγορές δεν νιώθουν καθόλου καλά με αυτήν και ο κίνδυνος επικράτησης ενός αντιευρωπαϊστή ηγέτη προκαλεί πανικό σε μια Ευρώπη τα θεμέλια της οποίας τρίζουν από τη λιτότητα, την άνοδο του εθνικισμού και τις διασπαστικές τάσεις που γοητεύουν τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους.
Οι οικονομικοί κίνδυνοι
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ιταλική αλλά και εν γένει την ευρωπαϊκή οικονομία αυτή τη στιγμή προέρχεται από τις ιταλικές τράπεζες, οι οποίες μαστίζονται από υπέρογκα κόκκινα δάνεια και πολλές από αυτές χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση. Η Ευρωπαϊκή Ενωση απαιτούσε πριν από λίγους μήνες από τον Ρέντσι να ακολουθήσει τη μέθοδο του bail in, δηλαδή του κουρέματος των καταθέσεων στις ιταλικές τράπεζες.
Ο Ρέντσι είχε σαφώς δηλώσει στη Μέρκελ ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ στην Ιταλία, η Γερμανία είχε υποχωρήσει και ο Ρέντσι είχε αποφασίσει να καλύψει τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών με αυξήσεις κεφαλαίου από την αγορά αλλά και από τον Προϋπολογισμό αν χρειαστεί σπάζοντας τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Μην μπορώντας να αντιδράσει σε μια τέτοια απόφαση, επειδή η Ιταλία είναι μια από τις μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε υποχωρήσει και καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η δήλωση του Ρέντσι στην Ανγκελα Μέρκελ ότι «αν επιμείνεις στο bail in, πάρε τα κλειδιά και κάνε το εσύ. Εγώ δεν το κάνω».
Τι θα γίνει, όμως, τώρα που θα φύγει ο Ρέντσι, ο οποίος έχει συγκεκριμένο πλάνο αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων;
Οι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές φοβούνται ότι η ανακεφαλαιοποίηση των ιταλικών τραπεζών θα είναι πολύ δύσκολη επειδή οι επενδυτές θα φοβηθούν να τοποθετήσουν κεφάλαια σε μια χώρα με πολιτική αστάθεια. Αν οι επενδυτές δεν βάλουν λεφτά, θα χρειαστεί η κυβέρνηση να βάλει σημαντικά κεφάλαια από τον ιταλικό προϋπολογισμό δεδομένου ότι τα κόκκινα δάνεια ανέρχονται επισήμως στο υπέρογκο ποσόν των 380 δισ. ευρώ. Ανεπισήμως, όμως, οι εκτιμήσεις διεθνών τραπεζιτών τα ανεβάζουν ακόμη και στα 800 δισ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, ο ιταλικός προϋπολογισμός δεν αντέχει τόσο μεγάλο ποσό, καθώς το δημόσιο χρέος της χώρας ξεπερνά το 132% του ΑΕΠ, ποσοστό που θεωρείται ήδη ιδιαίτερα υψηλό με βάση τα διεθνή κριτήρια.
Οι Ιταλοί δεν μπορούν να προσβλέπουν σε βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αφού με βάση τους ευρωπαϊκούς νόμους για να ενισχύσει η Ε.Ε. ένα τραπεζικό σύστημα πρέπει πρώτα να έχει προηγηθεί bail in, δηλαδή μετατροπή των καταθέσεων των Ιταλών σε κεφάλαια των τραπεζών, εν ολίγοις κούρεμα όλων των καταθέσεων. Αυτό θα προκαλούσε καταστροφή στους Ιταλούς καταθέτες και ενδεχομένως απρόβλεπτες κοινωνικές επιπτώσεις και αντιδράσεις.
Οι αναλυτές εκτιμούν επίσης ότι τα επιτόκια στην Ιταλία θα αυξηθούν πολύ και ότι η ρευστότητα θα στερέψει εντελώς, σε μια χώρα που ούτως ή άλλως δεν έχει ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης επί πολλά χρόνια.
Οι ιταλικές τράπεζες ενδέχεται να καταρρεύσουν. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι οι μετοχές τους έχουν χάσει περισσότερο από το 60% της αξίας τους από την αρχή του έτους, με την πιο επικίνδυνη τη Monde Dei Paschi να έχει χάσει 83%.
Οι τιμές των ιταλικών ομολόγων επίσης έχουν γκρεμιστεί. Οι ανησυχίες για τις τράπεζες προκαλούν παράλληλα πτώση και στις ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι βοηθάει όσο μπορεί την κατάσταση μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και αγοράζει ιταλικά ομόλογα για να ενισχύσει και τις τράπεζες και τη χώρα, αλλά αυτό δεν θα αρκεί αν δεν βρεθεί λύση στο πρόβλημα τόσο των κόκκινων δανείων όσο και του υψηλού δημοσίου χρέους. Δεν είναι, δε, λίγοι οι αναλυτές που υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα των ιταλικών τραπεζών είναι άλυτο και εντάσσεται σε ένα γενικότερο πρόβλημα όλων των τραπεζών παγκοσμίως, οι οποίες μετά το 2008 ζουν με «τεχνική υποστήριξη», η οποία όμως δεν αποδίδει πλέον.
Οι ραγδαίες εξελίξεις στην Ιταλία αναμένεται να πλήξουν άμεσα και τις ισπανικές τράπεζες και στη συνέχεια τις γαλλικές, αφού το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης είναι διασυνδεδεμένο μέσω δανείων από τη μια χώρα στην άλλη. Φανταστείτε, ότι η τέταρτη μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, η HypoVereinsbank, είναι θυγατρική της UniCredit που είναι η μεγαλύτερη ιταλική τράπεζα και η οποία κινδυνεύει.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα χρηματιστήρια αναμένεται να μπουν σε φάση πολύ μεγάλης αστάθειας και η Ευρωπαϊκή Ενωση να μην μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα χωρίς να αλλάξει άρδην πολιτική και κανόνες.
Ολα αυτά προκαλούν μεγάλη ανησυχία στους διεθνείς οικονομικούς αναλυτές.
Deutsche Welle: Quo vadis, Italia? – Τα σενάρια για την επόμενη ημέρα μετά την παραίτηση Renzi
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι η Ιταλία έκανε ξεκάθαρα την επιλογή της, επισημαίνοντας ότι η συμμετοχή των ψηφοφόρων στο χθεσινό δημοψήφισμα ήταν εντυπωσιακή
«Οι Ιταλοί, δηλαδή, πέρα από την επιλογή επί των προτεινόμενων συνταγματικών αλλαγών, έδειξαν ότι ο Matteo Renzi δεν αντιπροσωπεύει πλέον την ανανέωση και την καινοτομία, με την οποία είχε ταυτισθεί από πολλούς στις αρχές του 2014, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία» επισημαίνει το δημοσίευμα, υπογραμμίζοντας πως όλοι οι σχολιαστές τώρα διερωτώνται τι ακριβώς θα συμβεί.
«Τα Πέντε Αστέρια, η Λέγκα του Βορρά και ένα μεγάλο μέρος της Forza Italia ζητούν να οδηγηθεί άμεσα η χώρα σε πρόωρες εκλογές.
Τα στελέχη, αντιθέτως, της αριστερής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος θεωρούν ότι μπορεί να συσταθεί νέα κυβέρνηση με διαφορετικό πρωθυπουργό.
Όλοι γνωρίζουν, παράλληλα, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Sergio Mattarella είναι υπέρμαχος της πολιτικής σταθερότητας.
Θα εξακριβώσει, πρώτα απ’ όλα, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία νέας κυβέρνησης με πρωθυπουργό ένα στέλεχος της κεντροαριστεράς ή ένα πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής.
Αν αυτό δεν καταστεί δυνατό, πριν από την προσφυγή στις κάλπες θα πρέπει – ούτως ή άλλως- να συμφωνηθεί και να ψηφισθεί νέος εκλογικός νόμος, από τη στιγμή που ο σημερινός βασίζεται στην απλή αναλογική για την γερουσία, ενώ σε ό,τι αφορά τη βουλή, προσφέρει σημαντικό μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα.
Kύριος στόχος, βέβαια, είναι να αποφευχθεί και η επικίνδυνη άνοδος του spread όπως και να προστατευθούν οι ιταλικές τράπεζες που συνεχίζουν να χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση, αρχίζοντας από την Monte dei Paschi di Siena» επισημαίνει το δημοσίευμα.
«Οι απαντήσεις θα δοθούν από τις ζυμώσεις και τις ενδεχόμενες συμφωνίες των επόμενων ημερών.
Σήμερα, όμως, προκύπτει με σαφήνεια πως το «όχι» του χθεσινού δημοψηφίσματος οφείλεται και σε πολύ αμεσότερα προβλήματα.
Στο ότι, δηλαδή, η οικονομική κρίση στην πραγματικότητα δεν έχει ακόμη ξεπερασθεί, στο ότι πολλοί νέοι έχουν απογοητευθεί και έχουν σταματήσει πλέον να ψάχνουν δουλειά και σε μια αποτυχημένη μεταρρύθμιση της δημόσιας παιδείας.
Σε προκλήσεις και προβλήματα δηλαδή, για τα οποία όλη η ιταλική πολιτική, από εδώ και πέρα, θα πρέπει να προσπαθήσει να βρει νέες απαντήσεις» υπογραμμίζει η Deutsche Welle.