Εάν οι Η.Π.Α. αυξήσουν τα επιτόκια η Ευρώπη θα χρεοκοπήσει, όπως η Λατινική Αμερική το 1980 – ενώ η Γερμανία θα πληρώσει το λογαριασμό, αφενός μεν οδηγούμενη σε πληθωρισμό, αφετέρου χάνοντας αρκετές από τις απαιτήσεις της απέναντι στους εταίρους της.
Αρκετοί συγκρίνουν τη σημερινή εκλογή του κ. Trump με αυτή του κ. Reagan – όπου οφείλει να θυμηθεί κανείς ότι, εκείνη την εποχή (δεκαετία του 1980), το έλλειμμα των Η.Π.Α. αυξήθηκε και τα επιτόκια συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσει η Λατινική Αμερική.
Στα πλαίσια αυτά, εάν συμβούν ξανά τα ίδια, σύμφωνα με τις προεκλογικές δηλώσεις του νέου προέδρου, τότε θα χρεοκοπήσει η Ευρώπη – επειδή τυχόν άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων για να χρηματοδοτηθεί το έλλειμμα της υπερδύναμης μέσω της προσέλκυσης κεφαλαίων και επενδύσεων από το εξωτερικό, θα οδηγήσει στην ανατίμηση του δολαρίου.
Εάν ανατιμηθεί τώρα το δολάριο απέναντι στο ευρώ, τότε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που θα αυξηθούν οι εξαγωγές της θα είναι η Γερμανία – κάτι που όμως, επειδή η χώρα αξιοποιεί πλήρως την παραγωγική της δυναμικότητα, θα έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών καταναλωτή, οπότε τον πληθωρισμό. Ως εκ τούτου η Γερμανία θα απαιτήσει την άνοδο των βασικών επιτοκίων από την ΕΚΤ (κάτι που ήδη διαπιστώνεται), έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό. Εάν όμως αυξηθούν τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ, τότε χώρες όπως η Ιταλία θα χρεοκοπήσουν – οπότε οι εναλλακτικές δυνατότητες της Ευρώπης είναι είτε ο πληθωρισμός στη Γερμανία, είτε η χρεοκοπία της Ιταλίας.
Από την άλλη πλευρά, εάν πράγματι οι Ιταλοί αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου για να «δώσουν ένα χαστούκι» στη διεφθαρμένη πολιτική ελίτ, στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στη γερμανική Ευρωζώνη (άρθρο), καθώς επίσης εάν ο πρωθυπουργός τους τηρήσει την υπόσχεση παραίτησης του (κάτι που δεν είναι καθόλου βέβαιο), τότε τυχόν ταυτόχρονη αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων χωρίς μία ανάλογη αντίδραση της ΕΚΤ, θα γκρεμίσει κυριολεκτικά το ευρώ – εκτοξεύοντας τον πληθωρισμό της Γερμανίας στα ύψη.
Συνεχίζοντας, οι περισσότεροι αναλυτές περιμένουν πως η Fed θα αυξήσει το Δεκέμβρη τα βασικά της επιτόκια στο 0,50% από 0,25% σήμερα και στο 0,75% από 0,50% – όπως άλλωστε δήλωσε πρόσφατα η διοικητής της. Εν τούτοις, προσπάθησε πολλές φορές στο παρελθόν, χωρίς τελικά να το τολμήσει – παραμένοντας στη μικρή αύξηση του περυσινού Δεκέμβρη (άρθρο).
Το δικό της πρόβλημα επικεντρώνεται στο ότι, τυχόν αύξηση των βασικών επιτοκίων θα επιδεινώσει τα τεράστια χρέη του δημοσίου (περί τα 20 τρις $), των επιχειρήσεων και των Πολιτών της – μεταξύ άλλων επειδή πολλά δάνεια είναι κυμαινόμενου επιτοκίου, συνδεδεμένου με το βασικό της Fed.
Εάν λοιπόν αυξηθούν, αρκετοί δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους – οπότε θα χρεοκοπήσουν. Εάν πάλι δεν αυξηθούν, θα δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα στις αμερικανικές τράπεζες – κάτι που συμβαίνει επίσης στην Ευρώπη, λόγω της αντίστοιχης πολιτικής της ΕΚΤ. Εκτός αυτού, χωρίς την αύξηση των επιτοκίων δεν στηρίζεται η αποταμίευση – ενώ χωρίς αποταμιεύσεις, δεν διενεργούνται επενδύσεις.
Συμπερασματικά λοιπόν οι δύο ισχυρότερες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη είναι αντιμέτωπες με ένα πολλαπλό πρόβλημα, το οποίο δεν είναι καθόλου εύκολο να επιλυθεί – πόσο μάλλον όταν υπάρχει επί πλέον ο φόβος να σπάσουν οι φούσκες των ακινήτων και των χρηματιστηρίων σε πολλές μαζί χώρες, στην περίπτωση της αύξησης των επιτοκίων, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το αναμενόμενο κραχ και χάος (ανάλυση).
Ως λιγότερο επώδυνη λύση πάντως θεωρείται η μη αύξηση των επιτοκίων – ειδικά εάν ο κ. Trump δεν θέλει να ξεκινήσει τη θητεία του με μία κρίση όπως ο προκάτοχος του, με επί πλέον κίνδυνο να χρεοκοπήσει η Ευρώπη. Για να το αποφύγει όμως δεν θα πρέπει να πείσει τη Fed μόνο να διατηρήσει σταθερά τα βασικά επιτόκια αλλά, επίσης, να δρομολογήσει ένα τέταρτο πακέτο ποσοτικής διευκόλυνσης (QE) – αφού διαφορετικά δεν θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις στις κρατικές υποδομές των Η.Π.Α. που έχει αναγγείλει.
Εν τούτοις, δεσμεύτηκε προεκλογικά για την αύξηση των επιτοκίων, την οποία στηρίζει το κόμμα του – ενώ εάν ανάγκαζε τη Fed σε ένα τέταρτο QΕ θα έδινε το μήνυμα ότι, οι κεντρικές τράπεζες θα χρηματοδοτούν τα κράτη σε συνεχή βάση (εικόνα άρθρου), μετατρέποντας την ελεύθερη οικονομία σε «σοβιετική».
Περαιτέρω στο θέμα της σύγκρισης του κ. Trump με τον κ. Reagan, όσον αφορά τους χαρακτήρες τους, καθώς επίσης την πολιτική τους εμπειρία, πράγματι υπάρχουν πολλές ομοιότητες – αν και ο κ. Reagan ήταν πολύ πιο έμπειρος, έχοντας προηγουμένως ασχοληθεί αρκετά χρόνια με την πολιτική, επί πλέον από τη θέση του ως κυβερνήτη της Καλιφόρνιας.
Ομοιότητες έχει επίσης η οικονομική τους πολιτική, αφού ο πρόεδρος Reagan μείωσε τους φόρους και αύξησε τις δαπάνες του δημοσίου – όπως ακριβώς δήλωσε ότι θα κάνει ο κ. Trump. Εν τούτοις, η κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας ήταν πολύ διαφορετική το 1980 – όπου το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η καταπολέμηση του πληθωρισμού μέσω των υψηλών επιτοκίων, τα οποία ήλπιζαν τότε οι κεντρικές τράπεζες πως θα μπορέσουν κάποια στιγμή να μειώσουν (γράφημα).
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη των επιτοκίων (γαλάζια καμπύλη), καθώς επίσης των τιμών καταναλωτή (κόκκινη καμπύλη) στις Η.Π.Α. – στις επισκιασμένες επιφάνειες οι υφέσεις. Είναι φανερή η άνοδος των μεν και των δε στις αρχές του 1980 – όπου ο πληθωρισμός έφτασε στο 15% και τα επιτόκια πλησίασαν το 20%.
.
Σε αντίθεση όμως με το 1980, τόσο ο πληθωρισμός, όσο και τα επιτόκια είναι σε ιστορικά χαμηλά σήμερα – ενώ η Fed ελπίζει πως θα μπορέσει κάποια στιγμή να τα αυξήσει, για να ανακτήσει τα νομισματικά της όπλα που έχασε μετά την κρίση του 2008.
Την ίδια στιγμή ο ισολογισμός της είναι υπερβολικά διογκωμένος μετά από τα τρία διαδοχικά QE, ενώ το δημόσιο χρέος των Η.Π.Α. είναι σχεδόν τετραπλάσιο από το 30% που ήταν το 1980 (γράφημα) – οπότε είναι πολύ δύσκολο να αυξηθούν οι δαπάνες του κράτους και τα ελλείμματα, για να διενεργηθούν επενδύσεις στις υποδομές.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του δημοσίου χρέους των Η.Π.Α. ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.
.
Παρ’ όλα αυτά οι αγορές ομολόγων, κρίνοντας από την αύξηση των επιτοκίων (μείωση των αποδόσεων), υποθέτουν πως η νέα κυβέρνηση θα τηρήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις – οπότε η παραγωγική δυναμικότητα των Η.Π.Α. θα αξιοποιηθεί πλήρως, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι μισθοί και οι τιμές (οπότε να μειωθούν μακροπρόθεσμα τα πραγματικά χρέη).
Ως εκ τούτου, θα ακολουθήσει ενδεχομένως πληθωρισμός που θα πρέπει τότε να καταπολεμηθεί με την αύξηση των βασικών επιτοκίων – πόσο μάλλον εάν επιβληθούν δασμοί στις εισαγωγές από την Κίνα, με αποτέλεσμα να εκτοξευθούν οι τιμές πολλών καταναλωτικών αγαθών στα ύψη.
Σε μία τέτοια περίπτωση, πολλές χώρες της Ευρώπης θα χρεοκοπήσουν, οπότε θα υποτιμηθεί το ευρώ (εάν δεν διαλυθεί η Ευρωζώνη) και θα στηριχθεί το δολάριο – κάτι που τότε θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Η.Π.Α., ενώ η Γερμανία θα πλήρωνε το λογαριασμό, αφού αφενός μεν θα βυθιζόταν στον πληθωρισμό, αφετέρου θα έχανε αρκετές από τις απαιτήσεις της (δάνεια), απέναντι στους εταίρους της.
Ολοκληρώνοντας, όλα εξαρτώνται από τις πραγματικές προθέσεις, καθώς επίσης από τις προτεραιότητες που θα θέσει η νέα κυβέρνηση – ο πρόεδρος της οποίας είναι τόσο απρόβλεπτος, όσο ο κ. Reagan στο παρελθόν. Η καγκελάριος βέβαια γνωρίζει πόσο ευάλωτη είναι η χώρα της απέναντι στις Η.Π.Α., όχι μόνο στρατιωτικά – κάτι που μάλλον αρνείται να συνειδητοποιήσει ο κ. Σόιμπλε, κρίνοντας από την αυταρχική συμπεριφορά του απέναντι σε όλους.