Βέβαιος ότι η ελλιπής αποφασιστικότητα και αλληλεγγύη των χωρών μελών θα οδηγήσει τα επόμενα χρόνια στη διάλυση της ευρωζώνης εμφανίζεται ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς.
«Με ανησυχεί η ταχύτητα με την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις στην Ευρώπη», λέει χαρακτηριστικά ο αμερικανός οικονομολόγος σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται στη σημερινή εφημερίδα Die Welt. Και προσθέτει: «Η πολιτική αποφασίζει για το τι πρέπει να γίνει, αλλά στη συνέχεια υπάρχουν ενστάσεις, κωλυσιεργίες και καθυστερήσεις».
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς υπογραμμίζει την ανάγκη υλοποίησης εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων, όπως τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης ή ενός συστήματος κοινής εγγύησης καταθέσεων. Ο ίδιος εμφανίζεται πάντως απαισιόδοξος, εκτιμώντας ότι πλέον η ευρωπαϊκή πολιτική δεν μπορεί να σώσει την παραπαίουσα νομισματική ένωση σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
«Σε δέκα χρόνια θα υπάρχει ακόμη ευρωζώνη, αλλά το ερώτημα είναι ποια μορφή θα έχει. Είναι εξαιρετικά απίθανο ότι θα συνεχίσει να έχει 19 μέλη», λέει ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Σε ερώτηση ποιες χώρες θα συνεχίσουν να είναι μέλη της ευρωζώνης ο Τζ. Στίγκλιτς απαντά ότι «είναι πιο εύκολο να πει κανείς ποιος δεν θα είναι μέσα. Στη Γερμανία έχουν ήδη αποδεχτεί ότι η Ελλάδα θα εγκαταλείψει την ευρωζώνη και πως δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή ως προς αυτό».
Η Ιταλία δεν μπορεί να λειτουργήσει στο ευρώ
Σύμφωνα με τον ίδιο, ώθηση στην αναιμική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ηπείρου μπορεί να δώσει μόνον η διάλυση της νομισματικής ένωσης ή η διάσπασή της σε ευρώ του βορρά και ευρώ του νότου.
O Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος εκφράζει αμφιβολίες και για την παραμονή της Ιταλίας στο κοινό νόμισμα. «Όταν συζητώ με Ιταλούς, διαισθάνομαι ότι οι άνθρωποι εκεί είναι όλο και πιο απογοητευμένοι από το ευρώ».
Παράλληλα, όπως λέει, και στους οικονομολόγους αλλά και στους κορυφαίους πολιτικούς της χώρας γίνεται όλο και πιο σαφές ότι «η Ιταλία δεν μπορεί να λειτουργήσει στο ευρώ. Αυτό είναι για τους Ιταλούς συναισθηματικά πραγματικά δύσκολο και για μεγάλο διάστημα αρνούνταν να το αποδεχθούν».