«Στη Γερμανία κανείς δεν θα φανταζόταν ότι οι μισοί κάτοικοι ενός χωριού στο οποίο έγινε ναζιστική θηριωδία μιλάνε σήμερα γερμανικά». Το εν λόγω παράδοξο, που προκύπτει από την εκτεταμένη μετανάστευση Ελλήνων της Δυτικής Μακεδονίας στη Γερμανία τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, σημειώνει στην «Κ» η Γερμανίδα Christine Bischatka εκ μέρους του οργανισμού Aktion Sühnenzeichen Friedensdienste (Δράση για Συμφιλίωση-Υπηρεσίες για την Ειρήνη), που βρέθηκε μαζί με ομάδα νέων από τη Γερμανία αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη για δεύτερη χρονιά στην Κλεισούρα. Μέλημά τους είναι η αναμέτρηση με το ιστορικό παρελθόν αλλά και η έκφραση ουσιαστικής μεταμέλειας. Εξ ου και στο επίκεντρο της επίσκεψης ήταν η ξενάγηση στο μνημείο των θυμάτων της σφαγής της Κλεισούρας αλλά και η γνωριμία με την «αφανή» εβραϊκή γειτονιά της Καστοριάς, η ύπαρξη της οποίας είναι γνωστή μόνον σε λίγους. «Η μακρά λίστα με τα ονόματα και τις ηλικίες των θυμάτων στην Κλεισούρα προκαλεί πάντα αμηχανία, πολύ περισσότερο στα νέα παιδιά, που βρίσκονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε έναν τόπο με τόσο ειδικό βάρος», παρατηρεί η αρχαιολόγος- πολιτισμολόγος Σουλτάνα Ζορπίδου, εταίρος από ελληνικής πλευράς του προγράμματος.
Ο τίτλος του φετινού πρότζεκτ, στο οποίο εργάστηκε η ομάδα των νέων μαζί με Ελληνες συνομηλίκους τους από την περιοχή για δύο εβδομάδες, ήταν «Home – Habitat – Diaspora» και παρουσιάστηκε στο κοινό με έναν ευφάνταστο τρόπο: μέσω μιας βαλίτσας. «Η εν λόγω βαλίτσα γέμισε με παλιά αντικείμενα, φωτογραφικές μηχανές, γαμπριάτικα ρούχα και βιβλία από παλιά εβραϊκά σπίτια της Καστοριάς», περιγράφει η κ. Ζορπίδου, «που το καθένα συνοδεύεται από μια ιστορία, αποτέλεσμα μυθοπλασίας που αναδεικνύει πτυχές της καθημερινής ζωής τότε». Ετσι, η ζωή μιας άγνωστης μας Εβραιοπούλας από την Καστοριά παρουσιάστηκε σε εκδήλωση στην Κλεισούρα. «Είναι σημαντικό να συνδεθούν αυτά τα δύο τραγικά γεγονότα που έλαβαν χώρα με μεγάλη χωροχρονική εγγύτητα: 24 Μαρτίου συγκέντρωσαν τους Εβραίους της Καστοριάς και στις 5 Απριλίου 1944 έκαναν τη σφαγή στην Κλεισούρα». Στο τέλος της εκδήλωσης ένας ηλικιωμένος διηγήθηκε πώς επέζησε ο ίδιος της σφαγής από καθαρή τύχη… «Οι Κλεισουριώτες υποσχέθηκαν να μας προσφέρουν… μπαούλο, ώστε να παρουσιάσουμε κάτι ανάλογο για το δικό τους χωριό του χρόνου» συμπληρώνει η κ. Ζορπίδου.
Το πρόγραμμα, ωστόσο, περιελάμβανε και άλλες ασχολίες: οι νεαροί συνέβαλαν στον καθαρισμό του βουνού, της αυλής του σχολείου, έμαθαν βλάχικους και ηπειρώτικους χορούς, παρακολούθησαν σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, συνομίλησαν με συνομήλικους τους από τον Σύλλογο Ποντίων στην Καστοριά. «Φέτος αφιερώσαμε περισσότερες ημέρες, μία βδομάδα στην Καστοριά και μία στην Κλεισούρα», διευκρινίζει η κ. Bischatka, «επίσης, βγήκαμε από τη γερμανική λογική του αυστηρού προγραμματισμού και αφήσαμε τον αυτοσχεδιασμό και τη σύμπτωση να παίξουν τον δικό τους ρόλο». Αν πέρυσι η θερμή υποδοχή των κατοίκων είχε «σκλαβώσει» τους μουσαφίρηδες, φέτος οι σχέσεις συσφίχθηκαν περισσότερο. «Η συμφιλίωση με το ιστορικό παρελθόν είναι μια διαδικασία που απαιτεί σθένος αλλά και χρόνο», σημειώνει η κ. Ζορπίδου. Οι Κλεισουριώτες αντιλήφθηκαν ότι η πρωτοβουλία δεν είναι «πυροτέχνημα», οπότε την αγκάλιασαν. «Πολλοί ηλικιωμένοι μονολογούσαν “δεν φταίνε τώρα για ό,τι συνέβη αυτά τα παιδιά”».