Έως τη δεκαετία του 1960 στον Γέρμα Καστοριάς, όπως βέβαια και στην υπόλοιπη Ελλάδα, επικρατούσε μεγάλη φτώχια. Οι κάτοικοι του χωριού εργάζονταν όλον τον χρόνο πολύ σκληρά, αλλά δυστυχώς χωρίς τις ανάλογες απολαβές. Εκ του λόγου τούτου και για να μπορέσουν να ενισχύσουν λίγο το οικογενειακό τους εισόδημα έτρεχαν στα βουνά και στις κοιλάδες της περιοχής τους κι εντόπιζαν τα αυτοφυή καρποφόρα δέντρα. Απ’ τα δέντρα αυτά, την κατάλληλη εποχή, συνέλεγαν ξηρούς καρπούς, όπως καρύδια, αμύγδαλα, λεφτόκαρα, καθώς και διάφορα φρούτα, όπως αγριόμηλα, αγριόγκορτσα, κούμπουλα (= κορόμηλα), κράνα κ.ά.
Τα προαναφερόμενα αγριόμηλα τα συνέλεγαν απ’ τις πολλές αγριομηλιές που υπάρχουν στα βουνά του Γέρμα και ιδιαίτερα στο βουνό Μουρίκι (ύψ. 1703 μ.), όπου βρίσκεται και η ομώνυμη τοποθεσία “Αγρουμπλιά” (= Αγριομηλιά). Ανέβαιναν λοιπόν σ’ αυτά τα βουνά με κάποιο φορτηγό ζώο τους (: άλογο, μουλάρι, γαϊδούρι), κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο που ωριμάζουν τα αγριόμηλα, “τσιολνούσαν” (= χτυπούσαν με ξυλόβεργες) τις βραχύκορμες αγριομηλιές κι έριχναν στο έδαφος τα φρούτα τους, που είναι κίτρινα και μυρωδάτα κι έχουν μικρό μέγεθος και ιδιάζουσα “πικροξυνόστυφη” γεύση. Κατόπιν τα μάζευαν σε τσουβάλια και τα μετέφεραν με το ζώο τους στο κελάρι του σπιτιού τους. Εκεί τα ξεδιάλεγαν και κρατούσαν τα καλύτερα, για να τα καταναλώσουν ως επιδόρπιο τα μέλη της οικογενείας τους κατά τις κρύες νύχτες του χειμώνα ή για να τα προσφέρουν ως δώρο μαζί με καρύδια, κάστανα και στραγάλια στα μικρά παιδιά που θα τους έλεγαν τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.
Όταν ήθελαν να επιταχύνουν την ωρίμανση των αγριόμηλων τα έβαζαν μέσα σε θημωνιά άχυρων ή τα παράχωναν σε σωρό σιταριού που είχαν στο αμπάρι του σπιτιού τους.
Επίσης, οι νοικοκυρές κρατούσαν μερικά απ’ τα ξεδιαλεγμένα αγριόμηλα, τα έβραζαν, τα “ζιαμπούλιαζαν” (= πολτοποιούσαν) και τα τοποθετούσαν ως κατάπλασμα ίασης στο λαιμό των συγγενών τους όταν είχαν πονόλαιμο.
Τα υπόλοιπα αγριόμηλα, τα “παρακατιανά” τα έριχναν ως τροφή στα ζώα τους (πρόβατα, γουρούνια και βόδια).
Σήμερα, λίγοι Γερμανιώτες, οι άνω των 60 ετών, γνωρίζουν τα σχετικά με τις αγριομηλιές, ελάχιστοι δε απ’ αυτούς εξέρχονται κάθε Σεπτέμβριο – Οκτώβριο στην ύπαιθρο του χωριού τους, για να τις ιδούν, να θαυμάσουν την ξεχωριστή ομορφιά τους, να γευτούν τ’ αγριόμηλά τους και να θυμηθούν έτσι και ν’ αναπολήσουν τα όμορφα παιδικά και νεανικά τους χρόνια. (Γ.Τ.Α,).